Η ποιητική συλλογή του Αντώνη Μπαλασόπουλου, «λευκό στο λευκό» (ενύπνιο, 2021), έρχεται να μας θυμίσει τη φιλοσοφική συνείδηση της ποίησης, σε μια εποχή που διαρκώς μεταβάλλεται παρασέρνοντας μορφές και σχέσεις. Από τότε που ο Σωκράτης κι ο Πλάτων εξόρισαν τους ποιητές από την ιδανική Πολιτεία, η δυτική σκέψη επέμεινε σε μια αυστηρή οριοθέτηση μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης. Ο William Marx ([2015] 2018:35-42) συνδέει την “εξορία” των ποιητών από την πλατωνική Πολιτεία τόσο με την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος όσο και με τη “μάχη” για το ποιος κατέχει την αλήθεια: ο φιλόσοφος ή ο ποιητής; Η ποίηση διέθετε μια δύναμη πολιτική και ταυτόχρονα μια εκπαιδευτική αρετή. Ο Αριστοτέλης έβρισκε ομοιότητες μεταξύ ποίησης και ηθικής. Θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι οι τραγικές ανατροπές δεν είναι μόνο συναισθηματικά και αισθητικά ισχυρές, αλλά μπορούν να διαφωτίσουν και ηθικά. Αν και έκρινε την ποίηση υποδεέστερη από τη φιλοσοφία, αναγνώριζε την αξία της. Σταδιακά όμως η “εξουσία” των αρχαϊκών ποιητών πέρασε στους φιλοσόφους, παρά το γεγονός ότι η φιλοσοφία έχει επηρεαστεί από την ποίηση, από την αρχή της.
Αν και ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Dilthey και ο Nietzsche, υμνούν τη σοφία των ποιητών και βλέπουν την ποίηση και τη φιλοσοφία ως αμοιβαία επωφελείς αναζητήσεις, οι περισσότεροι φιλόσοφοι και θεωρητικοί δυσανασχετούν, μειώνουν ή εξαλείφουν τη σημασία της ποίησης στη φιλοσοφία και τη θεωρία (Trapanier, 2017). Για τον Alain Badiou, «ο αιώνας των ποιητών έχει παρέλθει», η Ποίηση έχει ολοκληρώσει τον σκοπό της να συλλάβει το είναι. Για τον Γιώργο Σαραντάρη (2001:107), με αυτόνομα ποιητικά, δοκιμιακά και φιλοσοφικά έργα, «άλλη η γλώσσα της φιλοσοφίας, άλλη εκείνη της ποίησης […] κι ας νιώσει όποιος μπορεί με όποιον τρόπο μπορεί την αλήθεια του ανθρώπου». Η ποίηση του Σαραντάρη, βέβαια, παραμένει βαθιά φιλοσοφική, αν και δεν χρησιμοποιεί τα εργαλεία της Φιλοσοφίας, τις έννοιες και τη φιλοσοφική συλλογιστική πορεία. Κατά την Anna Christina Ribeiro (2009) το γεγονός ότι πολλά από τα άρθρα του JAAC για τη λογοτεχνία γράφτηκαν από μη φιλοσόφους, δείχνει μία έλλειψη ενδιαφέροντος των φιλοσόφων για την ποίηση, σε αντίθεση με τους θεμελιωτές της Αισθητικής που την τοποθετούσαν σε τη κορυφή των τεχνών (Kant, Hegel, Schopenhauer).
Κι όμως βλέπουμε ποιητές των καιρών μας, όπως ο Αντώνης Μπαλασόπουλος, σε μια εποχή “γλωσσικού θορύβου”, να συνδιαλέγονται με τη φιλοσοφία θέτοντας υπό μια αισθητική γωνία τις ρητές και άρρητες σχέσεις των δύο κλάδων του λόγου και σε μια νέα σχέση, όσο κι αν το «στοχάζεσθαι δεν ισοδυναμεί με το φιλοσοφείν», γιατί «όποιες κι αν είναι οι συγγένειες ανάμεσα στην ποίηση και τη φιλοσοφία, είναι ακριβώς αυτό το ανάμεσα που τις διακρίνει και τις χωρίζει» (Deguy, 2014:7). Στόχος της ποίησης δεν είναι μόνο να φιλοσοφήσει, αλλά και να ψυχαγωγήσει, να γεννήσει έναν έλεο κι έναν φόβον ή κάθαρσιν. Ταυτόχρονα όμως δεν παύει να αποτελεί έναν λόγο που πειραματίζεται με τη γλώσσα, κάτι που δεν πράττει -σε τέτοιο συνειδητό βαθμό- η Φιλοσοφία. Δεν είναι αναγκαία η παραγωγική διαδικασία για τον ποιητικό στοχασμό, αφού η δυναμική του κρύβεται στην αφαιρετική διάσταση της γλώσσας. Ο ποιητικός στοχασμός παράγεται στο πλαίσιο της γλώσσας, γιατί είναι η ποίηση είναι μία από τις γλώσσες του στοχασμού. Σε αντίθεση όμως με έναν φιλόσοφο, ο ποιητής γνωρίζει ότι η βαθιά ουσία των πραγμάτων δεν χωράει σε υπάρχουσες έννοιες και για αυτό αναζητά διαρκώς μια νέα γλώσσα για να την προσεγγίσει. Για τον Heidegger (Τζαβάρας, 2017:8) «το ποιητικό κείμενο δεν είναι αποτέλεσμα ψύχραιμης εφαρμογής κάποιας τεχνικής ή θεωρίας, αλλά διέπεται από ένα κρυφό πάθος γι’ αυτό επιζητά το αντίστοιχο πάθος του ερμηνευτή που θα το αναδείξει». Γιατί ακριβώς η ποίηση δεν αποτελεί κάτι συντελεσμένο, αλλά μία τέχνη που βρίσκεται υπό διαμόρφωση, διαρκώς σε κίνηση διαπραγμάτευση με την κοινωνία της εποχής της (Λαμπρόπουλος, 2018: 209-210).
Ο Μπαλασόπουλος στοχάζεται στον απόηχο του συμβιβασμού και της ήττας, των υποχωρήσεων και του κοινωνικού ενδιαφέροντος. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αφηγηματική. Η εικονοποιία του αναδεικνύεται μέσα από ένα δίκτυο διπόλων. Κινείται μεταξύ αφηρημένου και συγκεκριμένου, υποκειμενικού και αντικειμενικού, ατομικού και συλλογικού, άρνηση και κατάφασης, διαμορφώνοντας μία ρευστότητα που δένει αρμονικά με τη φόρμα και τον φιλοσοφικό αναστοχασμό. Οι εικόνες των συνθέσεων και η αφηγηματική ροή τους καθοδηγούν την αναγνωστική πρόσληψη και κατευθύνουν τον ακροατή σε στοχασμούς, που αποτελούν και την πρόθεση του ποιητή. Προσπαθώντας να αποφύγει κάθε αυθαίρετη ερμηνεία, το κείμενο είναι αυτό που κατευθύνει την ανάγνωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο δημιουργός παραδίδει ένα κλειστό κείμενο. Η εικονιστική πραγμάτευση του θέματος, με τις εξπρεσιονιστικές πινελιές, διατηρούν το κείμενο ανοιχτό.
Η εικόνα του Μπαλασοπούλου δεν δείχνει εκείνο που γνωρίζει ο αναγνώστης, αλλά εκείνο που μπορεί να αντιληφθεί. Πρόκειται για ένα παιχνίδι ανοικείωσης με τις μορφές και τις αφηρημένες έννοιες σε δράση. Η φωνητική (επειδή η ποίηση δεν παύει να είναι μία ακουστική τέχνη) και η σημειολογία του ποιητικού λόγου αναιρούν τον αυτοματισμό της εμπειρικής αντίληψης του αναγνώστη. Η αποαυτοματοποίηση αυτή της γλώσσας εντείνει την εντύπωση (impression), απομακρύνει το αντικείμενο από τον χώρο του αισθητού και το τοποθετεί σε ένα αφηρημένο πεδίο της αντίληψης, ως ένα σύνολο εμπειριών και στοχαστικών αγωνιών. Τα περισσότερα ποιήματα εκκινούν από μία σκέψη, ένα στοχασμό του ποιητικού αφηγητή, που γρήγορα μετατρέπεται σε μία διήγηση από την οποία ξεπηδά πλήθος εικόνων. Αφηρημένες μορφές μέσα στο εξπρεσιονιστικό κάδρο ερωτεύονται, πεθαίνουν και στοχάζονται. Οι ποιητικοί ήρωες του Μπαλασοπούλου (ακόμα και το συχνό α’ ενικό γραμματικό πρόσωπο) λειτουργούν ως σύμβολα, ώστε μέσα από το συγκεκριμένο να μιλήσει για το γενικό. Συχνά το δρων υποκείμενο είναι μία αφηρημένη έννοια, κάτι που ενισχύει το στοχαστικό υπόβαθρο της συλλογής. Η επιλογή αυτή επιτρέπει στον δημιουργό να πειραματιστεί με έννοιες και όρους από διάφορα επιστημονικά πεδία (μαθηματικά, ιστορία, φιλοσοφία, γλωσσικές επιστήμες), τις οποίες υποτάσσει στον φιλοσοφικό άξονα της προβληματικής του.
Στον ίδιο άξονα εντάσσεται η ποιητική περί ποίησης. Η αυτοαναφορικότητα αποτελεί μία μεταφυσική έκφανση του εγώ που αναζητά να μετουσιωθεί σε αριθμό. Η αναζήτηση των τρόπων ανάδειξης του λυρισμού αποτελεί μία μεταγλωσσική και συνάμα δοκιμιακής φύσης προσέγγιση της ποιητικές αλήθειας. Το ποίημα ως έλλογο ον στοχάζεται για το εγώ και το είναι του, αναζητώντας την ιδεολογική καταξίωσή του μέσα από την πολυφωνία των τρόπων του και την κλιμακούμενη πολυσημία. Ο Μπαλασόπουλος πειραματίζεται με τη μορφή και αναζητά μια νέα συμμετρία στον στίχο. Η καλοδουλεμένη στιχουργική ενσωματώνει τη ρυθμικότητα ενός εξπρεσιονιστικού λυρισμού. Είναι γεγονός ότι στη σύγχρονη ποίηση ο στιχουργός ρυθμός μοιάζει να παραμελείται προς όφελος του μηνύματος. Δεν είναι λίγοι οι ποιητές που αδιαφορούν για τη λειτουργική σχέση ρυθμού και περιεχομένου, εμμένοντας σε ά-ρυθμες φόρμες οπτικής απεικόνισης. Αντίθετα ο Μπαλασόπουλος στήνει τον στίχο του με οδηγό τον ρυθμό απαγγελίας, επιστρέφοντας στην προφορική διάσταση της ποίησης. Η συμμετρία του στίχου ακολουθεί τον λυρικό τρόπο, συντετριμμένη μπροστά στα πάθη του ανθρώπου και τις αγωνίες ενός ποιητή που φιλοσοφεί. Η συντριβή του στίχου αισθητοποιεί το ανθρώπινο δράμα.
Marx, W. ([2015] 2018). The hatred of literature. Cambridge: Harvard University Press.
Deguy, M. (2001). Ποίηση και στοχασμός. Ο. Τουτουντζή (μτφ). Ποίηση, 18 (σς. 7-12).
Trapanier, L. (2017). Poetry and Philosophy. Expositions 11(1). Pp.72–78.
Ribeiro, A. Ch. (2009). Toward a Philosophy of Poetry. Midwest Studies in Philosophy, XXXIII.
Σαραντάρης, Γ. (2001). Έργα 1 (Σ. Σκοπετέα, επιμ.). Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Τζαβάρας, Γ. (2017). Στοχασμός και ποίηση: Χάιντεγγερ και Χαίλντερλιν. Αθήνα: bookstars.
Λαμπρόπουλος, Β. (2018). Επίμετρο. Η ποίηση ως διαρκές γίγνεσθαι. Στο Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα. Θεσσαλονίκη: φρμκ.