Scroll Top

Για την ποιητική συλλογή του Στέλιου Θ. Μαφρέδα, Προνόμιο αιχμαλωσίας – Παρουσίαση από την Ευσταθία Δήμου

 Για την ποιητική συλλογή του Στέλιου Θ. Μαφρέδα, Προνόμιο αιχμαλωσίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2018.

Της Ευσταθίας Δήμου

Ο Στέλιος Μαφρέδας έχει διαγράψει μία μακρά και άκρως ενδιαφέρουσα πορεία μέσα στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Με τις έξι, έως σήμερα, ποιητικές του συλλογές έχει κατορθώσει να διαμορφώσει και να αποκρυσταλλώσει κάποια βασικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν στα ποιήματά του έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και συγκροτούν την ποιητική του ιδιοπροσωπία, την δική του ξεχωριστή και διακριτή «φωνή». Η έκτη ποιητική του συλλογή φέρει τον ανατρεπτικό τίτλο Προνόμιο αιχμαλωσίας που, με την αντίφαση που εμπεριέχει, προξενεί το ενδιαφέρον και την διέγερση του αναγνώστη, ώστε να διαμορφώσει κάποιες πρώτες προσδοκίες σχετικά με την ποθητή αυτή αιχμαλωσία που θα μπορούσε να είναι ο έρωτας ή ακόμα και η τέχνη της ποίησης.

Η συλλογή αποτελείται από σαράντα τέσσερα ελευθερόστιχα ποιήματα που διακρίνονται, σε γενικές γραμμές, για την μικρή τους έκταση. Το στοιχείο αυτό προσδίδει στα ποιήματα μια ιδιαίτερη δυναμική ενισχύοντας και την ποιητικότητα, αλλά και την αμεσότητα που αναπόφευκτα δημιουργείται οδηγώντας σε ένα καίριο και καταλυτικό ποιητικό αποτέλεσμα. Η δόμηση των ποιημάτων, παρόλο που δεν ακολουθεί ένα σταθερό σχέδιο, εμφανίζει ορισμένους κοινούς τόπους με χαρακτηριστικότερο τον διαχωρισμό των τελευταίων στίχων οι οποίοι αποτελούν μία ξεχωριστή στροφή εν είδει συμπεράσματος, αποφθέγματος ή ακόμα και ευχής. Αυτό το κλείσιμο των ποιημάτων προκαλεί ένα αίσθημα ασφάλειας στον αναγνώστη, από τη στιγμή που ο ποιητής επιλέγει συνειδητά να προσφέρει τη λύση στο «αίνιγμα» που αναπόφευκτα κάθε ποίημα αποτελεί. Έτσι, ο αναγνώστης δεν εγκλωβίζεται σε μια αέναη αναζήτηση του νοήματος ή του μηνύματος των στίχων και αφήνεται ελεύθερος να απολαύσει τη μορφή και το περιεχόμενο του ποιήματος στην ολότητά του.

Η ανατρεπτική διάθεση του ποιητή, όπως αποτυπώθηκε στην διαμόρφωση του τίτλου, φαίνεται πως συνιστά, σε μεγάλο βαθμό, την κατευθυντήρια δύναμη του βιβλίου. Γιατί, στην πρώτη ποιητική ενότητα, που τιτλοφορείται «Δίκην μυθολογίας» ο ποιητής επιχειρεί κάτι παράδοξο, συνάμα όμως πρωτότυπο και ελκυστικό. Ενώ δηλαδή αντλεί από θέματα και μορφές της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας, δεν μένει στον χειρισμό τους ως μυθολογικών ή ιστορικών θεμάτων, μεταφερόμενος ο ίδιος στο εκεί και το τότε, αλλά αντίθετα προσαρμόζει τον μύθο ή τη μορφή στη δική του περίπτωση και μιλά με όρους μυθολογικούς ή ιστορικούς για ζητήματα προσωπικά, για εμπειρίες και στιγμές του δικού του βίου. Ορθώνω το ανάστημα/ ο Κυρηναίος σου και πώς ν’ αποστατήσω;/ Οι ελπίδες μου σταυρός/ κι είναι το βάρος τόσο ασήκωτο/ χωρίς το άγγελμά σου («Το άγγελμα») Η μέθοδος και η διαδικασία αυτή συνιστά μία αξιοσημείωτη στροφή στα μέχρι σήμερα ποιητικά δεδομένα. Βεβαίως η εκμετάλλευση του μυθολογικού και ιστορικού παρελθόντος ήταν και εξακολουθεί να είναι κοινός τόπος μεταξύ των ποιητών, οι περισσότεροι όμως κινήθηκαν στις δημιουργίες τους με γνώμονα την παραμονή τους εντός του παρελθόντος ακόμα κι αν, μέσω αυτού, επιχειρούσαν να μιλήσουν για τη συγχρονία και το παρόν.

Ο Μαφρέδας, μάλιστα, φαίνεται πως πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Γιατί εκκινεί από το μυθολογικό ή το ιστορικό πρόσωπο – από την Πηνελόπη, την Καλυψώ, τη Νηρηίδα, τη Σίβυλλα, την Αφροδίτη, την Κομνηνή – προσδίδοντάς του, όμως, τις διαστάσεις που εκείνος επιθυμεί και μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο την παράδοση σε ένα εύπλαστο υλικό. Αυτό βεβαίως αποδεικνύει περίτρανα, όχι μόνο την οικείωση του ποιητή στον κόσμο της μυθολογίας και της ιστορίας, αλλά και τη διάθεσή του να εναγκαλιστεί αυτόν τον κόσμο και να τον μπολιάσει με τον δικό του, δημιουργώντας έτσι μία σύζευξη του τότε και του τώρα, των ηρώων και της δικής του περίπτωσης. Σε προδίδει μια ματιά στοργής/ ένα βλεφάρισμα αμηχανίας./ Βγαίνεις από το κέλυφος/ εύθραυστη και ανασφαλής/ ο Ζέφυρος εγώ/ από παλιά φανατικός και στρατολογημένος. («Νοήματα στο χάος») Στενά συνυφασμένη με τη μέθοδο αυτή του ποιητή είναι και η χρήση του πρώτου προσώπου, η οποία προσδίδει ένα είδος αυτοαναφορικότητας στα ποιήματα του Μαφρέδα. Πρόκειται δηλαδή για μία ποίηση σαφώς προσωπική, εξομολογητική, αυτοαναφορική, η διάσταση όμως αυτή μετριάζεται ή υπονομεύεται από την τακτική του ποιητή να μετουσιώνεται ο ίδιος, κάθε φορά, σε μία άλλη ύπαρξη, μία άλλη μορφή. Αυτό φέρνει την ποίησή του κοντά στην «ηθοποιία», ο ίδιος δηλαδή ο ποιητής εναγκαλίζεται την υπόκριση ως τρόπο ποιητικής έκφρασης, ως εκδήλωση της ποιητικής του σκέψης.

Η δεύτερη ποιητική ενότητα φέρει τον τίτλο «Επαγωγή όρκου». Με τη φράση αυτή, που αποτελεί και όρο της Πολιτικής Δικονομίας, ο ποιητής απευθύνει μία πρόσκληση συμμετοχής σε όρκο. Τα ποιήματα της ενότητας αυτής αφορμώνται, σε κάποιον βαθμό, από το ποιητικό φαινόμενο το οποίο όμως συμπλέκεται και συνυφαίνεται με μεγάλη επιδεξιότητα με τον έρωτα, την ερωτική διάθεση και σκέψη. Σε πολλά μάλιστα ποιήματα οι δύο αυτοί πόλοι ταυτίζονται και συνυπάρχουν τόσο αρμονικά ώστε ο έρωτας να είναι μία ποιητική καθαρά δημιουργία και η ποίηση να προκύπτει και να υπηρετεί το ερωτικό αίσθημα. Παρακαλώ τα μάτια σου,// έστω/ για έναν στίχο απόψε να σπιθοβολήσουν. («Στίχος σωτηρίας») Η ερωτική εμπειρία, μάλιστα, και το ερωτικό αίσθημα προσλαμβάνει στα ποιήματα του Μαφρέδα μία χροιά ρομαντική και μια τάση ενατένισης της φύσης και του κόσμου με τους όρους του ερωτισμού. Όταν ανοίξεις το παράθυρο/ θα δεις τ’ αστέρια/ που κουρνιάζουν απόψε/ στα δέντρα της αυλής σου.// Στις φούχτες σου να τα μαζέψεις./ Ζηλεύει παράφορα η μέρα. («Αντιζηλία»)

Στα ποιήματα της ενότητας αυτής πραγματοποιείται ουσιαστικά μία δέσμευση του ποιητή, ένορκη όπως ο ίδιος αρέσκεται να επαναλαμβάνει, απέναντι στον έρωτα και την ποίηση, απέναντι σε δύο δυνάμεις που τον κυριαρχούν και τον συντρέχουν. Με τον λόγο σου τιθασεύεις τον καιρό,/ καμία παρομοίωση δεν σου ταιριάζει.// Αδέξιος κηδεμόνας ο θεός/ πώς να δεχτεί/ την αίρεση και τη δική σου εξαγγελία;// Πάλι στην ομορφιά σου απόψε θα ορκιστώ. («Όρκος») Ο ποιητής καταθέτει την πίστη του στην καταλυτική επενέργεια του έρωτα και της ποίησης στην ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη. Και πάλι εδώ, η κατάθεση είναι προσωπική, ο Μαφρέδας όμως δεν περιορίζεται σε μια απλοϊκή προσέγγιση της ποίησης και του έρωτα, στον τύπο της εξομολόγησης, αλλά συνθέτει κυριολεκτικά έναν ύμνο στις δύο αυτές δημιουργικές δυνάμεις που κεντρίζουν την δημιουργική του διάθεση. Στο μέτρο λοιπόν που τα ποιήματά του τίθενται στην υπηρεσία της εξύμνησης, ο ποιητής προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό τους λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας που συνέθεσαν τα ποιήματά τους εκκινώντας από τις ίδιες αφετηρίες και την ίδια διάθεση.

Η συλλογή του Στέλιου Μαφρέδα συνιστά μια άκρως ενδιαφέρουσα ποιητική πρόταση στο βαθμό που αποτελεί μια σύζευξη στοιχείων και τάσεων, από την οικείωση της αρχαιοελληνικής γραμματείας και την εκμετάλλευση του μυθολογικού παραδείγματος, στην ποιητική μετουσίωση του ερωτικού βιώματος και την εξύμνηση της ερωτικής διάθεσης ως κινητήριας δύναμης της δημιουργίας, αλλά και την άδολη, ανυπόκριτη παραδοχή της εξάρτησης του ποιητή από την τέχνη του, την τέχνη της ποίησης.