Κυψέλες τα ποιήματα της συλλογής αυτής του Γιώργου Αλισάνογλου.
Μικρές αυτόνομες εστίες, που ξεκινούν από τον προσωπικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου, πηγαίνουν στη γενέθλια πόλη, διευρύνονται στον κόσμο και σε άλλες πόλεις, αγγίζουν ιστορίες της ψυχής. Οι κυψέλες είναι σπίτια, ανταμώνουν τον χρόνο και τέμνονται με τους τόπους.
Οι μέλισσες από την άλλη μεριά, επιχειρούν το δικό τους πέταγμα, σε σμήνος ή μόνες. Σε λουλούδια, σε σώματα, σε κείμενα. Πιότερο διστακτικές παρά επιθετικές, αμήχανες, κάποτε ηττημένες, καθώς συναντούν παράδοξα καιρικά και ανθρώπινα φαινόμενα.
Πού να ‘ναι οι μέλισσες;/ στις κυψέλες;/ Στο πολύτιμο σκοτάδι του μυαλού σου;/ στη λέξη που με ακολουθεί στο στόμα;// – πού να ‘ναι οι μέλισσες;/ – αιχμάλωτες στην ελευθερία ([Κυψέλες], σ. 42)
Το σώμα παραμένει περίκλειστο, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να κλείσει μέσα του το Σύμπαν. Την ώρα που το σκοτάδι του γεμίζει μέλισσες. Το σώμα-κυψέλη. Που παλεύει να ενσωματώσει τον έρωτα και άλλα αισθήματα.
Ο κόσμος πορεύεται μέσ’ απ’ το σκοτάδι σ’ ένα διαφορετικό κι αναπόφευκτο/ φως καμωμένο από δέρμα// πρέπει να ξαπλώσω και να κοιμηθώ λιγάκι/ έμαθα στη ζωή περισσότερα απ’ το σκοτάδι/ παρά απ’ τους ανθρώπους/ το σκοτάδι με κάνει και θυμάμαι/ θυμάμαι, θυμάμαι κι αφηγούμαι ([Ο κόσμος μου – σκοτάδι], σ. 35)
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Εκεί αρχίζει η μνήμη», «Τόποι χωρίς αισθήματα», «Μερικοί άγιοι». Η κάθε ενότητα σηματοδοτεί ένα στάδιο στην ανίχνευση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου του ποιητικού υποκειμένου. Στην πρώτη ενότητα η εσωτερική καταβύθιση, η συνειδητοποίηση των κυψελών που ορίζουν τον κόσμο του και το πέταγμα των μελισσών. Στη δεύτερη ενότητα μια επώδυνη πορεία από τους τόπους χωρίς αισθήματα στα αισθήματα χωρίς τόπους, και στα αισθήματα που επιστρέφουν. Αλλά είναι ακόμη τόσο τρωτά και ευάλωτα, αφού είναι αισθήματα χωρίς δέρμα.
Εμφανίζονται συχνά ομάδες ποιημάτων με τον ίδιο τίτλο, που διαφοροποιούνται μόνο στην αρίθμηση, παράδειγμα «Παράδεισοι χωρίς αισθήματα-Ι», «Παράδεισοι χωρίς αισθήματα-ΙΙ», «Παράδεισοι χωρίς αισθήματα-ΙΙΙ». Οι τίτλοι σε αγκύλες, που σημαίνει τίτλοι ενδεικτικοί, που μπορούν να αντικατασταθούν από άλλους, από τον συγγραφέα, το ποιητικό υποκείμενο ή τους αναγνώστες, κυρίως από αυτούς, αφού κάθε αναγνώστης μπορεί να επιλέξει έναν τίτλο ανάλογα με την ανάγνωσή του, ίσως διαφορετικό κάθε φορά.
Η χρήση των παρενθέσεων σημαντική για την ανάγνωση των ποιημάτων. Πληροφορίες ή σκέψεις καθόλου δευτερεύουσες, απλώς σε άλλο ύφος, για να διαβαστούν ενδεχομένως με έναν διαφορετικό τόνο, με χαμήλωμα της φωνής. Οι παρενθέσεις ανοίγουν συχνά μια πόρτα στο σπίτι-κυψέλη, που επιτρέπει μια άλλη θέαση στο εσωτερικό, στο σώμα, στο μυαλό, στα αισθήματα.
Στην τρίτη ενότητα, με τον τίτλο «Μερικοί άγιοι», το ποιητικό υποκείμενο «συνομιλεί» με καλλιτεχνικές προσωπικότητες που προφανώς το έχουν επηρεάσει. Στην πραγματικότητα τους αφιερώνει τους εσωτερικούς του μονολόγους.
[…] τα πόδια ακόμα τρέχουν να προλάβουν το τρόλεϊ από το 1936/ μονάχη για μένα οπλοφορία ο διαλογιζόμενος Παρθενώνας/ και ένας μεσίστιος χορός// είμαι το πνεύμα στον άνθρωπο που φέρει το σώμα κάποιου Νιζίνσκι.
([Πρωινό με τον Βασλάβ Νιζίνσκι], σ. 85)
Το ύφος γίνεται λιγότερο κρυπτικό. Τρυφερότητα, διστακτικός λυρισμός, στοχασμός και εύθραυστη αμφιταλάντευση για τη ζωή μέσα στην κυψέλη ή έξω από αυτήν.
[…]διστάζει πολύ να επιστρέψει στους ανθρώπους/ απεχθάνεται τη βία// είναι νωρίς ακόμη μέσα στην κυψέλη// είναι νωρίς ακόμη μέσα στην κυψέλη ([Μετά], σ. 91)
Ο έρωτας διατρέχει δυνατά όλη τη συλλογή, παράλληλα με τη ματιά στον κόσμο, στο άτομο και στην ψυχή του.
Μου έγραψες ένα μήνυμα πως σίγουρα θα επέστρεφες στην κυψέλη, όμως σε ποια κυψέλη δεν είπες/ Στην κυψέλη ποιου σταθμού, ποιας πόλης, ποιας ηπείρου; ([Αγάπη μετά τα αισθήματα επιστρέφει-Ι], σ. 66)
Έρωτας που απολιθώνει αλλά και που ζωντανεύει με ένα άγγιγμα. Έρωτας που μπλέκεται με το σύμπαν και ενώνει το άτομο με τον κόσμο. Ενώνει το σκοτάδι με το καλοκαίρι και την άνοιξη. Όχι αδιάκοπα. Αποσπασματικά, όπως το σχήμα της κυψέλης που τη στεγάζει. Αποσπασματικά, όπως το σώμα που υπόκειται σε διαφορετικά αισθήματα και καταστάσεις. Ένας έρωτας που βγαίνει από το σώμα και την κυψέλη, ενώνεται με τόπους, με το σύμπαν και με τον χρόνο. Που αγγίζει το φως, αποκαλύπτοντας μια αμφίβολη αλήθεια.
λες πως, όταν φεύγουν οι πυγολαμπίδες, το σκοτάδι απαλύνει το βλέμμα σου και τότε με βλέπεις καθαρά να λούζομαι με υγρασία και χώμα δημιουργώντας ένα νέο δέρμα γύρω από το κορμί// λέω, όταν με αγγίζεις, τα χέρια σου σκιαγραφούν πάνω στον πηλό του σώματός μου γλιστερό δύσκαμπτο γκρι – τσιμέντο της πόλης που δύσκολα ανασαίνει
([Αισθήματα χωρίς δέρμα-ΙΙ], σ. 75)
Ο Γιώργος Αλισάνογλου, στο Σημείωμα της συλλογής του, επισημαίνει ότι, εκτός από τα ποιήματα που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά πριν από την έκδοση (πρώτες δημοσιεύσεις), υπάρχουν και άλλα τα οποία βρίσκονται εκτός συλλογής και άλλα που θα γραφούν/δημοσιευτούν αργότερα.
Επίσης, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι προτείνει soundtrack που μπορεί να συνοδεύουν την ανάγνωση των ποιημάτων, και στις τρεις ενότητες της συλλογής.
Η ποίηση ως ενότητα, διαχρονική μάλιστα. Η συνομιλία των ποιημάτων/ κειμένων με άλλα κείμενα/ποιήματα/ συλλογές του ίδιου του συγγραφέα. Αλλά και με τη διακειμενικότητα με άλλα είδη έκφρασης. Εφόσον η ποίηση Δεν είναι μια στατική τέχνη, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που μεταβάλλεται, μεταβάλλει, ερμηνεύει και δημιουργεί συνεχώς με νέους όρους τη γεωγραφία του χώρου και την ψυχολογία του χρόνου του γράφοντος και της κοινωνίας.
Έτσι κάνουν οι κάστορες/ Έτσι κάνουν οι μέλισσες/ Έτσι κάνουν οι άνθρωποι.
(Σημείωμα, σ. 95)
Λόγος πυκνός, σύνθετος, που δεν του αρκεί μία μόνον ανάγνωση. Και που ωστόσο ανοίγει το νόημά του, δεν το κρατά ερμητικά κλειστό. Με τις πολλαπλές ερμηνείες που πάντα επιδέχεται η ποίηση, πόσο μάλλον όταν ο ποιητικός λόγος είναι απαιτητικός. Γιατί αυτό είναι η ποίηση, όπως είπε ο ποιητής. Μια διαρκής αναζήτηση, σε βάθος και σε πλάτος, με σκάψιμο και με πέταγμα, των συντεταγμένων που ορίζουν την ύπαρξη και τα αισθήματα του ποιητικού υποκειμένου, του ποιητή, του αναγνώστη.