Αν η ποίηση υποκύπτει συχνά στην αισθητική της αοριστίας και μοιάζει φυγή από το συγκεκριμένο, επειδή επιθυμεί να βρει μια νέα αρμονία του μυστικού εγώ με τον ξαναπλασμένο κόσμο, υπάρχει πάντα και η ποίηση που γράφεται με αφορμή ένα περιστατικό ή που αντιδρά σε ένα γεγονός, η ποίηση που προκύπτει υπό ορισμένες περιστάσεις: η περιστασιακή ποίηση. Αυτή την ποίηση αναλαμβάνει να εξετάσει σε ένα εξαιρετικό μελέτημα- δοκίμιο ο καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας Δημήτρης Καργιώτης, ανιχνεύοντας την ανάδυσή της και την πορεία προς τη διάκρισή της από την ποίηση που θεωρείται ότι προκύπτει ελευθέρως και σε καθεστώς αυτονομίας.
Η διερεύνηση της έννοιας της περιστασιακής ποίησης ωστόσο, δεν είναι απλή, όπως εκ πρώτης όψεως θα υπέθετε κανείς. Η σημασιολογική ρευστότητα του όρου, δεν μπορεί να εξαντληθεί στα όρια μιας περιγραφικής ή αξιολογικής κατηγορίας. Ο Δ. Καργιώτης, με επίγνωση της δυσκολίας αλλά και της αξίας του εγχειρήματος, παρακολουθώντας τη βαθμιαία εξέλιξη της περιστασιακής ποίησης ως ιδιαίτερης ιστορικής και θεωρητικής κατηγορίας του ποιητικού λόγου, δεν εξετάζει απλώς ζητήματα ορολογίας αλλά ανοίγει μια συζήτηση για θέματα ιστορίας, θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας, με τρόπο που οικοδομεί συγχρόνως, χωρίς υπερβολή, ένα σημαντικό εγχειρίδιο κλασικής παιδείας.
Υπάρχει μια τάση η οποία, στο όνομα της ποιητικής καθαρότητας, συχνά υποβαθμίζει την περιστασιακή ποίηση θεωρώντας πως η εν θερμώ γραφή δεν «διορθώνεται», όσο και αν επεξεργαστούμε τον ρυθμό και το λεξιλόγιο διότι η επιφανειακότητα της ταχύτητας και της συσσώρευσης δεν αίρονται. Η ενδελεχής διερεύνηση του Καργιώτη, καρπός τριακονταετούς ενασχόλησης με το συγκεκριμένο αντικείμενο, συναπτόμενη με καταστατικά ερωτήματα ποιητικής αλλά και με πολλών ειδών και τάξεων φιλολογικά ζητήματα, εξετάζει θέματα καίρια που αφορούν όχι απλώς αυτή την τάση, αλλά φωτίζουν αυτή καθαυτή τη γέννηση του ποιήματος: τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία αυτό δημιουργείται, τα εκτός κειμένου συμβάντα που αποτυπώνει, τις λειτουργίες που επιτελεί.
Είναι γνωστό βέβαια πως όσο πιο άμεση χρονικά είναι η απόκριση του ποιητή στο πραγματικό γεγονός, τόσο πιο εύκολα απαξιώνεται το εγχείρημά του ως… περιστασιακό, ως έλασσον, ως ατελής μετάβαση από το ατομικό στο καθολικό. Υποστηρίζουν έτσι κάποιοι ότι ο ποιητής καθορίζεται από τα πραγματολογικά δεδομένα αφού δεν συνθέτει σε καθεστώς ελευθερίας. Όμως πόσο «ελεύθερος» είναι ο δημιουργός; Οι μύθοι δεν έρχονται από θεία επιφοίτηση, είναι προϊόντα κοινωνικής επίδρασης. Ο μέγας Γκαίτε δεν δίστασε να πει πως «όλα μου τα ποιήματα είναι περιστασιακά, όλα αφορμώνται από την πραγματικότητα». Και ορθώς. Διότι το μυστήριο της λογοτεχνικής δημιουργίας δεν είναι το θέμα ή ο χρόνος αντίδρασης αλλά η μετάβαση από την ένταση του πρόσκαιρου και ατομικού στην ποιότητα του καθολικού και διαχρονικού.
Φευγαλέα ή επικαιρική, συμβάντος ή βιώματος, η περιστασιακή ποίηση είτε με την κοινωνική, είτε με την εθνική, είτε με την ατομική σφαίρα σχετίζεται, θέτει λοιπόν το ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην περίσταση που είναι αφορμή να γραφεί ένα ποίημα και την ποίηση που μνημειώνει την περίσταση. Η διάκριση αυτή, όπως καταδεικνύει ο Καργιώτης, είναι νεωτερικό φαινόμενο και συνδέεται άρρηκτα με την περίοδο που αρχίζει να αυτονομείται η λογοτεχνία. Γι’ αυτό και θα ήταν λάθος να δει κανείς την εργασία του αυτή ως στενά φιλολογική. Η κατανόηση του τι σημαίνει περιστασιακή ποίηση είναι απαραίτητο βήμα για την κατανόηση της λογοτεχνικής ζωής αλλά και της πνευματικής εξέλιξης. Ο Καργιώτης, συνδυάζοντας προσφυώς την μακρόθεν και την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση, με ένα δοκίμιο κι όχι μια αφυδατωμένη μελέτη, με υποδειγματική βιβλιογραφία ωστόσο για όποιον θέλει να εμβαθύνει στα ζητήματα που θίγονται, αναδεικνύει πολύτιμες όψεις της ελληνολατινικής μας κληρονομιάς.
Φτάνουμε έτσι στο κομβικό σημείο κατανόησης της περιστασιακής ποίησης, που βρίσκεται στον ύστερο μεσαίωνα, όταν μια νέα πολιτισμική συνθήκη σφραγίζει το οριστικό πέρασμα στον γραπτό λόγο και μετασχηματίζει διά παντός την πρόσληψη της λογοτεχνίας. Ωστόσο, πολύ σωστά, προηγείται η αναδρομή στις βάσεις της κλασικής παράδοσης, στην ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία, όταν η ποίηση μνημείωνε τις περιστάσεις, αναδείκνυε ταυτότητες, ενδυνάμωνε το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα, στη βάση της κοινής καταγωγής και του κοινού παρελθόντος, φωτίζοντας πώς οι απαρχές της ποίησης είναι συλλογικές/ κοινοτικές. Η αυτονόμηση του ποιητικού λόγου από την τελετουργικότητα και η απομάκρυνσή του από την ιστορία, ένδειξη τέλους της αρχαιότητας (όταν έχει πια ολοκληρωθεί μια πορεία απομάγευσης), περιγράφεται με ακρίβεια, όπως και η καινούργια συνθήκη της ποιητικής εμπειρίας, με τη σημασία της υλικότητας του γραπτού λόγου και του ιδιωτικού χώρου, συνθηκών κρίσιμων για τη συγκρότηση της έννοιας του συγγραφέα και του τελικού κειμένου.
Η ολοκλήρωση του παλαιού παραδείγματος και η εισαγωγή στο νέο, μετά την εποχή του «ιδεόπλαστου έρωτα» (η κατ’ εξοχήν περιστασιακή ποίηση τους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας), στοιχειοθετείται με παραδείγματα, όπως του μείζονος πρωτοπόρου της ars nova, του περίφημου Γκυγιώμ ντε Μασώ (14ος αιώνας), που με διαρκώς παρούσα τη συγγραφική του αυτοσυνειδησία, σηματοδοτεί τη γέννηση του συγγραφέα ο οποίος είναι πλέον η συνεκτική φωνή του κειμένου. Το κείμενο, η νέα συνθήκη της ησυχίας, η ιδιωτική ανάγνωση και η όραση που επιβάλλεται της ακοής και της ρητορείας, δεν αλλάζουν απλώς το νόημα και το περιεχόμενο του ποιητικού έργου. Αλλάζουν πλήρως το ποιητικό τοπίο. Να γιατί (θα πρόσθετα εγώ, αυθαιρετώντας ίσως πάνω σε όσα αναπτύσσει το βιβλίο), οι διάφορες θεατρικές απόπειρες «επιτέλεσης» όχι μόνο δεν είναι κάτι νέο αλλά αποτελούν πισωγύρισμα στην προνεωτερική κατάσταση, εν κενώ όμως αφού δεν υπάρχει πια η κοινωνία πίστεως που επέτρεπε στην ποίηση να έχει τελετουργικό ρόλο.
Στο δοκίμιο αυτό, τέλος, δεν σημειώνονται μόνο οι γραμματειακοί και πολιτισμικοί μετασχηματισμοί που οδήγησαν στην παγίωση του όρου λογοτεχνία, η σημασία των εθνικών γλωσσών και της τονικής και όχι ποσοτικής εκφοράς, αλλά και η νέα αντίληψη ποιητικότητας, πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η νεότερη μετρική. Αποδεικνύεται έτσι πως αληθινά μείζον είναι το ποίημα στο οποίο η πραγματικότητα συστήνεται μέσα από το κείμενο (και όχι όταν συστήνεται αυτό μέσα από την πραγματικότητα) και πως η ποίηση, πέρα από τα θέματα ή τη μορφή, κρίνεται κατά πόσον περιέχει τις τέσσερις κατά τον Καντ ιδιότητες του ωραίου: ανιδιοτέλεια, σκοπιμότητα χωρίς σκοπό, καθολικότητα, αναγκαιότητα. Διότι εν τέλει το στοίχημα της ποίησης δεν είναι η αφαίρεση ή η περίσταση αλλά η αναγωγή στην καθολική εμπειρία του ωραίου.
Αν ο Ίων ο Χίος συνέθεσε για τον θεό Καιρό έναν ύμνο και αν ο Λύσιππος έπλασε το άγαλμά του, ο Δ. Καργιώτης κατέδειξε με αυτό το δοκίμιο πως ο καιρός της ποίησης δεν κρίνεται εν τέλει από την περίσταση και τον αντικατοπτρισμό της αλλά από τη διαρκή σχηματοποίησή της, από την «αρπαγή» της ευκαιρίας. Μπορεί η ποίηση να έχασε, στη νεωτερική κοινωνία τον τελετουργικό της ρόλο, και να έγινε κι αυτή απλή αναπαράσταση της θλιβερής περίστασης του ατομικού ή του κοινωνικού βίου, ο αληθινός ποιητής ωστόσο δεν έχασε τη δυνατότητα να δημιουργεί την περίσταση και μάλιστα να την αναπαριστά, όχι μονάχα ως φάρμακο αλλά και ως λυτρωτική ενατένιση. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Αρκεί να βλέπει κανείς την ποίηση ως θεά και όχι ως υπηρέτρια.
* Δημήτρης Καργιώτης, Περιστασιακή ποίηση. Δοκίμιο για την ανάδυση μιας κατηγορίας. Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2021