«Ψηφίδες, βιώματα, σπόροι, σπορές»
Ήδη από τον τίτλο της νουβέλας της Γκανάσου προκύπτουν τα πρώτα στοιχεία για τις προθέσεις της συγγραφέως. Συνήθως, ο τίτλος ενός βιβλίου είναι δηλωτικός του περιεχομένου του, σχετίζεται δηλαδή με το θέμα του βιβλίου είτε με τον τόπο δράσης, την εποχή ή τους πρωταγωνιστές του. Άλλες πάλι φορές ο τίτλος σχολιάζει το περιεχόμενο κι άλλοτε αποτελεί κλειδί εισόδου στον μυθοπλαστικό κόσμο. Στην περίπτωση, ωστόσο, του τελευταίου βιβλίου της Γκανάσου οι λειτουργίες αυτές έχουν εξ αρχής υπονομευτεί από την ίδια τη συγγραφέα: Πώς μπορεί άλλωστε να σχετίζονται, τουλάχιστον με την πρώτη ματιά, οι Γόνιμες Μέρες με τον εσωτερικό μονόλογο ενός άντρα σε κώμα; – Μην σπεύσετε να υπογραμμίσετε τις μυστικές διαδρομές που συνδέουν κάθε αρχή με κάθε τέλος ή έστω κάθε ενδεχόμενο τέλος με τους πιθανούς ενδιάμεσους σταθμούς ως την αρχή. Αν σκέφτεστε έτσι είστε ήδη υπό την επήρεια της ποιητικής της Γκανάσου. Απολύτως εύστοχα πάντως ο συγγραφέας Δημήτρης Χριστόπουλος, σε δημοσιευμένη κριτική του για το βιβλίο διαπιστώνει πως ο υπότιτλος του προηγούμενου έργου της Γκανάσου, της νουβέλας Γονυπετείς: Μια πορεία προς την αρχή, αποτελεί «την άκρη του νήματος που δένει την πλοκή στις Γόνιμες Μέρες, πάντα με τον ρευστό και αμφίσημο τρόπο της συγγραφέως», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Υπό το πρίσμα αυτό, ο υπότιτλος του προηγούμενου βιβλίου της πράγματι θα ταίριαζε μια χαρά και στις Γόνιμες Μέρες.
Συνεχίζω, όμως, την αρχική σκέψη μου: ο τίτλος εδώ ασφαλώς δεν είναι δηλωτικός του περιεχομένου και βέβαια δεν αποτελεί απλώς σχόλιο στον μυθοπλαστικό κόσμο είτε κλειδί εισόδου σε αυτόν θα έλεγα πως λειτουργεί ως επί το πλείστον ως ένα σημείο θέασης του κειμενικού σύμπαντος ή έστω υποδεικνύει έναν συγκεκριμένο τρόπο και τόπο θέασης και αντίληψης των χαρακτήρων, καθώς και των περιστατικών που εξιστορούνται.
Ενώ διάβαζα τις Γόνιμες Μέρες σκαρφίστηκα μια ιστορία, μάλλον ανεκδοτολογική: φανταστείτε τέσσερεις επιπόλαιους αναγνώστες που ενώ διαβάζουν το βιβλίο της Γκανάσου (και βέβαια πριν ολοκληρώσουν την ανάγνωσή του) συναντιούνται τυχαία και αρχίζουν να συζητούν γι’ αυτό. Υπενθυμίζω ότι πρόκειται για επιπόλαιους αναγνώστες που μάλιστα έλκονται από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Η κουβέντα τους θα οδηγήσει μοιραία σε αγεφύρωτες διαφωνίες, αφού καθένας θα αφηγηθεί μια διαφορετική ιστορία και θα εμμένει σε αυτήν (εξ αιτίας της επιπολαιότητάς τους δυσκολεύονται να αναγνώσουν το κείμενο υπερβαίνοντας τις αναγνωστικές εμμονές τους). Έτσι, για τον πρώτο, πρόκειται για μια συναρπαστική αστυνομική περιπέτεια: ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα και οι πολλαπλές εκδοχές του, ενώ κατά τον δεύτερο για μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που καταγράφει την ανθρώπινη περιπέτεια την εποχή των διαψεύσεων και της αποξένωσης, την ίδια στιγμή που ο τρίτος απολαμβάνει ένα οικογενειακό δράμα και ο τέταρτος παρακολουθεί ένα αυτοαναγνωστικό ταξίδι στο παρελθόν. Στη παράξενη συντροφιά θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλοι –παρόμοιας αντίληψης– αναγνώστες, οι οποίοι θα ισχυρίζονταν, μετ’ επιτάσεως, καθένας την δική του εκδοχή: άλλος πως το βιβλίο είναι ένα δικαστικό δράμα κι άλλος πως πρόκειται για μια μελλοντολογική δυστοπία, για μια ηθική παραβολή είτε για ένα αμιγώς φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Κανείς τους δεν έχει βέβαια άδικο, αλλά ούτε και δίκιο. Για να λειτουργήσει το ανέκδοτο οι υποθετικοί αναγνώστες θα πρέπει βέβαια να σχεδιαστούν σαν καρικατούρες, ακόμα κι έτσι πάντως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η σύγχυσή τους είναι κατά κάποιον τρόπο δικαιολογημένη, αφού η πολυπλοκότητα του βιβλίου είναι πρόθεση της συγγραφέως. Η πολυπλοκότητα αυτή δεν εξαντλείται στις διαφορετικές αφηγηματικές φόρμες, αλλά χτίζεται με κάθε δυνατό τρόπο (μορφικά, γλωσσικά, υφολογικά). Ακόμα και η ανωνυμία των ηρώων του βιβλίου, πολλαπλασιάζει και ταυτόχρονα εκμηδενίζει τις δυνητικές τους μορφές, αφού καθιστά τους ήρωες πρόσωπα οικεία για τον αναγνώστη και ταυτόχρονα μυθικά χάρτινα προσωπεία μιας παραμυθητικής αφήγησης, «μια εκδοχή πεπερασμένου και μια εκδοχή αιωνιότητας», θα έλεγα παραφράζοντας μια φράση της συγγραφέως.
Η Γκανάσου, ωστόσο, δεν αφήνεται στο χάος, αλλά επιλέγει μια οργάνωση, η οποία διατηρεί την εντύπωση του τυχαίου, παρεμβάλλοντας ωστόσο παρηγορητικές νησίδες τάξης, ώστε ο αναγνώστης να ανασυνταχθεί και να αναστοχαστεί την εξέλιξη της πλοκής και τη σημασία των λέξεων και των πράξεων των ηρώων. Επιλέγει, λοιπόν, την οργανωτική πολυπλοκότητα όχι για να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, αλλά για να υποβάλει τον ρυθμό τής αφήγησης και κυρίως για να υπηρετήσει με τον πιο γόνιμο τρόπο (να, μια δυνητική σύνδεση τίτλου και περιεχομένου!) τον πυρήνα της ιστορίας. Την υπόθεση αυτή επιβεβαιώνει η επιλογή της να διαχωρίσει τα διαφορετικά ερεθίσματα, μνήμες, εκλάμψεις, ακουστικά ερεθίσματα που δέχεται ο πρωταγωνιστής, κωδικοποιώντας τα μάλιστα με σαφή και ευανάγνωστο τρόπο (: λήψη, φλας, κλικ), επιτρέποντας στον αναγνώστη να εξοικειωθεί με τις διακλαδώσεις της αφήγησης, ώστε να αντιληφθεί την καθολική δομή του κειμένου. Καταφέρνει έτσι να του υποβάλει όχι μόνο τον ρυθμό της αφήγησης αλλά και τον οδικό χάρτη της ιστορίας, καθιστώντάς τον συμμέτοχο στην ανασύνθεσή της. Ο αναγνώστης έπειτα από τις πρώτες σελίδες εξοικειώνεται με τις συνεχείς αναδιατάξεις της ιστορίας και κατακτά ένα σημείο ισορροπίας, εύθραυστο μεν κι ωστόσο πολύτιμο.
Η Γκανάσου συνθέτει μια νουβέλα αμιγώς οντολογική. Όχι επειδή ο ήρωας αντικρίζει με την ίδια αβεβαιότητα τη ζωή και τον θάνατο, αλλά κυρίως γιατί επιστρέφοντας σε συνθήκη εγκλεισμού και απόλυτης ακινησίας παύει να εκτείνεται και μοιραία αρχίζει να εντείνεται. Ακόμα και το ευφάνταστο εύρημα του φαρμάκου που αφυπνά τον εγκέφαλο και το οποίο χορηγείται στον πρωταγωνιστή, κατ’ εντολή της αστυνομίας, προκειμένου να εξιχνιαστεί ο ρόλος του στο έγκλημα, λειτουργεί στην ουσία προς την ίδια κατεύθυνση, επιτείνει μάλιστα την καταβύθιση του ήρωα «εις εαυτόν». Ίσως για αυτό η αποκάλυψη του διπλού θανάτου της μητέρας του, ο φυσικός πρόωρος θάνατος της και η διαγραφή της από τη μνήμη του, εντείνει την αγωνία του να ανασυνθέσει και να διατηρήσει τη μνήμη της αλλά και τη μνήμη του. Η Γκανάσου επιλέγει εδώ την υποδειγματική χρήση της λεπτής ειρωνείας. Ο ήρωας, μέλος σπείρας αρχαιοκάπηλων, ξεπουλά χωρίς καμιά ενοχή σπαράγματα μνήμης ως τη στιγμή που φυλακισμένος εντός του θα αναζητήσει στη μνήμη τη σωτηρία.
Μέσα από τις εικόνες του παρελθόντος και τις προβλέψεις του μέλλοντος ο πρωταγωνιστής αγωνίζεται να κρατηθεί στη ζωή. Αποτέλεσμα αυτής της αγωνίας είναι εντέλει ο παραληρηματικός μονόλογός του – «ψηφίδες, βιώματα, σπόροι, σπορές» που δημιουργούν ένα κόσμο καινούργιο, όπως παραδέχεται ο ίδιος. Έγκλειστος στο ίδιο του το σώμα, ανακαλύπτει την παρηγορητική δράση των αφηγήσεων κι ίσως γι’ αυτό ανασυνθέτει και εξιστορεί τον βίο του σε ένα φανταστικό ακροατήριο. Είναι σαφές ότι «σκηνοθετεί» την αφήγησή του, το παραδέχεται εξάλλου και ο ίδιος: «Εδώ μπορώ να μεροληπτώ, να υποδύομαι, να υπερθεματίζω, να κωλυσιεργώ, να παθιάζομαι, να σκοράρω, να ασεβώ, να κομπάζω, να αδικώ χωρίς κανέναν έλεγχο». Υπό το άγχος μάλιστα της επικείμενης ανάκρισής του απεργάζεται σενάρια ομολογίας που άλλοτε διακόπτουν κι άλλοτε εντείνουν για το εξομολογητικό παραλήρημά του. Αποσυνθέτει και ανασυνθέτει κάθε φορά την αφήγησή του πλάθοντας μια μερική κι άλλοτε μια σχετική αλήθεια, κι όμως ακόμα κι έτσι γίνεται φορέας της ιστορίας κι επομένως φορέας της μνήμης. «Οι πίνακες, οι κήποι, οι τάφοι, τα αγγεία, τα νεφρά, τα οχυρά, το αίμα, το δέρμα, το σπέρμα, οι εικόνες, οι ελιές και τα σημάδια στις ράχες, τα ποιήματα, οι αντίκες, τα μαντήλια, οι σφαίρες λένε μιαν άλλη εκδοχή της Ιστορίας […] Μιλάνε για την μοναδικότητα ενός τόπου, ενός λαού, μιας εποχής, μιας ύπαρξης». Η υπόμνηση αυτή κατέχει πυρηνική θέση όχι μόνο στη νουβέλα της Γκανάσου, αλλά σε ολόκληρη τη λογοτεχνία.
«Όλα ξεκινάνε από το σώμα και καταλήγουν στη γραφή», εξομολογείται η συγγραφέας σε συνέντευξή της σχετικά με το βιβλίο. Η επισήμανσή της, αν και διαφωτιστική, διαφαίνεται ξεκάθαρα στις σελίδες της νουβέλας κι αποτελεί μια υπόμνηση τόσο για την υλική υπόσταση της ύπαρξης όσο και για την σωματική καταγωγή των αφηγήσεων.
Η Γκανάσου πάντως, παρά τη δυσμενή τους θέση, δεν χαρίζεται στους ήρωές της. Ο πρωταγωνιστής της τελεί εν συγχύσει, γνήσιο τέκνο της ταραγμένης εποχής του. Σημειώνω εδώ πως οι σελίδες που καταγράφουν τη βραδινή οδύσσειά του στην «σκισμένη» πολυκατοικία αποτελούν δείγμα μιας εξαιρετικά εικονογραφημένης δυστοπίας. Ο πρωταγωνιστής της είναι ατελής, εγωιστής, αφελής, πλανημένος η δέκατη εντολή που επανέρχεται ως επωδός στο παραλήρημά του: ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου. ουκ επιθυμήσεις την οικίαν του πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα αυτού ούτε την παιδίσκην αυτού ούτε του βοός αυτού ούτε του υποζυγίου αυτού ούτε παντός κτήνους αυτού ούτε όσα τω πλησίον σου εστί, είναι μια παραδοχή των αμαρτιών του, αλλά και μια υπενθύμιση της διάστασης μεταξύ των χρηστών ηθών που διδάχθηκε και της πραγματικότητας που επιτίθεται αμείλικτη. Η συνειδητοποίηση αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο και μια υπόμνηση ελευθερίας: «Ελευθερία είναι να σπας τα δεσμά του φόβου, του όρκου, του λόχου, της τύφλωσης», όπως διαπιστώνει ο ίδιος. Το αυτοβιογραφούμενο υποκείμενο άλλοτε απολογείται, άλλοτε εξομολογείται κι άλλοτε συνειδητά υπεκφεύγει ή και ψεύδεται ακόμη, παραμένει ωστόσο κάθε στιγμή ο μεγάλος παραμυθάς, αμφισβητώντας την αντικειμενική αλήθεια, δικαιώνοντας έτσι την βαθύτερη σημασία κάθε μυθοπλαστικής εκδοχής.
Τελειώνοντας τις Γόνιμες Μέρες θυμήθηκα ένα ποίημα του Walt Whitman που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κλειδί για την είσοδο στον κόσμο του βιβλίου:
Όταν διάβασα το βιβλίο, τη σπουδαία βιογραφία,
αυτό είναι (σκέφτηκα) λοιπόν η ζωή ενός ανθρώπου;
Κι έτσι θα γράψει κάποιος για μένα όταν πεθάνω;
(Μα ποιος ξέρει το παραμικρό για τη ζωή μου;
Καμιά φορά κι εγώ ο ίδιος σκέφτομαι πως ξέρω ελάχιστα ή τίποτα απ’ την αληθινή ζωή μου.
Κάτι σημάδια μόνο, κάτι θολά κλειδιά κι ενδείξεις
σκοπεύω εδώ να λύσω για λογαριασμό μου.)*
Στις Γόνιμες Μέρες οι λύσεις των μυστηρίων θα συμβούν σ’ εκείνη την άλλη ζωή που επανέρχεται με όλη τη γλυκύτητα, τη σκληράδα, τη θέρμη και τη βαναυσότητά της όταν ο ήρωας ανοίγει τα μάτια, υπενθυμίζοντάς μας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι μυστήρια θα συνεχίζουν να εξελίσσονται, να προκαλούν απορίες και να γυρεύουν απαντήσεις όσο τα μάτια του και τα μάτια μας θα παραμένουν ανοιχτά.
* Η μετάφραση του ποιήματος του Walt Whitman είναι του Αχιλλέα Κυριακίδη.