Scroll Top

Ο Γιάννης ο φονιάς – Του Δημητρίου Π. Νάσκου

 Το 1976, ο Μάνος Χατζιδάκις, κυκλοφόρησε τον δίσκο «Αθανασία» που βασίζεται σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, ενός μεγάλου ποιητή που προτιμούσε να γράφει έμμετρα με μοναδική ίσως εξαίρεση το υπερρεαλιστικό κείμενο «Αμοργός».
Ο Γκάτσος (1911-1992) γεννήθηκε στην Αρκαδία από αγρότες γονείς και τελείωσε το γυμνάσιο στην Τρίπολη. Αποφάσισε να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία όμως εγκατέλειψε τη σχολή στο δεύτερο έτος. Αργότερα ασχολήθηκε κυρίως με τη μετάφραση θεατρικών έργων του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Τεννεσί Ουίλιαμς, Ευγένιου Ο’ Νηλ κτλ. Η τεράστια προσφορά του όμως στον χώρο της τέχνης έχει να κάνει με τη διαμόρφωση του ελληνικού στίχου – του Γκάτσου του άρεσε να γράφει περισσότερο επάνω σε μελωδίες – και με τον ορισμό του ποιητικού τραγουδιού. Το 1987, ο Δήμος Αθηναίων τον βράβευσε για το σύνολο του έργου του ενώ το 1991, η Βασιλική Ακαδημία της Βαρκελώνης του απένειμε τον τίτλο του Αντεπιστέλλοντος Μέλους για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
      Ο Χατζιδάκις που θαύμαζε πνευματικά τον Γκάτσο – οι δυο τους ίσως και να αποτελούν την πιο ταιριαστή καλλιτεχνική συνύπαρξη στη χώρα μας – σημειώνει στο βιβλιαράκι του άλμπουμ: Η ιδέα του θανάτου οδηγεί τον αληθινά ελεύθερο άνθρωπο στο να αντιληφθεί βαθιά μέσα του πως η ύπαρξή του έχει ημερομηνία λήξης. Ο άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί με την ιδέα αυτή κι όχι ν’ αγκιστρώνεται από τη ζωή σε σημείο που να μη θέλει να φύγει, πράγμα που όλες οι θρησκείες εκμεταλλεύονται υποσχόμενες μελλοντική κι ατέλειωτη ζωή. Κι όμως είναι τόσο απλό, γι’ αυτό και δύσκολο.
Η «Αθανασία» περιλαμβάνει μια εισαγωγική ορχηστρική σύνθεση, πρόκειται για τη Μπαλάντα του Ούρι πάνω στην οποία ο Γκάτσος θα βάλει αργότερα τα γνωστά λόγια: Ουρανέ όχι δεν θα πω το ναι / Ουρανέ φίλε μακρινέ, και έντεκα τραγούδια. Αρχικά ο δίσκος προορίζεται για τον Μανώλη Μητσιά αλλά στην πορεία συμπεριλαμβάνεται και η φωνή της Δήμητρας Γαλάνη.
Τα τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν είναι το ομώνυμο, το Κοίτα με στα μάτια, το Μεθυσμένο καράβι, το Τσάμικο ή Κακοτράχαλα βουνά και φυσικά η παράξενη ιστορία του Γιάννη του φονιά. Νομίζω ότι αξίζει να σταθούμε λιγάκι παραπάνω στον Γιάννη και να πούμε ότι ο Γκάτσος καταφέρνει με ελάχιστους στίχους και τρομερή οικονομία λέξεων να ξεδιπλώσει αφηγηματικά σχεδόν ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου.
     Ποιος είναι αυτός ο Γιάννης; είμαι βέβαιος ότι αναρωτιέται κανείς, Υπήρξε στ’ αλήθεια; Φήμες λένε ότι ο παραγωγός της ΕΡΑ Γιώργος Μητρόπουλος κάποτε είχε αναφέρει στον Γκάτσο ένα έγκλημα τιμής που έλαβε χώρα τη δεκαετία του εξήντα στην περιοχή της Ηλείας. Εκείνος ο Γιάννης, αν τον έλεγαν έτσι, είχε έξι γιους και μια κόρη και έπαιζε βιολί στα πανηγύρια. Μια μέρα έμαθε ότι κάποιος στενός του φίλος διατηρούσε κρυφή σχέση με τη γυναίκα του και έτσι τη σκότωσε όμως αργότερα η δικαιοσύνη τον αθώωσε με ελαφρυντικά γιατί αποδείχτηκε ότι έπραξε εν βρασμώ ψυχής.
Έγιναν άραγε έτσι τα πράγματα ή πρόκειται για μυθοπλασία; Όπως και να έχει, κάποιο παρόμοιο περιστατικό ενέπνευσε τον Γκάτσο και μας χάρισε ένα από τα σημαντικότερα του δημιουργήματα. Ας διαβάσουμε παρακάτω τα λόγια του τραγουδιού…

Ο Γιάννης ο φονιάς / Παιδί μιας πατρινιάς
Κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή / Μετά τη φυλακή
Επέρασε απ’ το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό / Του βγάλαμε και μέντα
Μα για το φονικό / Δεν είπαμε κουβέντα

Μονάχα το Φροσί / Με δάκρυ θαλασσί
Στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά / Τα χέρια τ’ ακριβά
Και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείς / Τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής / Να πει δεν βρήκε λέξη

Κι ο Γιάννης ο φονιάς / Στην άκρη της γωνιάς
Με του καημού το αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά / Φεγγάρια μακρινά
Και τ’ όνειρο που εχάθη

      Ας δούμε τώρα συνοπτικά και εν τάχει τη μετρική φόρμα του τραγουδιού. Καταρχήν παρατηρούμε ότι αποτελείται από τρεις στροφές – δύο ολοκληρωμένες και μία στο τέλος που κόβεται στη μέση. Οι δύο πρώτες στροφές χωρίζονται σε δύο τμήματα: ένα εξάστιχο κι ένα τετράστιχο. Στο εξάστιχο (ας το βαπτίσουμε κουπλέ) οι ομοιοκαταληξίες ακολουθούν το σχήμα α-α’-β & γ-γ’-β’ ενώ στο τετράστιχο (ας το ονομάσουμε ρεφρέν) το πλεκτό μοτίβο δ-ε-δ’-ε’. Η τελευταία στροφή διατηρεί μονάχα το κουπλέ της.
Να αναφέρουμε ακόμη ότι ο Γκάτσος χρησιμοποιεί σχεδόν πάντα στα τραγούδια του τέλειες ομοιοκαταληξίες, δηλαδή λέξεις που ταιριάζουν απόλυτα ηχητικά. Π.χ. Φονιάς – Πατρινιάς, Αντέξει – Λέξη, Αγκάθι – Εχάθη (ατελείς ομοιοκαταληξίες θεωρούνται εκείνες που συμπεριλαμβάνουν απλώς φωνήεν και όχι σύμφωνο. Π.χ. Βουητό-Μπορώ). Το μέτρο του τραγουδιού είναι ιαμβικό εξάστιχο ή επτάστιχο ανάλογα με το αν η τελική λέξη της φράσης τονίζεται στη λήγουσα ή στην παραλήγουσα. Π.χ. Φεγγάρια μακρινά (ιαμβικό εξάστιχο), Και τ’ όνειρο που εχάθη (ιαμβικό επτάστιχο).
Όσον αφορά το μάθημα στο σχολείο αλλά και στο πανεπιστήμιο, νομίζω ότι η περίπτωση του Γιάννη του φονιά ενδείκνυται ως εκπαιδευτική πρόταση διότι περιέχει τη δραματική συγκυρία μιας εποχής, εξάπτει τη φαντασία και είναι σε θέση πέρα από συζητήσεις να προκαλέσει και ενδιαφέρουσες ασκήσεις δημιουργικής γραφής. Για παράδειγμα ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη στροφή μπορεί ο δάσκαλος να ζητήσει από τους μαθητές να προσθέσουν λέξεις, είτε σε μορφή στίχου είτε σε στυλ πρόζας, ώστε να μάθουμε τι σκέφτεται το Φροσί όταν βγαίνει από τη σάλα με δάκρυα.
Επίσης οι στίχοι, Του βγάλαμε γλυκό / Του βγάλαμε και μέντα, φανερώνουν ότι ο αφηγητής που αναλαμβάνει να μας πει την ιστορία είναι ενδοδιηγητικός και ετεροδιηγητικός, δηλαδή πρόκειται για ένα πρόσωπο ή χαρακτήρα που βρίσκεται μέσα στο σπίτι και δεν αναφέρεται στον εαυτό του. Σε αυτή την περίπτωση μια ωραία άσκηση θα ήταν ο μαθητής να προσπαθήσει να αλλάξει αφηγητή και γωνιακή εστίαση ώστε να δούμε το συμβάν από τα μάτια της Φρόσως ή ακόμα και από του ίδιου του Γιάννη που αναγκαστικά θα μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο.
Περίπου πριν από επτά ή οκτώ χρόνια, ο Διονύσης Σαββόπουλος, παρουσίασε στο Ηρώδειο μια συναυλία αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι. Όταν έφτασε η στιγμή να πει τον Γιάννη τον φονιά άρχισε να εξηγεί στον κόσμο που είχε γεμίσει το θέατρο ότι κάποτε είχε γράψει κι εκείνος ένα τραγούδι με αφορμή κάποιο μακελειό. Το Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο από τον δίσκο «Ρεζέρβα» είναι χωρίς υπερβολή από τα πιο μακροσκελή και υπέροχα στιχουργήματα της ελληνικής μουσικής. Λέει ο Διονύσης με χιούμορ στο μικρόφωνο: Εγώ για να φτάσω στο ποιητικό αποτέλεσμα πρέπει να σας μιλάω και να σας μιλάω, να επινοώ προλόγους και να τραγουδάω σχεδόν ένα τέταρτο της ώρας για να σας πείσω, ενώ ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο δεν θα έλεγαν απολύτως τίποτα. Θα έπαιζαν απλώς το τραγούδι με τους ελάχιστους στίχους και θα τα είχαν εκφράσει όλα.

Δημήτριος Π. Νάσκος

Φεβρουάριος 2021