Scroll Top

ΥΠΕΡ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ Ή ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΧΑΣΑΜΕ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΡΟΥΣΚΑ

Υπέρ κεκοιμημένων ή Δικό μας είναι εκείνο που χάσαμε

Κριτική προσέγγιση στο βιβλίο με αφηγήματα της Ελένης Γκίκα, Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων, εκδόσεις ΑΩ, 2019

γράφει ο ποιητής Γιώργος Ρούσκας

«Υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, …» ακούγεται τις Κυριακές στη Θεία Λειτουργία. Από εκεί επηρεασμένος ο τίτλος του βιβλίου της Ελένης Γκίκα, Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων.
Μετά από την παντοδύναμη πρόθεση «υπέρ», προτάσσεται το «κεκοιμημένων», τιμώντας τη μνήμη εκείνων που έφυγαν, ακολουθεί το «πενθούντων», αυτών που έμειναν πίσω, και φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού το «οδοιπορούντων». Τα δύο τελευταία, αναφέρονται στους ζώντες.

Πολλαπλάσιο του τέσσερα, εικοσιτέσσερα αφηγήματα, κατανεμημένα σε τέσσερις ενότητες, με τίτλους οι οποίοι περιέχουν έκαστος από μία ημέρα της εβδομάδας, η μάλλον τετρομάδας, αφού η Τρίτη, η Τετάρτη και η Πέμπτη, είναι επιδεικτικά απούσες, στο τριακοστό ένατο βιβλίο της πολυγραφότατης συγγραφέως, την οποία χαρακτηρίζουν υπέρ πάντων η αγάπη για το βιβλίο, τις λέξεις, τον άνθρωπο, το δίκαιο, την αλήθεια.

Διηγήματα, ή μικρές ιστορίες; Η συγγραφέας, με ευθύτητα και ειλικρίνεια, ομολογεί ότι πρόκειται για αφηγήματα. Όμως, είναι τόσο αριστοτεχνικός ο τρόπος της μετάγγισης-μετάδοσης, που δεν μπορείς να διακρίνεις πού υπάρχουν τα όρια μεταξύ διήγησης και αφήγησης. Γιατί; Διότι ο έρωτας με τις λέξεις, καταλήγει σε ένα έξοχο, ποιητικών προδιαγραφών κείμενο, ανυψώνοντας την αφήγηση σε Ωδή.

Ωδή στη μνήμη. Στην παιδική ηλικία. Στην πατρική «καθαρότητα» και στάση ζωής. Στη μητρική αγκαλιά. Σε υγιείς παραδόσεις, ήθη και έθιμα. Στη γραφή. Ωδή, πλασμένη με χέρια που από μικρά έχουν μάθει να δουλεύουν, να αγωνίζονται, να μοιράζονται, να προσφέρουν, να αγγίζουν βαθιά με αγέραστες λέξεις, μάθηση που συντελέστηκε νωρίς:

[…από παιδάκι μιλούσε μόνη της, «το κάνουν αυτό τα μοναχοπαίδια» τους καθησύχασε ο παιδίατρος πρώτα, ε ύστερα τα κουτσοβόλεψε, έμαθε αντί να μονολογεί να τα γράφει].

Εξώφυλλο με σκηνή από ταινία του Ταρκόφσκι, με ανυποχώρητη την επιλογή του λαδί – πρασίνου χρώματος, όπως στα τελευταία της βιβλία, είναι ίσως ένα βιβλιοδετημένο σύνολο αποσπασμάτων ημερολογίου, σε κάθε ένα από τα οποία θα μπορούσε να προστεθεί ο χαρακτηρισμός του «μνημοσύνου».
Ίσως να είναι δεμένα στη σειρά χαρτιά μνημονεύσεως, κατά τη Λογοτεχνική Προσκομιδή, όπου σε κάποια, πάνω ο σταυρός, με κάτω το «Υπέρ Αναπαύσεως» και σε άλλα, η επικεφαλίδα με το «Υπέρ Υγείας».

Το θαυμαστό είναι ότι ακόμα και σε κάθε αφήγημα «υπέρ αναπαύσεως», υπάρχει ενσωματωμένο άρρηκτα και το «υπέρ υγείας». Για να το καταφέρεις αυτό, χρειάζεται να έχεις βρεθεί στον πάτο του πηγαδιού. Τότε μπορείς να δεις ως και τα ευεργετήματα της λεγόμενης «κρίσης»:

[Κάποιοι ακόμα επιμένουν για τα δέκα περίπου χαμένα χρόνια. Όμως τι θα ήταν οι λέξεις, η δίψα, η πείνα, ο αέρας, ο δρόμος, ο ορίζων δίχως αυτά; Δεν ήταν πως σκόνταψα, πώς να το πω, εκεί ήταν και η αφετηρία. Το άλμα μπορούσα μόνο από κει. Από τόσο πολύ χαμηλά. Από εκείνη την υπέροχη, ξένη, σχεδόν, απελπισία].

Τότε, μπορεί να συνειδητοποιήσεις πως αξιώθηκες να ζήσεις μοναδικές εμπειρίες. Έχεις τη δυνατότητα να τις ζεις πάλι μέσω της μνήμης, για να μπορέσεις να αντέξεις το αμείλικτο παρόν:

[Τρύγος είναι η πληγιασμένη γη, τρύγος είναι ή μάλλον ήταν, ό,τι απόμεινε απ’ αυτόν, και το καινούργιο αεροδρόμιο].

Τρύγος δεν είναι μόνο οι εικόνες και τα αρώματα από τα σταφύλια. Είναι η μνήμη, είναι η ίδια η ζωή. Η μεθυστική μυρωδιά του μούστου, δεν έχει απλώς ποτίσει το είναι, από την παιδική ηλικία ως τώρα, αλλά έχει καθορίσει την ίδια την ύπαρξη. Έτσι, αν επικοινωνείς από μικρός με ένα άλλο σύμπαν, μέσα από μια επιπρόσθετη των γνωστών αισθήσεων αίσθηση, μπορείς να διακρίνεις τον κατακερματισμό της ύλης, να τον επεκτείνεις στα άυλα, κατανοώντας (ή μάλλον αντιλαμβανόμενος) τη μορφοκλασματική δομή (fractal) των μη ευκλείδειων υπάρξεων (ή και ιδεών ακόμη), χωρίς να φαντάζεσαι ότι κάποτε θα έχεις το δικό σου, διαδικτυακό Fractal:

[«Ο Τρύγος» [τίτλος με ένα σταφύλι για ζωγραφιά, από τότε στο νου της όλα ήτανε fractal]].

Γιατί αν ανοίξει το τρίτο μάτι, τότε όλα είναι αλλιώς κι ας έρχονται απανωτές οι απώλειες. Χάνεις γονείς, σύζυγο, σύντροφο, εραστή, φίλους. Χάνεις δουλειά, εισόδημα, ασφάλεια, σταθερότητα. Τι δεν χάνεις; Αυτό που έχεις ήδη χάσει. Ιδού πώς υψηλού επιπέδου στοχασμοί, προικίζουν ένα «αφήγημα» με γνήσια φιλοσοφία, δια χειρός, Ελένης Γκίκα:

[Δικό μας είναι εκείνο που χάσαμε. Αυτό αποτελεί στις μέρες μας την μοναδική της πια σιγουριά. Καθώς και το ότι γίνεται ανύπαρκτη η λήθη μπροστά έστω και στην ελάχιστη Μνήμη].

Ποιητική γραφή, υπαρξιακός ρεαλισμός, ψυχογραφηματικός τρόπος, μυθοπλαστικές επιρροές που διοχετεύονται σε αναγωγικές αποκαλύψεις, μερικές από τις σπάνιες αρετές του βιβλίου:

• [Φοβίζει το άγνωστο όσο κι αν εκείνο, τελικά, που μας σκοτώνει
δεν είναι παρά το γνωστό].
• [Έπαιξα κι έχασα. Μπορεί και να ήμουν, όμως, ήδη χαμένη. Μεγάλο το κέρδος κι εγώ μόνο αυτό ήθελα κάποτε, να καταλάβω. Γι αυτό έχω ακόμα να χάσω πολλά].
• [Πώς γίνεται όμως με σωστές κινήσεις να χαθεί ένας πόλεμος;
Αυτό ήλπιζε να κάνει εκείνη: τις σωστές κινήσεις. Για να βρει το λάθος.]

Ακόμα και μέσα στα στενά όρια ενός μικρού τόπου, μπορείς να αντικρίσεις κατάματα τη ζωή, μπορείς να ανοίξεις τον ορίζοντά σου ως τα πέρατα της γης, όπως υποστηρίζεται με ποιητική όσο και επιγραμματική τελειότητα:

 [στους μικρούς τόπους όλα συμβαίνουν στον υπερθετικό]
 [όση αγάπη πήρες όταν ολοκληρώνεται ο κύκλος την δίνεις πίσω με θρήνο]
 [η ζωή είναι μια σειρά από μισοτελειωμένες κινήσεις]
 [το μεγάλο δώρο του μικρού τόπου είναι η θέαση ολόκληρου του κύκλου].

Μέσα από τούτες τις ιστορίες, μιλάει η ίδια η Ζωή. Στις αναμνήσεις ανθρώπων, καταστάσεων, τελετουργικών, χώρων, τόπων, σε ήχους, γεύσεις, ακούσματα, μυρωδιές, στα βιβλία, στις μάχες που χάθηκαν, στην αδικία, στον πόνο, με το τρυφερό χέρι της Ελένης Γκίκα, δίνεται φωνή. Η αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία των αφηγημάτων, επικυρώνεται περίτρανα από την αβίαστη πρόσληψη του προσωπικού βιώματος της συγγραφέως ως συλλογικού του κάθε αναγνώστη, ξεπερνώντας με την πρώτη, τα κάθε λογής χωρικά ή χρονικά εμπόδια.

Παρόλο που το βιβλίο συνδιαλέγεται με τον κάθε είδους θάνατο, οι λέξεις του, είναι σε διαρκές πανηγύρι επικοινωνίας. Όσο για τα δικά μας, τα αλλοτινά πανηγύρια;

[Τα πανηγύρια που ζήσαμε χάθηκαν; Γιατί όταν τα ξαναγράφεις ή τα ξαναδιαβάζεις, όμως, πονάνε σαν ζωντανά; Πονάνε μαζί και δροσίζουν. Γιατί ό,τι ζήσαμε, είμαστε. Κι όσα υπήρξαν, υπάρχουν, χαμένος είναι μόνο ο
ξεχασμένος μας χρόνος].