Όταν δύο άτομα, εκείνος και εκείνη, παγιδεύονται ο καθένας στην ερημιά του. Εκείνος στη νεκρική ερημιά του πλανήτη Άρη – ερευνητής σε διαστημικό σταθμό – εκείνη στη μοναξιά της γης – η αγαπημένη που μένει πίσω να τον περιμένει. Όταν ο ένας προσπαθεί να στηρίξει τον άλλο με μνήμες καθημερινές και λόγια βαθιά της αγάπης. Με τη μορφή των επιστολών που ανταλλάσσουν προχωράει το κείμενο, με μνήμες κι αισθήσεις από την κοινή τους ζωή, που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή τη διάθεση για ζωή και στη νέα συνθήκη.
Πρόκειται για την επιστολική νουβέλα Άρης, που υπογράφουν ο Μιχάλης Μακρόπουλος και η Ελένη Κοφτερού. Βελούδινη γραφή. Ικανή να περιγράψει και τις πιο δύσκολες στιγμές με απίστευτη ηρεμία. Η αποστασιοποίηση που προσδίδει μια βαθιά υποβλητική συγκίνηση. Χωρίς να επιζητεί το εύκολο συναίσθημα. Γραφή στοχασμού, που αποδίδει εξαιρετικά την έξω και έσω ερημία. Το ύφος οφείλεται στην πλαστική αφηγηματική δύναμη του Μακρόπουλου και στην τρυφερή, ποιητική γραφή της Κοφτερού.
Η δομή της νουβέλας είναι προσεγμένη. Η αφήγηση προχωρά χωρίς ερωτηματικά, χωρίς να αφήνει κενά, παρ’ όλη την ιδιαιτερότητα της περίστασης, ως το τέλος. Ιδιαιτερότητα και ως προς το επιστολικό είδος και ως προς τη δυσκολία της περιγραφής καταστάσεων και συναισθημάτων φανταστικών και πολύπλοκων. Ως προς την εξωτερική προσαρμογή στο περιβάλλον του πλανήτη και ως προς την εσωτερική προσαρμογή σε έναν άλλο κόσμο με διαφορετική ζωή – στην πραγματικότητα συγκοινωνούντα δοχεία οι προσαρμογές αυτές.
Το νερό παίζει σημαντικό ρόλο στις νουβέλες του Μακρόπουλου. Και στο Μαύρο νερό και στη Θάλασσα – το μαρτυρούν άλλωστε και οι τίτλοι. Και είναι στην παρούσα νουβέλα καταλυτικός ο ρόλος της θάλασσας, όπως και στην ομότιτλη. Όταν καλύπτει τα πάντα, εξαφανίζοντας και τη νέα ζωή που πήγε να εγκατασταθεί και να ενσωματωθεί εκεί, στον πλανήτη, παρείσακτη ίσως;
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πατέρας της γυναίκας αναφέρει τη θάλασσα με μια ιδιαίτερη λέξη, ως «κάλεσμα», από την παιδική της ηλικία:
Η θάλασσα είναι ξεκάθαρα η λέξη «κάλεσμα», μα εμείς, πριν προλάβουμε αυτή την παράξενη λέξη, είχαμε ήδη βυθιστεί σε άλλες νερένιες λέξεις και εικόνες. (σ. 33-34)
Την ίδια λέξη, κάλεσμα, χρησιμοποιεί ο ερευνητής για τη θάλασσα, την ώρα που το νερό σκεπάζει τα πάντα. Ένα κάλεσμα διφορούμενο, μια έξοδος μυστηριακή και οπωσδήποτε τραγική.
Έτσι, αυτό θα ‘ναι το τελευταίο μου μήνυμα, Ελένη. Κοίταξα έξω από το θόλο και νερό σκέπαζε την άγονη πεδιάδα που ήταν βυθός πια. Η θάλασσα απλωνόταν ως την αυλόπορτά μας και μέχρι τα βουνά. Η θάλασσα είναι ξεκάθαρα η λέξη «κάλεσμα» – ποιος το ‘πε αυτό; Κάπου το ‘χω ακούσει, μα δεν θυμάμαι πού.(σ. 67)
Σε ένα πεζό κείμενο εκτιμώ πολύ την εμμονή στις λεπτομέρειες, απλές και μικρές, που ίσως μοιάζουν ασήμαντες, αλλά είναι σημαντικές με την έννοια ότι είναι εκείνες που δημιουργούν το ιδιαίτερο ύφος κάθε περιγραφής. Έχω αναφερθεί στην ικανότητα αυτή της Ιωάννας Καρυστιάνη, της Μαρίας Κουγιουμτζή, της Πόλυς Χατζημανωλάκη. Και στον Άρη παρατηρώ τη λειτουργία τέτοιων λεπτομερειών στην απόδοση της ατμόσφαιρας. Το απόσπασμα από τον διάλογο που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό:
[… ] Όμως διαβάζω αρκετά. Θυμάσαι εκείνο το βιβλίο με τα διηγήματα του Τσέχωφ; Στο τρίτο ράφι από κάτω, το πέμπτο βιβλίο από αριστερά. Αυτό που ήταν τσακισμένο στη ράχη και στις άκρες. Το διαβάζω ξανά τώρα, στην οθόνη μου. Θυμήθηκα που κάποτε, χειμώνα, είχα πιάσει πάλι το βιβλίο, κι όταν το άνοιξα, λίγη άμμος κύλησε από μέσα και σε μια σελίδα ένα ξεραμένο φύκι ήταν βαλμένο για σελιδοδείκτης.
Αγαπημένε μου,
Κρατώ στα χέρια μου τι βιβλίο με τα διηγήματα του Τσέχωφ. Ψηλαφώ τις σελίδες του μία προς μία καθώς σου γράφω, με την ελπίδα να αντιληφθώ ένα απειροελάχιστο τρίξιμο στην αφή, κάποιον κόκκο που δεν κύλησε εκείνο το χειμώνα και σκάλωσε ανάμεσα στις λέξεις, ή έστω ένα μικροσκοπικό φύκι που μετέτρεψες σε σελιδοδείκτη κάποιο καλοκαιρινό απομεσήμερο της νιότης σου. (σ. 17,18)
Το συγκεκριμένο βιβλίο με τα διηγήματα, στο οποίο γίνεται αναφορά, οι σελίδες, η άμμος, το φύκι σελιδοδείκτης, μέσα από την οπτική και των δύο προσώπων, πυροδοτούν μνήμες για περασμένα καλοκαίρια και χειμώνες, και αφήνουν να αναδυθούν τα αισθήματα με όλη τους τη δύναμη. Δεν γνωρίζω αν άλλου είδους περιγραφή θα απέδιδε καλύτερα τον πόνο της στέρησης και την απώλεια.
Αξίζει να επισημανθεί ότι στη διαμόρφωση του ύφους της νουβέλας συντελεί ο τρόπος που λειτουργούν τα ζεύγη σιωπή-φωνή και απουσία-παρουσία.
Η γυναίκα αισθάνεται την παρουσία του μέσα στη σιωπή της απουσίας. Που γεννά έντονες τις μνήμες και τις εικόνες του. Το ίδιο και ο άντρας. Στον σιωπηλό και αφιλόξενο Άρη αισθάνεται τη μορφή της να τον συντροφεύει. Και η φωνή της στα ηχητικά μηνύματα είναι το νήμα για να κρατηθεί. Περισσότερο ακόμη, η «φωνή» των γραπτών μηνυμάτων της, φωνή και σιωπή μαζί. Η ομιλούσα σιωπή και η παρουσία μέσα στην απουσία, έστω και σε επίπεδο ψευδαίσθησης, είναι μια στοχαστική υπόκρουση στη νουβέλα. Η διερεύνηση των ορίων ανάμεσα στις έννοιες αποδεικνύει τα όρια ασαφή και τις έννοιες να εισχωρούν τη μία μέσα στην άλλη, δίνοντας αυτή την ιδιαίτερη αίσθηση της ποιότητας στην ανθρώπινη επικοινωνία, και τη βαθύτερη ουσία του έρωτα.
Και βέβαια, κεντρικό ρόλο στον προβληματισμό που αναδύεται από τις σελίδες του βιβλίου αποτελεί η έννοια της μνήμης, οι μνήμες. Βοηθούν οι μνήμες την προσαρμογή σε μια νέα κατάσταση ή την εμποδίζουν; Μήπως χωρίς μνήμες το άτομο μπορεί να προσαρμοστεί ευκολότερα, χωρίς τα «βαρίδια» από ανθρώπους και αντικείμενα που άφησε πίσω του; Ή μήπως θα είναι ένα άτομο χωρίς πρόσωπο, χωρίς συναίσθημα και, άρα, χωρίς ζωή; Σε τέτοια ζητήματα δεν υπάρχει εύκολη απάντηση.
Στη βάση αυτή της μνήμης που είναι ικανή να δημιουργήσει μια φανταστική πραγματικότητα βασίζεται και η λύση της ιστορίας. Προχωρώντας προς το τέλος, ο ερευνητής έχει επανειλημμένα την παραίσθηση ότι συναντά το σπίτι και τον κήπο της γης, εκεί στον έρημο πλανήτη. Όταν εκλείψουν όλες οι ελπίδες για σωτηρία του αγαπημένου, η γυναίκα δημιουργεί έναν κόσμο με τη φαντασία της, μια πραγματικότητα ψευδαίσθησης, και κλείνεται μέσα. Αρνείται να αποδεχτεί την άλλη πραγματικότητα και στην ουσία χάνεται μέσα στη διαφυγή της. Βρίσκω τη λύση-τέλος της νουβέλας ιδιαίτερα συγκινητική και δυνατή.
Έλειπα πολλές ώρες από το σπίτι. Ίσως και μέρες, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Σε περίμενα μπροστά στην έρημο μέχρι να φτάσει ως εμένα ο βυθός. Το μόνο που θυμάμαι καθαρά είναι οι πατημασιές. […]
Τις ξαναείδα φτάνοντας στον δικό μας κήπο. Έμοιαζαν με μικρά καλοσχηματισμένα λίκνα που οδηγούσαν αόρατα βρέφη πίσω στην αρχέγονη μήτρα. Δεν απόρησα, ήξερα πως θα τις δω. Ήταν σαν να με ακολούθησαν αυτές κι όχι εγώ/
Πριν μπω στο υπνοδωμάτιο, ήξερα πως με περίμενες.
(σ. 68)
Στη νουβέλα αυτή ο πλανήτης Άρης γίνεται σύμβολο μιας πραγματικότητας εσωτερικά και εξωτερικά δυστοπικής. Η αγάπη, με τη φωνή και τις μνήμες, προσπαθεί να δώσει τη λύση. Χωρίς αποτέλεσμα. Όταν οι ισορροπίες εξαρθρώνονται και επικοινωνία διαλύεται, ακόμα κι εκείνος που επιζεί από τον χαμό δραπετεύει σε μια άλλη πραγματικότητα, όπου η φωνή και η σιωπή, η παρουσία και η απουσία, το πραγματικό και το φανταστικό μπλέκουν αξεδιάλυτα. Η απόδραση από έναν τέτοιο κόσμο και οι όροι της αφήνονται για τη στοχαστική αναζήτηση του αναγνώστη.
* Μιχάλης Μακρόπουλος, Ελένη Κοφτερού, Άρης, εκδ. Κίχλη, 2021