Η Ιφιγένεια Σιαφάκα γράφει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο και βιβλιοκριτική. Από το 2016 επιμελείται την περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diP generation. Τούτη τη φορά μας αιφνιδιάζει με μια ιδιαίτερη συλλογή υπό τη μορφή επιστολογραφίας, μόνο που οι επιστολογράφοι – αφηγητές είναι πολυπρόσωποι. Ο Παναγιώτης, η Ρηνούλα, η Νικολίτσα, ο Αργύρης, τα δίδυμα Ιωάννης και Αριάδνη, ο Μποντουάν, η Μονίκ και ένα ακόμη παιδί που αρνείται να πει το όνομά του και ζει στο Βέλγιο είναι οι ήρωες των επιστολών-ιστοριών προς τον Άγιο Βασίλη και τον Σεν Νικολά (Άγιο Νικόλαο), μεταφέροντας έμμεσα και την αφήγηση των κηδεμόνων τους. Έτσι, οι λιλιπούτιοι επιστολογράφοι ξετυλίγουν τις ιστορίες τους, σε ένα πολυπολιτισμικό πλαίσιο με αντίστοιχη γλώσσα και ύφος. Η λογοτεχνική επάρκεια της συγγραφέως αποτυπώνεται και στην παρούσα συλλογή, αφού η συγγραφέας αποτυπώνει κοινωνικούς προβληματισμούς δια στόματος, κυρίως, παιδιών, διαχειριζόμενη υφολογικά τα κείμενά της, με ενδιαφέροντα τρόπο, καθώς η αφήγηση συνδέεται με τον κάθε μικρό αφηγητή και το πολιτισμικό του περιβάλλον, αλλά και το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο – φορτίο.
Οι οκτώ μικρές ιστορίες, έχουσες αποδέκτες μικρούς και μεγάλους εντυπωσιάζουν με την εσωτερικότητά τους. Διαπραγματεύονται τις αγωνίες των μικρών φίλων μας, όπως αυτές αποτυπώνονται στον ανεπεξέργαστο ψυχισμό ενός παιδιού, ακριβώς όπως θα καταγράφονταν σ’ ένα λευκό χαρτί και οι υπονοούμενες ψυχαναλυτικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις που αποκαλύπτονται αβίαστα στον ενήλικα αναγνώστη, ενώ μπορούν να αποτελέσουν πηγή γνώσεων, γεωγραφικής περιπλάνησης και προβληματισμού για τα παιδιά.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποκτά ενδιαφέρον καθώς εμπλουτίζεται υφολογικά με ιδιώματα και επιστολές δια αντιπροσώπου, όπως η περίπτωση της γιαγιάς η οποία παρεμβαίνει μεταξύ του μικρού αφηγητή και του παραλήπτη αποτυπώνοντας στο χαρτί την επιστολογραφία μιας άλλης εποχής, η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά του τυπικού της αστικής ευγένειας, διανθισμένης με την υποτυπώδη καθαρεύουσα, που συναντάται στα μέσου του προηγούμενου αιώνα. Κάπως έτσι, η γιαγιά της Ρηνούλας, δράττεται της ευκαιρίας να εξομολογηθεί στον Άγιο Βασίλης της πατρίδας της δι’ αντιπροσώπου, αφού δεν εννοεί τον Άγιο Νικόλαο όταν του γράφει, «[…]Είμεθα εγκαταστημένοι στις Βρυξέλλες οικογενειακώς από το σωτήριον έτος 1967 και καταγόμαστε από την Ήπειρο και προκάναμαν να δημιουργήσομεν περιουσία όταν φτάκαμαν με τις ευλογίες όλων των αγίων της Ορθοδοξίας, ελπίζω να μην σε ενοχλεί, Άγιε Νικόλαε, που δεν εννοώ ακριβώς εσένα, διότι εμείς σε έχομεν άγιον των ναυτικών και ξεκαθαρισμένον. Έχομεν τον Άγιο Βασίλη διά τα δώρα στα παιδιά,και εδώ μάς έχεις μπερδέψει.» Κάπως έτσι, ο μικρός που δεν θέλει να πει τ’ όνομά του, επιλέγει τη σιωπή και την επιλεκτική επικοινωνία με το περιβάλλον του, γιατί «[…] Ο Τιμπό είπε ότι κανονικά δεν μιλάω. Η μαντάμ είπε ότι κανονικά μιλάω όταν μόνον θέλω. Και κανονικά δεν μιλάω όταν δεν θέλω. Έτσι είπε στον Τιμπό. Και μετά μού χαμογέλασε.» Ο μικρός ανώνυμος ζει στις Βρυξέλες και περιμένει τα δώρα του να έρθουν από το κανάλι που διατρέχει την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και τον Σεν Νικολά να προβάλει από την ομίχλη της υγρής πόλης.
Ένα βιβλίο για μικρούς και μεγάλους μας χαρίζει η Ιφιγένεια Σιαφάκα, όπου καταγράφονται σύγχρονοι προβληματισμοί παιδιών πέρα από οποιαδήποτε εθνικότητα ή κοινωνική καταγωγή. Η οικονομική μετανάστευση, είτε πρόκειται για παλαιούς μετανάστες είτε για πρόσφατα εκπατρισθέντες, λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, μα και το θέμα της κοινωνικής ένταξης, μεγάλων και μικρών, οι μαθησιακές δυσκολίες παιδιών, αποτελούν τα θέματά που απασχολούν τη συγγραφέα. Είναι τα παιδιά, που μεταξύ άλλων, καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα δύσκολο οικονομικά περιβάλλον, όπου η στέρηση δεν περιορίζεται πια στις εν γένει δυνατότητες και ικανότητες, μα και στη δυσκολία αντιμετώπισης τους γενικότερα, είναι τα θέματα που απασχολούν τη συγγραφέα.
Αυτή τη φορά οι χριστουγεννιάτικη ιστορία δεν αφορά το ενοχικό σύνδρομο ενός γέρου τσιγκούνη, κι ας είναι αρχικά εμφανές πως οι συνθήκες προσομοιάζουν. Άλλωστε η οικονομική ανέχεια δεν είναι κάτι πρωτότυπο για την ανθρώπινη ιστορία των «αστικών» μύθων. Υπό το κράτος μιας επίπλαστης αστικής ευμάρειας, ξετυλίγονται ενδοοικογενεικές συγκρούσεις απότοκες συχνά μιας ολοένα και αυξανόμενης οικονομικής δυσπραγίας. Ωστόσο, οι ανάγκες των ανθρώπων δεν περιορίζονται στα υλικά αγαθά. Υπάρχει και κάτι άλλο, το οποίο τελευταία, συχνά, εκπίπτει. Είναι η αγάπη, η προσοχή και η διατήρηση της οικογενειακής ασφάλειας και ειρήνης. Άμεσοι εισπράκτορες αυτής της τραγικής δυστοκίας τα παιδιά και οι εγγενείς μα και οι επίκτητες ανάγκες τους. Όπως στην περίπτωση του μικρού (Αργίρι) Αργύρη από τα Πατήσια, το «ραβαγιό»του οποίου δεν έγινε ποτέ, γιατί ο Άγιος Βασίλης πέθανε του είπανε, επαιδή η μαμά κλαίει, γιατί μέσα στην οικονομική κρίση πρέπει να φροντίσει έναν πατέρα που δεν είναι δικός της, γιατί ο πατέρας του Αργύρη απολύθηκε, γιατί η μαμά κλαίει και σκοτώνει τον Άγιο Βασίλη και ο Αργύρης αναγκάζεται να του μιλήσει δυσορθογραφικά, παρόλο που το απεχθάνεται, «[…]γιατί ίσαι κακώς.», θα του πει. «[…]Κανονικά δεν θα έγραφα γράμα γιατίδε μου αρέσι να γραφω όταν γράφω νιώθω άσχιμα δεν ξέρο, γιατί και κάνο λάθι και στενοχοριεμε που δεν μπορό να γράψο κε πολί σοστα με κοροδεύουν. Πρεπι να σκεφτομε πολύ πριν γράψω τις λέξης ξεχνάω πως πρέπι να ίνε το σοστό αν κε μου το λένε πολες φόρες. Πρέπι όμος να σου γάρψο οποσδίποτε ίνε μεγάλι ανάγκι κε δεν εχο άλλο τρώπο να σου πω τα φοβέρα.»
Οι οχτώ μικρές ιστορίες αγκαλιάζουν ουμανιστικά μικρά και μεγάλα παιδιά όπου γης. Είναι ιστορίες του κόσμου, που τοποθετούνται διαπολιτισμικά για κοινά προβλήματα και ανησυχίες, ενός κόσμου που τείνει να ενωθεί σε μια παγκοσμιοποίηση που δεν την ζήτησε. Διαφορετικές κοινωνικές αντιλήψεις προκαλούν ενδοοικογενειακά ρήγματα, γενιές που βιώνουν χάσματα, η ολοένα και αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία, πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις των τελευταίων ετών στη Γαλλία αποτελούν το αφηγηματικό σύμπαν των οχτώ επιστολών σε μια απολύτως ρεαλιστική απεικόνιση του ψυχικού κόσμου των παιδιών του σήμερα. Αυτήν την κοινωνικοπολιτική αποτύπωση της πραγματικότητας μέσα από τα μάτια των παιδιών μάς μεταφέρει η συγγραφέας, κάνοντας και μια διακειμενική αναφορά στον πίνακα του Μαγκρίτ δια στόματος Μποντουάν, πεντάχρονου επιστολογράφου από τις Βρυξέλλες: «[…]Θα ήθελα, λοιπόν, Σεν Νικολά, και σε παρακαλώ πάρα πολύ, διότι είναι μεγάλη ανάγκη, να μου φέρεις τρία γατάκια: ένα με κράνος κι ένα μήλο, ένα με ξίφος και μία βάφλα κι ένα με τις μπότες του παπουτσωμένου γάτου και το καπέλο του Μαγκριρίτ. Φαντάζομαι ότι θα έρθεις με τανκ φέτος. Κοίτα… έχει χώρο στην Γκραν Πλας, δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο να το παρκάρεις. Εκεί που θα δεις πολλούς στρατιώτες, μπες κι εσύ, κι εξήγησε. Άμα τους δείξεις τις γάτες, θα καταλάβουνε αμέσως, δεν θα πάρεις κλήση.»
Και φυσικά, η ρεαλιστική περιγραφή της παγκόσμιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας δεν θα μπορούσε να παραλείψει τις συνέπειες της πρόσφατης πανδημίας. ΤΑ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΙΝΑΣ της μικρής Αριάδνης, […] «μυρίζουν μπανάνα με γιασεμί. Δώρα από τις νονές μας πριν από λίγες ημέρες. Έξι χρονών γίναμε. Είχαμε περιπέτειες με τα παπλώματα. Το μαλακτικό το πήραμε σε προσφορά.», και ο κόσμος της περιορίζεται δυστοπικά στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος και ενίοτε εκτείνεται μέχρι τα σύνορα που ενώνουν τη Γλυφάδα με τον όμορο δήμο, γιατί, «Μέχρι εκεί επιτρέπεται να πάμε.», αφού η Αριάδνη πια γνωρίζει έναν κόσμο όπου πια όλα απαγορεύονται, «Άγιε Βασίλη, όλα απαγορεύονται σε αυτόν τον κόσμο πλέον. Ζούμε μια καταστροφή. Βγαίνουν στην τηλεόραση κάθε μέρα ένας κύριος με κοστούμι και γυαλιά και ένας κάπως χοντρός και αυστηρός και μας λένε ότι θα πεθάνουμε από την αρρώστια. Να μην πάμε πουθενά. Μπορεί και να πλησιάζει το τέλος του κόσμου μάλλον,…». Το κύριο αίτημα δεν είναι τα δώρα, μα η αγάπη, η οποία αναδεικνύεται ως αίτημα μέσα από τον αβίαστο λόγο των παιδιών. Είναι ο λόγος τους που απευθύνεται απαλλαγμένος από τις όποιες φοβίες, μακριά από την τήρηση της όποιας κοινωνικής σύμβασης, ο λόγος που αρθρώνεται πέρα απ’ τον φόβο και την προκατάληψη και αναζητά ενστικτωδώς δικαιοσύνη.
Αλήθεια, πώς θα ήταν ο κόσμος, αν για το μόνο που θα είχε να θυμώσει, θα ήταν όσα φέρνουν δάκρυα στα μάτια της εξάχρονης καλοθρεμένης Μονίκ η οποία θυμώνει για εντελώς διαφορετικούς λόγους . όπως θυμώνουν τα παιδιά όταν η «αγάπη» δίχως όρια «καλομαθαίνει» τον έτσι και αλλιώς, αναπτυξιακά, εγωιστικό κόσμο των παιδιών σε αυτές τις ηλικίες. Δικαίως λοιπόν η Μονίκ θα διαμαρτυρηθεί: «[…]Δεν μου άρεσε καθόλου μα καθόλου ο φιόγκος που βάλατε πάνω στο κουτί. Καθόλου, μα καθόλου!!! Σας είχα γράψει στο γράμμα, και δεν κάνω λάθος, να βάλετε ένα φιόγκο μπλε όπως αυτό το μπλε που έχει η θάλασσα και ζωγραφίζω, και λίγο χρυσό, κι εσείς κάνατε ό,τι σας κατέβηκε στο κεφάλι με τα ζαχαρωτά μου. Θεέ μου!!!».
Πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν το μόνο που θα είχαμε να θεραπεύσουμε, θα ήταν ο θυμός της, ο οποίος περιγράφει την άλλη όψη του νομίσματος μεταφέροντας τον προβληματισμό στο μεγάλο κοινωνικό-οικονομικό χάσμα που χωρίζει τον κακόγουστο για τα γούστα της φιόγκο της Μονίκ από το ματαιωμένο ραβαγιό του μικρού Αργίρι.
* Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι, Εκδ. Έναστρον, Αθήνα 2022