Scroll Top

H λογοτεχνία εισχωρεί στην ψυχή των προσώπων, “Πότε διάβολος πότε άγγελος” Kώστας Ακρίβος – Παρουσίαση από την Διώνη Δημητριάδου

Πρόκληση συνιστά για τη συγγραφική έμπνευση η εισχώρηση στα πεδία της ιστορίας. Κι αυτό όχι γιατί η λογοτεχνία φιλοδοξεί να υποκαταστήσει την ιστορική επιστήμη, αλλά γιατί συμπληρώνει την εικόνα που η επιστημονική έρευνα καταθέτει. Η ικανότητα της λογοτεχνίας να προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα, και ενίοτε να επιχειρεί (με τον δικό της τρόπο) την ερμηνεία τους, την καθιστά συνοδοιπόρο της ιστορίας κατά μία απολύτως ιδιότυπη σχέση μαζί της. Κι αυτό γιατί δεν ενδιαφέρεται μόνο για τους πρωταγωνιστές κυρίαρχους των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, αλλά μπορεί να δει κάτω από την επιφάνεια των επώνυμων αναφορών και να ανιχνεύσει τις προσωπικές ιστορίες, τη ζωή και συμμετοχή αυτών που ώθησαν το όχημα της ιστορίας (άχθος βαρύ) και που περιέρχονται στην πλήρη αφάνεια ή συλλήβδην σχολιάζονται ως λαός. Ενδεχομένως μια τέτοια οπτική πάνω στα γεγονότα να έχει περισσότερη αξία απ’ ό,τι η καταγεγραμμένη ιστορία ή η επίσημη εκδοχή της που διδάσκεται στα σχολεία χτίζοντας την εθνική συνείδηση (εκδοχή τρωτή με μερίδιο ευθύνης για την κακοδαιμονίας μας ως λαού). Αλλά και όταν στρέφει το ενδιαφέρον της στους επώνυμους, επιχειρεί περισσότερο να δει κάτω από την κοινά αποδεκτή εικόνα τους, η οποία συχνά είναι διανθισμένη με «εθνικά ψεύδη». Η μεγάλη αφήγηση, εν προκειμένω το μυθιστόρημα, είναι μια συγγραφική φόρμα πρόσφορη για να δοθεί η άλλη οπτική, λόγω εισχώρησης της αφηγημένης ιστορίας σε βάθος χρόνου αλλά και λόγω της ευκαιρίας που δίνεται στον συγγραφέα να φθάσει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων του. Κάπως έτσι όμως η μυθοπλασία έρχεται με τις δικές της ιστορίες συνεργός στη δημιουργία της άλλης Ιστορίας, όχι στην επίσημη εκδοχή της αλλά στην πιο ενδιαφέρουσα, αυτήν που μπορεί και απομονώνει τις αληθινές διαστάσεις ενός δράματος. Η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει πιο καθαρά, γιατί εισχωρεί στην ψυχή των ανθρώπων, βουτάει ο λόγος στη σκέψη τους και ο καλός γραφιάς ξέρει να την απλώσει όμορφα στο κείμενό του.
Ο Κώστας Ακρίβος ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία, έχοντας δείξει ως σήμερα τις αρετές της γραφής του στην επινοημένη μυθοπλασία και στην ανάμειξή της με στοιχεία προσωπικής ζωής. Στο τελευταίο του πόνημα (μυθιστόρημα κατά την έκδοση, χωρίς ωστόσο να είναι ακριβώς τέτοιο) έχει ως θέμα τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ευφυώς μοιράζοντας την αφήγηση τόσο σ’ αυτή την εμβληματική, ηγετική προσωπικότητα του Αγώνα, όσο και στο πρόσωπο του Μήτρου Αγραφιώτη, που βρέθηκε δίπλα στον Καπετάνιο ως συμπολεμιστής, στενός συνεργάτης (κρατούσε το ταμείο του), πιστός σύντροφος εν τέλει. Ο Αγραφιώτης δεν είναι για τον συγγραφέα απλώς μία από τις ευκαιρίες που έχει για να συμπληρώσει τη μορφή του Καραϊσκάκη εστιάζοντας στους αγωνιστές που κινήθηκαν στη σκιά του αφήνοντας έτσι για το πρόσωπό τους λιγοστές πληροφορίες. Περισσότερο επιθυμεί να προσεγγίσει τον δικό του πρόγονο (ο Αγραφιώτης είναι προπάππους του από τη μεριά της μητέρας του) ερευνώντας παράλληλα τη σχέση του με τον ένδοξο Καπετάνιο του αγώνα – μια σχέση που αφήνεται στην αναγνωστική πρόσληψη μέσα από λεπτούς υπαινιγμούς και ίχνη που σκόπιμα σκορπίζονται στην αφήγηση. Τα ιστορικά γεγονότα χρειάζονται τα επινοημένα στοιχεία, ώστε να ξετυλιχθεί το κουβάρι της πλοκής και να συνδεθούν τα ντοκουμέντα της ζωής του Καραϊσκάκη και της ζωής του Αγραφιώτη· και όλα αυτά μέσα σε μια ιστορία που στέκει ακριβώς στο μέσον, ένα ισομοίρασμα ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια και στη μυθοπλασία, και μάλιστα σε ένα πεζογράφημα που δεν συνιστά μόνο ιστορικό μυθιστόρημα ή έστω μυθιστορηματική βιογραφία, αλλά ούτε φυσικά και μυθιστόρημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Είναι η συγγραφική τέχνη με την καλοδουλεμένη γλώσσα, την κατάλληλη κάθε φορά, ιδίως όταν μιλούν τα ίδια τα πρόσωπα, που αποδίδει την απαιτούμενη αληθοφάνεια – πού σταματάει η ιστορία και πού αρχίζει η μυθοπλασία;
Ο Ακρίβος μελετά την προσωπικότητα του Καραϊσκάκη με κατανόηση και με αγάπη, κάτι καθόλου αυτονόητο αν σκεφθούμε τα αντιφατικά στοιχεία που μας δίνουν οι πληροφορίες για τη ζωή του. Έτσι ο τίτλος του βιβλίου Πότε διάβολος πότε άγγελος αποτυπώνει απολύτως τα δύο πρόσωπα με τα οποία τα ντοκουμέντα που έχουμε τον σκιαγραφούν. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραϊσκάκης κάποια στιγμή, κυρίως μετά το Μεσολόγγι, κάνει στροφή και σιγά σιγά αναδεικνύεται σε ηγετική φυσιογνωμία αφήνοντας έχθρες και αντιπαλότητες πίσω – ο Αγώνας απαιτεί και ο παλαιός Κλέφτης γίνεται Αγωνιστής και Καπετάνιος. Οι δύο αυτές πλευρές του καταφαίνονται στην αφήγηση, ώστε να φανούν οι εξωγενείς παράγοντες που καταλυτικά επιδρούν στην προσωπικότητα.
Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι και η παράθεση των στοιχείων εκείνων που αφήνουν να πέσει κάποιο φως στις συνθήκες του θανάτου του ήρωα, με το ερώτημα ποιος τον σκότωσε και, κυρίως, ποιος όπλισε το χέρι του, να κυριαρχεί. Ερώτημα στο οποίο η επίσημη ιστορική έρευνα δεν έχει δώσει ως τώρα επαρκείς εξηγήσεις. Ο Ακρίβος προσεγγίζει το θέμα του όχι ως ιστορικός ή ως ερευνητής αλλά ως λογοτέχνης μυθοπλάστης, γεγονός που τον καθιστά μέρος της αφηγημένης ιστορίας, ως σχολιαστή των γεγονότων με εύλογα ερωτήματα να προκύπτουν από τα κενά της επίσημης ιστορίας. Με αυτή την ιδιότητα στο τέλος του βιβλίου θα θέσει το ερώτημα τι θα συνέβαινε αν δεν είχε σκοτωθεί έτσι πρόωρα ο Καραϊσκάκης, ποια θα ήταν άραγε η έκβαση του Αγώνα και η τύχη της Ελλάδας. Τέτοιου είδους ερωτήματα η ιστορική επιστήμη ουδέποτε θέτει, καθόσον εκτός γεγονότων δεν υπάρχει ιστορία. Ωστόσο, είναι προνόμιο του συγγραφέα (αλλά και του αναγνώστη) να προχωρεί σε εικασίες πλάθοντας με τη φαντασία την πιθανή έκβαση των ιστορικών γεγονότων.
Ένα βιβλίο που γράφεται για να αποδώσει στα ιστορικά πρόσωπα όσα η επίσημη ιστορία ακόμη τους χρωστά; Ίσως μια απόπειρα προσωπικής ανίχνευσης της ρίζας που κρατάει από παλιά και ζητά τη συνειδητή αποδοχή της συνέχειας; Από κάθε άποψη, είτε το διαβάσουμε ως ιστορική αφήγηση είτε ως μυθοπλασία –ακόμη καλύτερα ως μια τόσο ξεχωριστή στην ιδιομορφία της μείξη των δύο με προσωπικές προεκτάσεις– πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που αποδίδει τις πραγματικές διαστάσεις προσώπων και καταστάσεων. Αρκεί να διαβάσει κανείς το κεφάλαιο που αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς («Να πιάσουν την Τροπολιτσά…», σ.71-75) για να κατανοήσει αυτό το τελευταίο. Γιατί πρέπει να μάθουμε να θεωρούμε εθνικό ό,τι αποτυπώνει την αλήθεια.

Αποσπάσματα:

   Λοιπόν. Ο καπετάνιος είναι όμορφος, όμορφος από ψυχής. Είναι όμορφος γιατί είναι αθώος. Και είναι αθώος γιατί δεν έχει επίγνωση αυτής της εσωτερικής ομορφιάς του. Ανήκει σ’ εκείνη τη δυσεύρετη κατηγορία ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πόσο ωραίοι είναι, πόσο σπάνιοι και ξεχωριστοί. (σ. 109)

   Ποια θα ήταν η συνέχεια του Αγώνα αν ζούσε ο Καραϊσκάκης κανείς δεν μπορεί να τα γνωρίζει. Σίγουρα, πάντως, θα είχε αποφευχθεί η σφαγή του Ανάλατου και πόδι Τούρκου δεν θα πατούσε ξανά στην Ακρόπολη και στην Αθήνα. Και ίσως η Ελλάδα να μη χρειαζόταν το Ναβαρίνο, να μην έβαφε τα χέρια της με το αίμα του Κυβερνήτη, να μην είχε ανάγκη τους κάθε λογής Βαυαρούς, η πορεία της να ‘ταν διαφορετική και να γλίτωνε από τα τόσα δεινά που σημάδεψαν τον απελεύθερο βίο της. Ίσως… (σ. 179-180)

Πότε διάβολος πότε άγγελος, Κώστας Ακρίβος/Εκδόσεις Μεταίχμιο