Scroll Top

Η διαπλοκή του ατομικού με το συλλογικό στην ποίηση του Δημήτρη Τρωαδίτη – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη

    Η ποίηση του Δημήτρη Τρωαδίτη δεν εντάσσεται σε αυτό που ονομάζουμε ομογενειακή ποίηση, παρά το γεγονός ότι από τη δεκαετία του ’90 έχει εγκατασταθεί στην Αυστραλία. Η μεταναστευτική λογοτεχνία (στην οποία εντάσσεται και η ομογενειακή) απευθύνεται πρωτίστως στους ανθρώπους της εκεί φυλετικής ή γλωσσικής κοινότητας. Στα ποιοτικά της η μεταναστευτική ποίηση στοιχεία καθρεφτίζει την κοινωνία της χώρας φιλοξενίας, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μετανάστης ή ο πρόσφυγας τις σχέσεις του με τις άλλες κοινότητες και φυσικά τη χώρα διαμονής ως κοινωνικοπολιτική ολότητα. Το ίδιο βέβαια συναντάμε και στη λογοτεχνία άλλων φυλών, όπως στην ισπανόφωνη βορειοαμερικανική λογοτεχνία, στη νέγρικη κ.ά.τ. Η ποίηση του Τρωαδίτη απευθύνεται στη μητρόπολη. Γράφεται για να διαβαστεί στην Ελλάδα, μιλά για την Ελλάδα διατηρώντας ένα γενικό/οικουμενικό περίβλημα. Παρά τα στοιχεία μνήμης ή οικουμενικής ανταπόκρισης, το εν δυνάμει κοινό της είναι το ελλαδικό, παρά το γεγονός ότι ενσωματώνονται και ζητήματα που βιώνουν και ομογενείς σε άλλες χώρες (εδώ στις νότιες εσχατιές, ξέχασα τη μάνα μου).
Η νέα του ποιητική συλλογή («λοξές ματιές», στοχαστής 2018) προκύπτει από τις σεισμικές δονήσεις που διαμορφώνει η επαφή του ρυθμού με τη βεβαιότητα του λόγου στις ρωγμές των συναισθημάτων, σε ένα κοινωνιοϋπαρξιακό πλαίσιο με πολιτικές αναφορές. Και ενώ ο ποιητής είναι ένα ενεργό πολιτικό πρόσωπο, δεν αφήνει τη στιχουργική του να φτάσει στην πολιτική φλυαρία. Αποφεύγει την πολιτική ρητορεία, προσανατολιζόμενος στην καλλιτεχνική έκφραση, δίχως αυτό να λειτουργεί σε βάρος της κοινωνικής αγωνίας και των πολιτικών αναζητήσεων.
Ο Τρωαδίτης πειραματίζεται με τις γλωσσικές συσχετίσεις και διατυπώσεις σε μια συνδυαστική και ευφάνταστη δοκιμή πάνω στη γλώσσα. Υιοθετεί ένα αφηγηματικό ύφος με έντονα πεζολογικά χαρακτηριστικά που δροσίζονται με μία αίσθηση στοχασμού, η οποία προκύπτει από την εικαστική και την ελεγχόμενη χρήση της ανοικείωσης (δεν υπάρχει φως στα μάτια). Στη ρητορική του ξεχωρίζουν οι επαναλήψεις (οι πρόγονοί μου, ριγούμε, το παρόν, ο κόσμος μας, μέρες, ο χρόνος, καθήκον) και οι παρηχήσεις (υάκινθοι και μικροί ήλιοι). Η μικρή φόρμα (ταραγμένες ώρες, πέντε πρωινά, τέσσερα χαϊκού, εξορία, με γκάζια ανάπλερα, αφομοίωση, εκτός κι εναλλάξ) εντείνει τη στοχαστική διάθεση με τη βραχυλογική διάστασή της ως αποτύπωση της στιγμής και βοηθά στη συναισθηματική ένταση.
Στη στιχουργική του ξεχωρίζει η χρήση της ήπιας αλογίας. Αξιοποιεί το άλογο στοιχείο ενσωματώνοντας την εικαστική του δύναμη αναδεικνύοντας το στοχαστικό υλικό (οι πρόγονοί μου, στον ρου της ιστορίας). Για τον Γιώργο Αράγη η ποίηση, ως λόγος του μέσα μας άρρητου, έχει να κάνει με την άλογη διάσταση του ανθρώπου. Ποίηση χωρίς αναφορά στο άλογο στοιχείο δύσκολα μπορεί να υπάρξει, ούτε ποίηση απόλυτα λογική δύσκολα. Με κονίαμα τη συνειρμικότητα ο Τρωαδίτης δημιουργεί ξεχωριστές πρωτότυπες μεταφορές εκφράζοντας με την ποιητική μεταγλώσσα συναισθήματα και αγωνίες (τα κρύα μας ήρθαν και φέτος, το τίμημα είναι πολυσχιδές, ίσως, το παρελθόν είναι ένα ύφασμα ). Η αλογία δεν χάνει τη λειτουργική της θέση μέσα στον στίχο. Ο πλούτος κρύβεται στον δυναμισμό των ίδιων των λέξεων, μέσα από τη θέση τους και τους συνδυασμούς τους θυμίζοντας τον Μίμη Σουλιώτη που έλεγε πως η ποίηση γράφεται με λέξεις τετριμμένες.
Ο Τρωαδίτης αξιοποιεί τη φαντασία, την ικανότητά του στον γλωσσικό χειρισμό. Η χρήση του άλογου στην ολιγόστιχη φόρμα διαμορφώνει μια αφαιρετική εικονοπλασία ιμπρεσιονιστικής υφής (τοις μετρητοίς, αφομοίωση, εκτός κι εναλλάξ, το άνυδρο). Το υπερρεαλιστικό κίνημα κληροδότησε στη μεταμοντέρνα ποίηση την αγάπη για την εικόνα και στην περίπτωση του Τρωαδίτη αποτελεί βασικό συστατικό του ποιητικού λυρισμού. Οι μεταφορές εντείνουν το συναισθηματικό έδαφος του ποιήματοςκατασκευάζοντας εικόνες μέσα από ετερόκλητες παραστάσεις, μετωνυμίες ονομάτων, και αλληγορίες (εδώ στις νότιες εσχατιές, τέσσερα χαϊκού). Η μεταφορά, στην οποία συχνά ακροβατεί η εικόνα, λειτουργεί ως ένα προσωπείο της γλώσσας που εκφράζει τη βαθύτερη αναζήτηση του δημιουργού σε έναν κόσμο παράλογο, γεμάτο εικόνες που πληγώνουν. Είναι η σκευή του στην ποιητική σκηνή διατηρώντας τη δραματικότητα της μίμησης στο φανταστικό, εκείνο το εξωλογικό στοιχείο που συντίθεται σε εικόνα, σε κάτι αντιληπτό με τις αισθήσεις χωρίς να απεμπολεί άλλες νοηματικές προεκτάσεις.
Ενσωματώνει κοινωνικά στιγμιότυπα σε μία ποιητική με έντονα υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Ο ποιητής λειτουργεί ως εκπρόσωπος μιας πολιτικής και κοινωνικής κουλτούρας εκθέτοντας αγωνίες και αναζητήσεις. Άλλωστε, όπως σημείωνε κι ο Goldman, υπάρχει μία αντιστοιχία ανάμεσα στην τέχνη και τη διανοητική δομή της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει ή την οποία εκφράζει ο συγγραφέας. Τείνει προς την ποίηση της κοινωνικής αγωνίας. Αποκαλύπτει τον βαθύ τον προβληματισμό του με στοχαστικές απολήξεις για την κίνηση της κοινωνίας και όσα την τραυματίζουν (πόλεμος, φτώχεια, φανατισμός, αντίδραση στη διαφορετικότητα κτλ).
Την έκφραση κοινωνικής αγωνίας υποστηρίζει και η συχνή χρήση του α’ πληθυντικού γραμματικού προσώπου. Με τη χρήση του συλλογικού υποκειμένου τα ποιήματα απομακρύνονται από το ατομικό και ενσωματώνουν ερμηνευτικά τον αναγνώστη/ακροατή στον ποιητικό προβληματισμό (εδώ στις νότιες εσχατιές, προς λοξομανείς, ίσως, όλοι αποστρέφουν το βλέμμα, το παρελθόν είναι ένα ύφασμα, τροπάριο για ηδονοβλεψίες πολιτικούς, τα κρύα μας ήρθαν και φέτος, το άνυδρο, ριγούμε, ο κόσμος μας, μέρες). Ακόμα και η πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή αποτελεί ένα προσωπείο του ποιητικού αφηγητή για να εκφράσει το οικουμενικό (οι πρόγονοί μου, υποθήκες, στα κρεματόρια του υπεδάφους, ξέχασα τη μάνα μου). Από την άλλη, το β΄ ενικό προσφέρει μία θεατρικότητα, σαν να συζητά το ποιητικό υποκείμενο με έναν βουβό υποκριτή (τέσσερα χαϊκού, τοις μετρητοίς, εκτός κι εναλλάξ, η μνήμη βρέχει).
Το κοινωνικό στοιχείο εισάγεται με αβίαστα, ως στιγμιότυπο το οποίο γεννά τον προβληματισμό για το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν (το τίμημα είναι πολυσχιδές, όλοι αποστρέφουν το βλέμμα, με γκάζια ανάπλερα). Συνδέει το κοινωνικό στιγμιότυπο με την πολιτική αγωνία μέσα σε ένα υπαρξιακό πλαίσιο (στα κρεματόρια του υπεδάφους, τα κρύα μας ήρθαν και φέτος, δεν υπάρχει φως στα μάτια, το ρίγος των κτερισμάτων). Χαμηλών τόνων πολιτικά σχόλια εκθέτουν την αγωνία του ποιητή για την πορεία της κοινωνίας σε μία διαπλοκή του ατομικού με το συλλογικό (τροπάριο για ηδονοβλεψίες πολιτικούς), με έναν υπόκωφο πολιτικό υπαινιγμό (με γκάζια ανάπλερα) συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν. Ο χρόνος, άλλωστε κατέχει σημαντική θέση στην ποιητική του, είτε σε έναν κοινωνικό προσανατολισμό, διατηρώντας την ήπια αλογία (το παρόν, ο κόσμος μας), είτε σε ένα υπαρξιακό στοχαστικό περιεχόμενο (ο χρόνος). Αγωνιά για το μέλλον, φέρνοντάς το σε μια διαλεκτική σχέση με το παρελθόν (υποθήκες). Και μέσα στην θεματική πολυκεντρικότητα συχνά το κοινωνικό συνδέεται με τη μνήμη (ξέχασα τη μάνα μου) ή τον θάνατο (τοις μετρητοίς, το ρίγος των κτερισμάτων).