Στη ροή της ζωής όλα μεταβάλλονται. Αυτό όμως που μεταβάλλεται πιο αθόρυβα και ύπουλα είναι η σχέση με τον χρόνο. Ο χρόνος στην πραγματική του διάσταση, ο χρόνος της παιδικής ηλικίας, ο χρόνος ο επινοημένος, ο συνεπτυγμένος και χαοτικός, ο ποιητικός χρόνος, ο χρόνος ο υπερπραγματικός κι ο χρόνος του ονείρου.
Η αναμονή ώστε κάτι θεαματικό κάτι σαν θαύμα να συμβεί, κάτι σαν έκλαμψη προφητική μέσα στην ανθρώπινη ερημιά- σηματοδοτεί από επιλογή μια κίνηση καθοριστική κι ένα καταφύγιο γαλήνης πέρα από τα πεδία συγκρούσεων, ανταγωνισμών, αντιπαραθέσεων, αντιπαλοτήτων, πέρα από τη συνήθη γρίνια, τη μιζέρια, τα παράπονα, αλλά και τις νέες απαιτήσεις και ταχύτητες που συνθλίβουν την ανθρώπινη ζωή.
Η Βικτωρία Καπλάνη στην πέμπτη ποιητική της συλλογή κηρύττει χαμηλόφωνα μια θαυμαστή επανεκκίνηση. Ένα είδος επαναφοράς -αφού έχουν κλείσει τα θέματα ανασκόπησης, επανεκτίμησης, σαν ξεκαθαρίσματα λογαριασμών- μια επανασυγκρότηση πεπραγμένων, μια ενατένιση σε οικοδομήματα και ερείπια, στήνει τα πράγματα σ’ ένα πλαίσιο λειτουργικό με ό,τι αξίζει κι ό,τι προσλαμβάνεται πλέον ως απολύτως σημαντικό. Το ποιητικό σώμα-φλοιός ντύνεται με νέους δακτυλίους οι οποίοι προσδίδουν στο δέντρο μεγαλύτερη ηλικία, αλλά και μεγαλύτερη σοφία, ευστάθεια, σταθερότητα και ισορροπία.
Ο τίτλος «Μεταίχμιο» είναι λιτός και σε κάθε περίπτωση υπαινικτικός. Μεταίχμιο σύμφωνα με τη δική μου πρόσληψη σημαίνει ότι αφίχθηκε η κατάλληλη στιγμή, το πλήρωμα του χρόνου, ένα σημείο καθοριστικό σε μια πορεία, σαν ένα σταυροδρόμι, μια γέφυρα, ένα σταθμό τρένου, ένα σημείο καμπής και μετάβασης, ένα σημείο κρίσιμο, ένα βήμα ανεπίστρεπτο, ένα πέρασμα σε μια αλλαγή, όμως χωρίς επιστροφή.
Η ποιήτρια σηματοδοτεί μέσω της ποιητικής μεταφοράς το ποιητικό μεταίχμιο της ζωής της με ένα αποτελεσματικό μοντάζ από συγκολλήσεις θραυσμάτων, ό,τι θυμάται, ό,τι ανακαλεί, ό,τι απομονώνει πετυχαίνοντας παράλληλες συνδέσεις ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το υπαρκτό και το ανύπαρκτο, το φυσικό και το μεταφυσικό. Η Καπλάνη που γράφει κατ’ εξοχήν στοχαστική ποίηση, διανθισμένη πάντα με εξπρεσιονιστικά στοιχεία, επιχειρώντας ν’ απομονώσει το νόημα και την ουσία μέσα σε έννοιες που την απασχολούν στέκεται στιβαρή εκεί που ανασαίνει η Ποίηση, συνενώνοντας πανανθρώπινες συνδέσεις σ’ έναν χάρτη ή κι ένα σύννεφο πανανθρώπινων συναισθημάτων όπου όλα και όλοι συνδέονται μεταξύ τους με αόρατες μεταξωτές κλωστές, σε ισότητες κι ανισότητες, στο μεγάλο σχέδιο της ζωής, με θραύσματα από λύπες, φόβους, έρωτες, θανάτους, μνήμες, χρόνους, χαρές και πόνους.
Μέσα από μια πύλη εξαγνισμού περνάει μέσα από αυτήν την συλλογή της η ποιήτρια, μπαίνοντας μεσήλικας και βγαίνοντας κοριτσάκι με έκδηλη την ανάγκη να κυλιστεί στην αθωότητα σαν σ’ ένα λιβάδι χαμομήλια, έχοντας πάντα κάτι δικό της να πει και να εξομολογηθεί, που δεν είναι ούτε δανεικό ούτε παραφθαρμένο κι αυτό κατά τη γνώμη μου κάνει την ποίησή της τόσο αξιοπρόσεκτη.
«ψιχάλισμα φωνών σκιών συναπαντήματα/ ένα παιδί βρήκε στο δρόμο ένα κλειδί/ σαν το ανίκητο γιατί/ χαράζει τη διαδρομή»
Η μεστότητα του συγκροτημένου ποιητικού λόγου και το βάθος του στοχασμού της Βικτωρίας Καπλάνη, με μια φωνή που τη χαρακτηρίζουν η ευσέβεια και η φυσική ευγένεια κι όχι η προσπάθεια κάποιου ματαιόδοξου φθηνού εντυπωσιασμού, αποκαλύπτουν το μεταιχμιακό σημείο όπου στέκεται η ποιήτρια, η οποία αφού κατέβηκε τον ποταμό, ανέβηκε προς την πηγή και στέκεται εκεί μπροστά της βλέποντας από την πηγή ν’ αναβλύζει ό,τι βαθιά επιθυμεί: Την ένωση με το θείο, την υπέρτατη ελευθερία, την πραγμάτωση του εαυτού, την αφύπνιση και την οριστική ευτυχία, όπως θα τις ήθελε ίσως ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός των θρησκειών Φρεντερίκ Λενουάρ.
Ό,τι ζει είναι ιερό, είχε γράψει κάποτε ο μεταφυσικός ποιητής και ζωγράφος Γουίλιαμ Μπλέικ, υπερασπίζοντας όλα τα μικρά και τα μεγάλα, τα ορατά και τα αόρατα που συνθέτουν το πρόσωπο του Θεού έχοντας ζήσει παθιασμένα το κομβικό σημείο του περάσματος από το εφήμερο στο αιώνιο, το σημείο όπου ένας ποιητής, μια ποιήτρια εν προκειμένω συνειδητοποιεί ότι στον χρόνο που απομένει επικεντρωνόμαστε στα αιώνια, που είναι οι σκέψεις, τα αισθήματα, οι ενοράσεις, η σμίλευση του πνεύματος και της ψυχής αφήνοντας πίσω μας τα εφήμερα, την ανάλωση σε ασήμαντες όσο και σε χθαμαλές ανθρώπινες ενέργειες που φθείρουν ανεπανόρθωτα την ψυχή και το πνεύμα και που μοιραία συνυπάρχουν στο τέλμα της ρουτίνας και στην ευτέλεια της κοινοτοπίας.
Παραθέτω αυτούσιο το ποίημα με τον τίτλο «Ο καλλιτέχνης» (σ. 48):
«Κορίτσι με το γαλάζιο φόρεμα/ έρχεται από μακρινούς καιρούς/ η σκιά του ακολουθεί βαθύ μελάνι/ δεν παίζει, δεν γελά, μάχεται με άδηλες εικόνες/ σε στάση αναμονής στο κέλυφος της ουτοπίας/ ή αν προτιμάτε στον τοίχο των θρήνων/ έξω ο φόβος μούλιασε απ’ τη δυνατή βροχή/ έγινε λάσπη πρώτη ύλη δημιουργίας. Θυμάται τον αφιονισμένο καλλιτέχνη/ βάζει φωτιά στα έργα του/ να φτάσει στο κέντρο της ψυχής/ στην έκσταση του χρώματος. Ακούγεται ο ήχος του σφυριού πάνω στην πέτρα/ κάπου ένας δημιουργός σμιλεύει/ θαύματα της μυστικής ζωής/ που δεν κοινωνούνται.»
Κάπου εδώ το τρένο σφυρίζει, η πραγματικότητα μέσα σε καπνούς διαλύεται, αφήνοντας το ένα και μοναδικό ίχνος ζωής στην ποιήτρια για ν’ ακολουθήσει. Γράφει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής (σ.69) Άγγελος ΙΙ: «Το παιδικό τρενάκι έφτασε σε μια νέα πόλη/ η μικρή τρέχει στην άδεια πλατεία/ να πετάξει τον ήλιο χαρταετό/ παίζει κρυφτό με τη σκιά της στις αψίδες/[…]
μέχρι το άγνωστο βαθύ/ να ρίξει πέτρα στη σκεπή/ αθιβολής ανατροπή/ όπως αλλάζει η εποχή/ σημείο πάλι / μηδέν»
* Βικτωρία Καπλάνη, Μεταίχμιο ,εκδόσεις Γράφημα 2021 σ.71