Scroll Top

Η «αρχιτεκτονική» σύλληψη της φθοράς στο «Ιπποστάσιο» του Κυριάκου Αναγιωτού – Παρουσίαση από την Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Μετά από δύο ποιητικές ιδιωτικές συλλογές («Ως άνεμος επακμάζων» 2012 και « Ανέστιος και Λιθοξόος» 2015) ο Κύπριος ποιητής Κυριάκος Αναγιωτός επιστρέφει στο ποιητικό γίγνεσθαι με την επίσης ιδιωτική έκδοση, την ποιητική συλλογή «Ιπποστάσιο», καταθέτοντας είκοσι ποιήματα, τέσσερα εκ των οποίων στην κυπριακή διάλεκτο, τα οποία συνοδεύει με το ανάλογο γλωσσάρι. Μία συλλογή στην οποία ο Αναγιωτός σμίγει την νεοελληνική κοινή με το τοπικό ιδίωμα, αξιοποιώντας την προσφορά της ελληνικής γλώσσας στην ιστορική και τοπική εξέλιξή της. Ποίηση ως επί το πλείστον αφηγηματική, αφού ο Αναγιωτός, και στα είκοσι ποιήματα της συλλογής, αφηγείται μία ιστορία με ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση των ρημάτων. Το παρόν του ποιητικού υποκειμένου, άρρηκτα συνδεδεμένο με το παρόν του τόπου του, εμβολιάζεται από τη μνήμη της τουρκικής εισβολής και το τραύμα του παρελθόντος. Διατρέχοντας τη συλλογή, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τον ποιητή ως μια ευαίσθητη και ευάλωτη ύπαρξη μέσα στη νομοτελειακή ροή του χρόνου, σε ένα νησί με πολυκύμαντη ιστορία, στο οποίο οι ανοικτές πληγές της εισβολής θα έλεγε κανείς ότι είναι σαν λεπίδες μισοφέγγαρες που γδέρνουν την καθημερινότητα των ανθρώπων του.

Είναι χαρακτηριστική η παρείσφρηση του «αρχιτέκτονα» Αναγιωτού στην ποιητική αυτή συλλογή, με λέξεις και εκφράσεις από τον οικείο επαγγελματικό του χώρο: Θεμελίωση, ανωδομή, διαβήτης, χάρακας, κέντρο, ακτίνα κλπ. Αρχιτεκτονική ματιά από τον πρώτο κιόλας στίχο: «Το σπίτι πήρε μιαν παράξενη κλίση», στίχος ο οποίος εισάγει τον αναγνώστη στην κεντρική ιδέα της συλλογής, τη φθοροποιό επίδραση του χρόνου, η οποία στη συνέχεια ευφάνταστα από τον ποιητή, μεταφέρεται σε χαρακτηριστικά αντικείμενα, τα οποία μεταλλάσσονται μέσα στην καταλυτική επίδραση των ημερών που παρέρχονται. Επιτομή της συλλογής θεωρώ ότι είναι το ποίημα «Η βαλίτσα», ένα ποίημα με έντονη υπαρξιακή φόρτιση και κινηματογραφικά στοιχεία. Ποίημα στο οποίο μία βαλίτσα, μέσα από το χρώμα που της προσδίδουν οι περιστάσεις, αναδεικνύει τα διάφορα στάδια του βίου.

«Με κόπο κουβαλώ τη μαύρη μου βαλίτσα./΄Οσο που την σηκώνω απ΄το δάπεδο. Την φορτώνομαι στους ώμους, στις ανωφέρειες/την σφίγγω παραμάσχαλα στις κατωφέρειες/τη σέρνω μες στις νεροποντές./Τα χρόνια που στοιβάχτηκαν/ο χρόνος που περισσεύει/την έκαναν ασήκωτη./Κι όμως/η μαύρη τούτη βαλίτσα είναι αυτή/η ακαζού βαλίτσα της μετανάστευσης/η σομόν των μετακομίσεων/η εκρού των περιπλανήσεων/η ιβουάρ των εκδρομών./Είναι η ίδια λευκή βαλίτσα/με τα βαφτιστικά και τα κουφέτα.»

Έτσι, λοιπόν, μέσα από αναπροσαρμογές χρωμάτων, σε μία φθίνουσα φυσική υπόσταση καθώς, όπως ο ποιητής ειλικρινώς ομολογεί, «Επικίνδυνα ολισθαίνουν/οι τεκτονικές μου πλάκες» ( Ποίημα: Γραφική απόπειρα) ο Αναγιωτός κηρύσσει «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» και εκτόνωση των όσων βιώνει και αισθάνεται μέσω της ποίησης, καταφύγιο που, κατά τον Καρυωτάκη φθονούμε: «στο σώμα στην ενθύμηση, πονούμε/κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε». Αντίστοιχα ο Αναγιωτός δηλώνει: «Επιστρατεύω σώματα επίλεκτων λέξεων/επιτάσσω ίλες λέξεων σωσιβίων/λέξεις ριψοκίνδυνες αναλαμβάνουν δράση

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στο πρώτο ποίημα, που δίνει και το όνομα στη συλλογή. Ο ποιητής δεν μετακομίζει σε άλλο σπίτι αλλά σε ιπποστάσιο, μια και αυτό που ποιητικά πρέπει να στεγαστεί είναι το γενναίο βλέμμα του πρώτου του αλόγου, ο λευκός καλπασμός του δεύτερου και η κρύπτη του τρίτου ξύλινου αλόγου, κάτι που διακειμενικά παραπέμπει στον Δούρειο ΄Ιππο της Ιλιάδας. Ο ποιητής, όμως, δεν ζητά μέσω μιας κρύπτης να κατακτήσει την Τροία, μιαν Ελένη, αλλά να δραπετεύσει από το δικό του καταθλιπτικό τείχος με την ποιητική του τέχνη, η οποία μπορεί να οικοδομεί ενάντια στην όποια έλλειψη της εποχής και του βίου.

Μία συνέχεια αυτής της προσέγγισης συναντά ο αναγνώστης στο τρίτο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Της Πεντάμορφης», όπου τη μέρα ο ποιητής έχει να δώσει τις μάχες της επιβίωσης: «Συρίγματα, κλαγγές, μπαταριές κι εκρήξεις αντηχούν γύρωθέ μου ακατάπαυστα.» Το βράδυ, όμως, οι στίχοι του Αναγιωτού βγαίνουν από το όρυγμα, πλυμένοι με ανθόνερο, καρτερώντας κατά την αυγή την Πεντάμορφη να φανεί, να ανακόψει προφανώς τους δρόμους και τους ορίζοντες που σύμφωνα με τον ποιητή στενεύουν. Να απαλύνει η ομορφιά των στίχων το γήρας που ο ποιητής αποστρέφεται ( Ποίημα: Το τσαμπί),να αναστείλει τα ξέφτια του χρόνου που καθώς κρέμονται αδιόρατα από την πολύχρονη συμβίωση, μπορούν να κατασπαράξουν αυτό που έχει απομείνει: «Εκείνο το ξέφτι στο στρίφωμα/της μεταξένιας σου νυκτικιάς/εκείνη η αδιόρατη κλωστή/που μου χάιδευε τα πέλματα /κι εγώ μακαρίως ονειρευόμουν/είχε σιδερένια δόντια./Αφού κατέφαγε τα λινά σεντόνια/τη ξύλινη κλίνη/και το τρεμάμενο φως των κεριών/μετά κατασπάραξε κι εμένα.»( Ποίημα: Η κλωστή)

Τα τέσσερα ποιήματα που είναι γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο αντανακλούν το ανεπούλωτο τραύμα της εισβολής. Τέσσερα ποιήματα σαν μικρές ιστορίες, ποιητική πρόζα με τη φόρτιση μιας διαλέκτου, η οποία ξετυλίγει από το χώμα τους νεκρούς, τα πολύτιμα αλλά και τα ματωμένα ενθύμιά της. Στη μητρική του γλώσσα, αυτή που αρχίζει κανείς να μιλά εξ απαλών ονύχων, μπορεί κανείς να εκφράσει πιο έντονα και δυναμικά τον κόσμο που η νόηση και το συναίσθημά του αντιλαμβάνονται. Η αυταξία του τοπικού ιδιώματος ως διαχρονική έκφραση των πόθων και καημών του λαού του νησιού, ως διά βίου επίδραση και απόδραση από τον κόσμο της σιωπής, αναδεικνύεται και αποδεικνύεται και στην περίπτωση του Αναγιωτού. Σε μια αντιστοιχία με το ποίημα « Ιπποστάσιο», όπου το σπίτι παίρνει την κλίση του, στο ποίημα « Το παραθύριν» η φθορά προσλαμβάνει την έννοια της απώλειας, αφού συνεχώς χάνονται αντικείμενα και υλικά από το σπίτι της αναφοράς, συμβολικά το χτίσμα της ζωής, πιθανολογώ, μέχρι που ο ποιητής απομένει με ένα θαμπό γυαλί παραθύρου, στο οποίο ακουμπά σφικτά, όπως κανείς θα ακουμπούσε στο τελευταίο βλέμμα για το ζωογόνο φως. Αξιοπρόσεκτο το ποίημα «φωνή που το χώμαν», γλωσσική και συναισθηματική θα έλεγα προέκταση του ποιήματος της συλλογής «Η κασέλα», στο οποίο ο νεκρός, πρώην αγνοούμενος του 1974, μεταφυσικά διαφεύγει από την εξόδιο ακολουθία, διεκδικώντας τη ζωή που δεν έζησε. Η «φωνή που το χώμαν»,κατάληξη της ταυτοποίησης οστών, μεταφέρει αυτή τη διεκδίκηση στη μνήμη και την επιμονή αυτών που τον αγάπησαν.

Είτε στη νεοελληνική κοινή είτε στο κυπριακό ιδίωμα η ποίηση του Αναγιωτού διατηρεί τον ιδιαίτερο εσωτερικό ρυθμό του ποιητικού του στοχασμού, δίνοντας στον αναγνώστη μια ποίηση με ειλικρίνεια και εξομολογητική διάθεση. Χαμηλόφωνα αλλά και εύφωνα,ο Αναγιωτός αναδεικνύει με τον δικό του τρόπο κοινούς υπαρξιακούς προβληματισμούς αλλά και ιδιαιτερότητες της ιστορίας του νησιού του, με μια ποιητική ελευθερία που παραπέμπει στις ρήσεις του Νίτσε, ελευθερία ως θέληση να είναι κανείς υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του.