Scroll Top

Γωγώ Πονηράκου, «Έξζιτ» – Παρουσίαση από την Τζούλια Γκανάσου

   «Κανείς δεν θα σου εξηγήσει / σωστά /αυτό το κάψιμο / απόπειρα κάνω‧ / στο πλάτωμα κάτω / από τον λαιμό που / συγκρατούν οι κλείδες / πολλές πυρωμένες καρφίτσες / ασήμια, στοχαστικά / τοποθετημένα / μπηγμένοι πάσσαλοι σε / αφράτο χώμα‧ / έτσι στέκεται / ο πόνος, ρέει σαν / καυτός μαζί με / ταραχή και ταχυκαρδία.»
   Η πρώτη ποιητική συλλογή της Γωγώς Πονηράκου συγκροτείται από εικόνες και λέξεις καμωμένες από σώμα, συναισθήματα και συλλογισμούς σμιλεμένους σε ένα επίπονο πλέγμα. Η απώλεια προσώπων και πόθων είναι ο κύριος μοχλός στην προβληματική που κυριαρχεί σε όλα τα ποιήματα συνδέοντας τον εκτοπισμό και τον επαναπατρισμό σε έναν χώρο τόσο ειλικρινά προσωπικό που γίνεται οικείος, κοινός αλλά όχι κοινότυπος, γνώριμος αλλά όχι εξαντλημένος. Στο «Έξζιτ» το ζητούμενο είναι μια έξοδος, μια διέξοδος προς την ευεργετική λήθη αλλά όχι τη λησμονιά, προς τη νέα εποχή ή τη λύτρωση μακριά από την παραπλάνηση αλλά κοντά στην ψευδαίσθηση της απεραντοσύνης του χρόνου που χαϊδεύει την ύπαρξη.
   «Τις πιο οριστικές αλήθειες / τις μοιράζομαι με ξένους, / γιατί / ευθύβολα μάτια και / θαρρετά αυτιά / Μετά μετανιώνω, / έγιναν αμέσως / δικοί μου / – Σαν / τους φόβους – / Αλλά, / για λίγο, / όσο έμοιαζαν ερευνητές, / που παρατηρούν / το άγνωστο πλάσμα, / μπόρεσα να πω / το ακριβές που είχα στο μυαλό μου / και να το φτύσω / στο κέντρο της παλάμης / σαν μπουκιά που μου / κάθησε / στον λαιμό.»
   Αυτό είναι το πρώτο ποίημα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης. Και σκάβει βαθιά. Είναι μια εξομολόγηση, όπως τιτλοφορείται. Μια ομολογία η οποία θέτει, με μεστό τρόπο, όλα τα θέματα που απασχολούν την ποιήτρια: την αναζήτηση της αλήθειας, τη μοναξιά της πορείας προς και από τους ανθρώπους, την εξουσία του σώματος, την εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια στις σχέσεις, την ενοχή, τον φόβο, το απρόσιτο της συνεύρεσης λόγων – τρόπων – ανθρώπων, την σημασία της έρευνας, της παρατήρησης και της αποτύπωσης, τα στοιχεία της ματαίωσης, της απώλειας, του πόνου, του τέλους. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Πονηράκου βάζει τα θεμέλια της συλλογής της με την «Εξομολόγηση» και ύστερα, χτίζει πάνω σε αυτή ένα οικοδόμημα που καθώς βαθαίνει, παραμένει στέρεο, οδυνηρό και συγχρόνως, απελευθερωτικό.
   «Η ιστορία της είναι κυρίως άγνωστη / εκτός από ένα μικρό καίριο κομμάτι: / μιλάει για τον εαυτό της σα να είναι αρσενικό: / «Είμαι άτρωτος, είμαι αταίριαστος» / και τι μπορεί να σημαίνει; / Μοναξιά και κάποια αλλοτρίωση ή / βαθιά, βαθιά συναίσθηση του εγώ; / Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει / Πάντως κάθε Δευτέρα ποτίζει τις γλάστρες και / ρίχνει πλούσιο λίπασμα / ύστερα δήθεν αναρωτιέται πώς και / μαραίνονται»
   Η αναζήτηση του εαυτού εμφανίζεται ως επαναλαμβανόμενο και καίριο αίτημα στην ποίηση της Πονηράκου. Αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο στήνεται ο λόγος της, πραγματοποιείται η επιλογή των λέξεων μέσα στην πένα της, μορφοποιείται η αποτύπωση των εικόνων μπροστά στα μάτια της και πίσω από τον φακό της. Στην ουσία, η Πονηράκου «φωτογραφίζει ποιήματα» κάνοντας συχνές αναφορές στην ανάγκη για ανατροπή, για επανάσταση, για ειρήνη, δικαιοσύνη, έρωτα, ελευθερία παρασύροντάς μας πέρα από το θάνατο, στην ουσία της ζωής.
«Πόσες ψυχούλες βάλατε / στο πιεστήριο; / Τι μεθόδους χρησιμοποιήσατε / και πόση πίεση ασκήθηκε; / Θέλω να πω, σαφώς, η δυσκολία / στην εκάστοτε ψυχή έγκειται / από πόσες τρίχες / την τραβήξατε για να ‘ρθει; / Τι πόνος μεσολάβησε / σαν άλλος αγγελιαφόρος / για να τεθούν κάτω / από τέτοιες δυνάμεις / τα μύχια; / Αν δεν έχετε απαντήσεις / δεν έχω καμία δουλειά εδώ. / Οι κάλπες στήνονται για / ευνόητους λόγους / όπως και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. / Η τρομοκρατική δημοκρατία σας / ξεχύνεται σαν βόθρος στην άσφαλτο / Πνίγομαι στο λίκνο που την ανατρέφει / Κι ο Παρθενώνας σαν να μου κλείνει / με χρησμό, το μάτι: / “Καιρός για επανάσταση” / ούριος άνεμος δεν θα φυσήξει ποτέ, / οι καναπέδες πρέπει να σαπίσουν, / το βάρος μας να στηριχτεί καλά / στα γόνατα. / Τόσες τα κατάφεραν πριν / από εμάς.»
   Στον κόσμο του «Έξζιτ», η γυναικεία εκδοχή και η μητρότητα είναι παρούσες ως καταλύτες, ως νήματα που διασφαλίζουν τη θέληση, την κίνηση, την πίστη, ως κύματα ομορφιάς. Στο ποιητικό σύμπαν της Πονηράκου, ο αναγνώστης αναμετράται με τις πιο μύχιες σκέψεις, με την οδύνη και την αδυναμία και εξέρχεται αναστατωμένος αλλά ευθυτενής, με μια αίσθηση ότι κάποιος αφουγκράζεται τους πιο άλαλους στοχασμούς του, τους πιο κρυφούς φόβους του και τους πιο απαγορευμένους πόθους του και τους συμμερίζεται βαθιά ανανεώνοντας την επιθυμία για αγώνα, για έρωτα, για την έκπληξη που καραδοκεί κάθε στιγμή ή όπως υπέροχα γράφει η ποιήτρια: «Αυτοί που θέλησαν / σταλιά τόλμη / δεν χρειάστηκαν

Γωγώ Πονηράκου, «Έξζιτ» / Εκδόσεις (poema.)