Scroll Top

Για τη συλλογή διηγήσεων του Γιώργου Γκόζη «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα» – Κριτική από την Εύη Κουτρουμπάκη

Βλέποντας τον κόσμο από βέσπα 

Ο Γιώργος Γκόζης στο τελευταίο του βιβλίο «Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα», εκδόσεις Ποταμός 2022, καβαλάει τη βέσπα του και τριγυρίζει κατά πως πρέπει σε αυτήν την πόλη την ιστορική, την εμπορική, την αμαρτωλή κι ό,τι άλλο μπορεί ο νους του ανθρώπου να φανταστεί γι’ αυτήν, τη Σαλονίκη, αυτήν τη ζωντανή παρακαταθήκη -ή μήπως πυριτιδαποθήκη- που απ’ τη μια διασώζει όπως μπορεί την αχλύ των περασμένων εποχών που διαμόρφωσαν τους θρύλους της κι απ’ την άλλη αυτοποδοπατιέται.

Στις σελίδες του συντελείται κάτι θαυμάσιο, που συχνά δε συμβαίνει. Ο homo scriptor Γκόζης τολμά να κοιτάξει στα μάτια τους ήρωες του, να καταβυθιστεί στο πάθος που τους καίει τα σωθικά όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται τόσο εύκολα δια γυμνού οφθαλμού και να αναμετρηθεί μαζί τους, προσδίδοντάς τους λογοτεχνικές συμπεριφορές και ιδιότητες. Ο αναγνώστης συναντά πρόσωπα ενταγμένα σε ένα πλασματικό λογοτεχνικό πεδίο δράσης που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας, ο οποίος ανατρέπει ή συμπληρώνει, λογοτεχνική αδεία, δυνητικές στη σφαίρα του υπαρκτού καταστάσεις. Η συλλογή διαπραγματεύεται τη σχέση, συνειδητή ή ασυνείδητη, του υποκειμένου με τον περιβάλλοντα ανθρωπογενή ή κτησιγενή χώρο του, οπτικοποιώντας με θαυμαστό τρόπο τη γλώσσα και δημιουργώντας με αρχιτεκτονική ακρίβεια πλείστες όσες εικόνες. Με αυτήν την πληθώρα χαρακτήρων, αποτελεί ένα sui generis καλειδοσκοπικό σύμπαν ανθρωπινότητας. Άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι… Κι ο Γκόζης να ακούει την ηχώ της ηχούς της φωνής τους, τις ρωγμές της, τις παύσεις της, τα τρέμουλά της, τα ξεκουρδίσματά της, τις περιδινήσεις, τους λυγμούς και τους πανικούς της. Ακούει παράλληλα και τις σιωπές τους ενώ ακόμη κι αυτή η ανάσα τους έχει βάρος γι’ αυτόν. Και γράφει μια λογοτεχνία που δεν της λείπουν οι τεχνοτροπικές αναζητήσεις και οι υφολογικές και αφηγηματικές δοκιμές. Το συγγραφικό του κύτταρο αναπλάθει με ζηλευτή και έντιμη μαστοριά, με ματιά δίκαιη και με ψυχογραφική οξύτητα εποχές και επαναπροσεγγίζει λογοτεχνικά τους ανθρώπους των πίσω σελίδων, τίμιος με τη γραφή και τίμιος με τον αναγνώστη του. Κατορθώνει με τον άδολο παλμό που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου να αναδείξει εν τέλει το αγνό αίσθημα άμεικτο και άθικτο από εξωλογοτεχνικές βλέψεις και ανάγκες. Αυτό το πηγαίο αίσθημα που διατρέχει το βιβλίο και το ζωντανό και συγκινημένο γράψιμο που υπερβαίνει πόρρω κάθε λογής προγραμματισμένο διδακτισμό κάνει το βιβλίο πράγματι αξιανάγνωστο. Ο ρεαλισμός στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των ηρώων δεν εκτίθεται μονόχνοτος, ρηχός και μονοτυπικός. Ο συγγραφέας καταδύεται πιο κάτω από το σημαινόμενο και ψάχνει να βρει το σημαίνον, τις ανθρώπινες αδυναμίες που είναι σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση. Η έμμεση κριτική που ασκεί στις κάθε λογής παθογένειες δεν έχουν καμιά μορφή διδακτισμού, δεν εκχυδαΐζει την πραγματικότητα ούτε και την εξωραΐζει μέσα από παραμορφωτικές διόπτρες, δεν τη διαφθείρει, δεν τη λυμαίνεται, αλλά με μάτι καθαρό και ανεπηρέαστο, ατενίζει όλα όσα με τέχνη μας περιγράφει. Ευθύτητα και αποκαλυπτική κοινωνιογραφική παρατηρητικότητα, απομακρύνουν το γραπτό αυτό από το καθεστώς του βλοσυρού και του σκοπιμοθηρικού, προσφέροντας σελίδες γνήσιας συγκίνησης, άρτιας εκδίπλωσης της προσωπικότητας των ηρώων του και τίμιας και ανθρώπινης οπτικής.

Κι όλα αυτά σε μια γλώσσα που συναρμόζει τις λέξεις σε προτάσεις έτσι ώστε οι γραμμές να δένονται με το γύρω τους χωρίς παραφωνίες. Αυτού του είδους η Λογοτεχνία, χωρίς θέσεις προγραμματικές, είναι μια τέχνη που κρατά πάντα εκείνη τη ζυγαριά που μετράει την απόσταση της γραφής ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα, τέχνη που σκοπός της είναι να προσεγγίζει την αλήθεια, όποια αλήθεια κι αν είναι αυτή. Προσωπική, πραγματική ή φανταστική. Μια πολύχρωμη και πολυτραυματισμένη ανθρωπογεωγραφία καταθέτει ενώπιον ημών ο συγγραφέας την οποία δεξιώνεται ως οικοδεσπότης εξαιρετικός. Είναι σαν να κρατά στα χέρια του μια φωτογραφική μηχανή που γυρνά περιμετρικά του βασικού φωτογραφικού στόχου που είναι το βλέμμα του και προβάλλει σε οθόνη φανταστική μια σεκάνς ανθρώπων και καταστάσεων τόσο καλά οργανωμένη, μια σεκάνς αισθημάτων, εμπειριών, δρόμων και ανθρωπογεωγραφίας στο ασθμαίνον περιβάλλον.

Όλο το βιβλίο είναι ένα ταμπλό βιβάν κάθε λογής ανθρώπων. Πίσω από τις γραμμές διαφαίνεται ένα καθοριστικό δίπολο: παράδοση και νεωτερικότητα. Ανεξάρτητα από το εάν συμβαίνει αυτό ή όχι, αυτό που είναι αξιοσημείωτο, είναι η θεματική προσέγγιση των πεδίων που διαπραγματεύεται. Και αυτή είναι σπουδαία. Γιατί γίνεται χρονογράφος αυτόκλητος που καταγράφει χωρίς φιοριτούρες και χωρίς στολίδια αυτά που σκέφτεται ως γραφιάς. Γιατί ο συγγραφέας και η λογοτεχνία γενικότερα, και δύναται και δικαιούται να συγκροτεί ένα συμβατικό σύμπαν το οποίο θα αποκαλύπτει την προσωπική του σφαίρα, ήγουν τη νοοτροπία και τη στάση του απέναντι στα πράγματα –κι αυτή η στάσις νιώθεται, που θα έλεγε και ο ποιητής.

Όσο και αν ισχύουν οι λογοτεχνικές συμβάσεις, όσο και αν ο συγγραφέας μπορεί να τις επικαλείται για να διαχωρίσει το πραγματικό του πρόσωπο από τον συγγραφικό του ρόλο, κάθε λογοτεχνικό έργο, αποκαλύπτει το modus pensandi του. Τα πάντα ξεκινούν άλλωστε από τη διάθεση του συγγραφέα να αφηγηθεί, είτε για να εξομολογηθεί και να καθαρθεί είτε για να υπαινιχθεί και να διαμηνύσει είτε για να ζήσει μια ατμόσφαιρα που ο ίδιος δημιουργεί είτε για να εγκαθιδρύσει μία ελεγχόμενη (;) από αυτόν σχέση με τον δυνητικό και κυρίως με τον προνομιακό του αναγνώστη, είτε για να παίξει. Να παίξει με την πιο γνήσια και αυθεντική έννοια του όρου. Να στήσει το σκηνικό του, να διαμορφώσει την τοπογραφία του, να επιλέξει το χρόνο του, να πλάσει τους ήρωές του, να οργανώσει την πλοκή του, να οδηγήσει τα πράγματα εκεί που θέλει. Να απολαύσει τη γραφή του. Μόνο η απόλαυση της γραφής οδηγεί στην απόλαυση της ανάγνωσης. Μέσα από πολλαπλές διαδρομές, περιγράφει τις πρακτικές και τις νοοτροπίες του καθημερινού βίου και καταφέρνει να κάνει το έπος της καθημερινότητας να διασταυρωθεί με το έπος της ζωής σε καταστάσεις που άλλοτε είναι ανεκτικές και ευέλικτες κι άλλες απειλητικές, περίκλειστες και δογματικές. Στο βιβλίο αυτό, νιώθεις πως ο Γιώργος Γκόζης αισθάνεται ότι υπάρχει απέναντί του μια σκιά, μια παρουσία, μια υπόσταση, ένα πρόσωπο που του λέει την ιστορία, αλλά και που ταυτόχρονα την ακούει. Κι αυτό είναι που καταφέρνει να πετύχει: να μας κάνει να αισθανόμαστε ότι οι ήρωες του βρίσκονται απέναντι μας, ότι τους έχουμε ξαναδεί, ότι ίσως είμαστε και εμείς οι ίδιοι.

*Η Εύη Κουτρουμπάκη είναι φιλόλογος, συγγραφέας

*  Γιώργος Γκόζης/«Ζαφείρη μη φοβάσαι, πάρε μια βέσπα», Ποταμός 2022