Στην Ελλάδα είναι μετρημένες οι μεταφραστικές προσπάθειες της γερμανόφωνης ποίησης. Η ευρύτατη σειρά των εκδόσεων βακχικόν, με την οποία ασχοληθήκαμε αρκετές φορές κατά καιρούς, φέρνει διαρκώς σε επαφή το ελληνικό κοινό με την ποιητική παραγωγή του εξωτερικού, είτε αυτή αφορά ατομικά έργα διακεκριμένων δημιουργών είτε αφορά νέους λογοτέχνες. Ο Τομ Σουλτς («Ταξιδιωτική προειδοποίηση για χώρες θάλασσες παγόβουνα», βακχικόν, 2020), ο οποίος μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά από την Χριστίνα-Παναγιώτα Γραμματικοπούλου[1], διακρίνεται για τον υβριδισμό στη μορφή και τη στιχουργική ποικιλία.
Ο Σουλτς στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας διαπραγμάτευσης της ποιητικής φόρμας θέτει σε αμφισβήτηση την έννοια του γένους και της μορφής ή ακόμα και της στιχουργικής ροής. Η ανατρεπτική ιδεολογία του έργου δεν εξάγεται μόνο με την προβληματική που αναπτύσσει, αλλά και από την αισθητική που προάγει (εξέλιξη Μπίσοφσβερντa, palazzo babarigo della terrazza). Το έργο τέχνης ως κριτικός λόγος οφείλει να ξεπερνά τους αισθητικούς κανόνες της εποχής του, να τους ωθεί στα όριά τους μέσα από τον πειραματισμό (Συρακούσσα – μια μέρα στη ζωή, το μάτι της πύρινης μέδουσας). Η συμπύκνωση του λόγου, συχνά με ένα πλήθος αυτονόητων αναφορών που απουσιάζουν, ορίζουν και τον προσανατολισμό των υβριδικών συνθέσεων (ο Ρίτσος στη Λέρο) με πυκνά νοήματα σε στίχους ρευστούς (τα οστεοφυλάκια του Σάο Ζοάο) συχνά γεμάτος σαρκασμό και ειρωνεία.
Με έναν λόγο πυκνό, θεμελιωμένο στη συνειρμική κίνηση των εικόνων, ο Σούλτς ταξιδεύει στον χώρο των ιδεών, των πολιτισμών και των στοχασμών. Η ψυχρή περιγραφή και αφήγηση ενισχύουν τη δυναμική τους, επιτρέποντας την ανάδυση ερωτημάτων και σχολίων. Αξιοποιεί την ταξιδιωτική λογοτεχνία ως ένα μέσο προκειμένου να εκφράσει έναν σύγχρονο προβληματισμό για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Τα φανταστικά θραυσματικά βιώματα (εξέλιξη Μπίσοφσβερντα), με το πρωτοενικό υποκείμενο, προσδίδουν μια σκηνικότητα και μία αμεσότητα, ενώ ταυτόχρονα σέβεται το παραδοσιακό ύφος της ταξιδιωτικής ποίησης. Η σύγχρονη ταξιδιωτική ποίηση δεν επιδιώκει απλά να ενημερώσει τον αναγνώστη, αλλά και να τον προβληματίσει (ο Ρίτσος στη Λέρο).
Πρόκειται για μία ποίηση οικουμενική. Μέσα από ένα φιλελεύθερο κριτικό πνεύμα ο ποιητής προβληματίζεται για τις κοινωνικές ανισότητες, την άσκοπη καταναλωτική μανία και την οικολογική καταστροφή, την πολιτική εξορία και τον πολιτισμό. Μέσα στην πολυθεματικότητα των μακροσκελών ποιημάτων, ο Σουλτς σχολιάζει τον σύγχρονο αστικό τρόπο ζωής και τον καπιταλισμό των πολυεθνικών (μαύρα φανάρια). Δεν προάγει μία αντικαπιταλιστική ιδεολογία, αλλά μία δημοκρατική προσέγγιση. Στο πεζογραφικό πρότυπο του Henry Miller και τον John Steinberg υιοθετεί μία κριτική στάση απέναντι σε ένα σύστημα που αδιαφορεί για τον Άνθρωπο και το περιβάλλον του, κοινωνικό, πολιτισμικό και φυσικό, όπου όλα θυσιάζονται στο βωμό του κέρδους και της τουριστικής ανάπτυξης. Άλλωστε την ίδια στάση κράτα και για τον σοσιαλιστικό ολοκληρωτισμό (εκδρομή στην οροσειρά Elbe Sandstone). Ο Σουλτς παραμένει ένας συμμετέχων παρατηρητής καθ ‘όλη τη διάρκεια της περιήγησής του.
Μία βαθιά ειρωνεία διαπερνά τη στιχουργική του Σουλτς. Πιο έντονη αυτή η ειρωνεία του είναι απέναντι στο κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο της ίδιας του της χώρας καθώς και στις συνέπειες της εσωτερικής και εξωτερικής καπιταλιστικής στάσης και των χειρισμών του συνόλου των κυβερνήσεών της. Η δηκτική του κριτική απευθύνεται τόσο στον παγκόσμιό τους αντίκτυπο όσο και στις καταστροφικές ψυχολογικές και σωματικές, αλλά και τις πνευματικές συνέπειες για τον ίδιο τον γερμανικό λαό και για όσους κατοικούν στη χώρα (μαύρα φανάρια). Στηλιτεύει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής στη Γερμανία, που δεν στηρίζεται –κατά τη γνώμη του– παρά σε μια μασκαρεμένη υποκρισία και μία κυνικότητα που ξεκινά από τους κυβερνώντες και τους εκπροσώπους της γερμανικής ολιγαρχίας (επειδή η χώρα είναι πλέγμα ήλιου και την αγαπάμε, οι μηχανές ενηλικιώνονται, εξέλιξη Μπισοφσβερντα)».
Στο έργο απαντώνται διάφορα διακείμενα που συνδέονται άμεσα με τις γερμανικές αντιλήψεις ή εμπειρίες. Για παράδειγμα ο στίχος «επειδή βρισκόμαστε άνετα κάτω από φλαμουριές το σούρουπο» υπαινίσσεται τη λεωφόρο Unter den Linden με τα αριστουργηματικά αρχιτεκτονικά κτίρια (το Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας, την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Πανεπιστήμιο Χούμπολντ κ.ά), που αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα του Βερολίνου. Στην οδό και στις προεκτάσεις της συναντά κανείς παλιά και τωρινά κυβερνητικά κτίρια και πρεσβείες άλλων κρατών. Λόγω της βαρύνουσας εμπορικής και πολιτικής της σημασίας ταυτίζεται με τη γερμανική πολιτική και οικονομική ιστορία και τις κυβερνήσεις της. Αναλόγως διακειμενικές αναφορές γίνονται σε Γερμανούς καλλιτέχνες (Μπρεχτ και άλλους). Η αξιοποίηση των διακείμενων αυτών, αν και δυσκολεύει την πλήρη πρόσληψη ενός αλλοδαπού αναγνώστη, ενισχύει την αναγνωστική υποδοχή του γερμανικού κοινού, ανοίγοντας ερμηνευτικά το ποιητικό κείμενο ακόμα περισσότερο.
Επιλογικά κι αφού ο λόγος αφορά τη γερμανική ποίηση, αξίζει να θυμηθούμε τον Goethe που καλούσε να στρέψουμε την προσοχή μας στη διεθνή λογοτεχνία «είμαι όλο και περισσότερο πεπεισμένος πως η ποίηση είναι το καθολικό απόκτημα της ανθρωπότητας, που αποκαλύπτει τον εαυτό της παντού και πάντοτε σε εκατοντάδες και εκατοντάδες ανθρώπων… Επομένως επιδιώκω να ψάχνω τον εαυτό μου στις ξένες λογοτεχνίες και συνιστώ σε όλους να κάνουν το ίδιο. Η εθνική λογοτεχνία είναι πλέον μια έννοια χωρίς ουσία. Η εποχή της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι κοντά, και ο καθένας πρέπει να προσπαθήσει να ταχύνει τον ερχομό της».
[1] Η ποιήτρια και μεταφράστρια, Χριστίνα-Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, έχει μεταφράσει για την ίδια σειρά των εκδόσεων το «θα μπορούσε να γίνει ωραίο» της Μαρτίνα Χέφτερ, το «selfies» του Βόλφγκανκ Ούλριχ και τα ποιητικά άπαντα της Ίνγκερμποργκ Μπράχμαν.