Τους είδε ξανά σε στρωμένο τραπέζι να φιλονικούν, όπως πάντα άλλωστε, για τις ιστορίες του μητρικού γάλακτος στις νόσους του χρόνου.
Πρησμένα τα έπιπλα απ’ το κλάμα. Οι σανίδες στο πάτωμα είχαν ανθίσει.(«Επιστροφή στο Ηρώον»)
Ο χρόνος, ιστός για την ποιητική του Αντώνη Σκιαθά, όπου η νοσταλγία, συνυφαίνεται με το ανθρώπινο μέλημα του ποιητή για τα πανανθρώπινα. Η νέα συλλογή του Αντώνη Σκιαθά, αναπαράγει τα μοτίβα που τον χαρακτηρίζουν, όπου το άσβεστο ελληνικό φως σμίγει συχνά με τον ίσκιο της μυρτιάς και οι λεμονιές ανθίζουν για να παρηγορήσουν την απώλεια. Φως, ιστορία, διακειμενικότητα και μια βαθιά πίστη στα ανθρώπινα χαρακτηρίζουν τη βιωματική ποιητική του Σκιαθά. […] «Το ποδήλατο όμως αφημένο κάτω από τη λεμονιά στο μαρτύριο του ήλιου…» («Ο ποδηλάτης»). Επίθετα, πλούσιες περιγραφές και ρεαλιστικές αναφορές οικοδομούν ένα εικονοποιητικό σύμπαν, όπου το ποιητικό υποκείμενο συνδέεται για άλλη μια φορά με τις ζωές των άλλων, καθώς αυτοπροσδιορίζεται, […] «Να διαβούν ήθελε τα κομμένα δέντρα που μύριζαν άνθρωπο».
Το ποιητικό σύμπαν του Σκιαθά στην παρούσα συλλογή διαιρείται σε τρία μέρη, καθώς η θλίψη αντιγράφει τον χρόνο, όπως αυτός διατρέχει το σώμα των ποιητικών πεζών του Σκιαθά. Στα δύο πρώτα μέρη έντονο το κοινωνικό μέλημα του ποιητή, ενώ στον λόγο του ο ρομαντισμός εμπλέκεται συχνά στα δίχτυα της νεοτερικότητας, για να καταλήξει στο τρίτο μέρος, όπου η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου καταλήγει στην κατασκοπεία του προσωπικού του χρόνου, καθώς παλεύει εμμονικά με τη λήθη, με την επιλεκτική μανία του χρόνου. Πρόκειται για τη νεοτερικότητα που τολμά να περιγράφει υπερρεαλιστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα, ενώ ο χρόνος κινείται παλίνδρομα.
Κοινό στοιχείο των τριών μερών της συλλογής ο χρόνος και θάνατος, με τον έρωτα πλουτίζει την βιωματική παλέτα του ποιητή. Η ανθρώπινη απώλεια συμπορεύεται με το κοινωνικό γίγνεσθαι για να συναντήσει συχνά τη σκληρή πραγματικότητα. […] «Αλήθεια είναι ότι η μοναξιά χαρτώνει τους τοίχους, με σκουριές κι απώλειες για τις μελλούμενες αναστάσεις της Πατρίδας.»
Κι έτσι κινείται αμφίδρομα και πάλλεται η ανάγκη να θρυμματιστεί η κοινωνική αδικία και η αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στη φθαρτότητα. […] «Φθαρμένα και τα βελούδα της ηλικίας από τις συζητήσεις για την ιστορία των φύλων. Ανάμεσα σε δυο τσιγάρα και μια ζαριά άσσο τέσσερα, όλες οι δολοπλοκίες ποιητών ενδόξων και μη.»
Ο χρόνος τον απασχολεί όσο η απατηλή αίσθηση της αιωνιότητας, έτσι όπως καθρεφτίζεται ματαιόδοξα στις γραφές και ο ποιητής αναλαμβάνει την ευθύνη για τη θεματολογία και τις ίντριγκες, όταν γεννώνται για να διχάσουν τους δημιουργούς, μα και τη θεματολογία τους και τολμά να τις στηλιτεύσει. Ο έρωτας και η αέναη αντιπαλότητα των φύλων, το «Άλλο» και η λειτουργία του τον αφορά εν τη γενέσει του και σημαδεύει τις λέξεις του με διαθέσεις φιλειρηνικές. […] «Στο χέρι μας, είπες, είναι η συμφιλίωση, ας λυσσομανάει έξω το άδειο του χρόνου σαρκίο, μη ζητάς εκδίκηση για τα σκοτεινά νερά της μνήμης που χάλασαν το σπίτι.», γιατί η μνήμη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ποιητικού σύμπαντος του Σκιαθά. Η μνήμη είναι που διαπλέκεται μαγικά με τις ρεαλιστικές αναφορές, καθώς ξεδιπλώνονται τα σύμβολα και οι πλούσιες μεταφορές του ποιητικού του λόγου.
Καθώς ο ποιητής επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο οι μνήμες σημαδεύουν το ποιητικό παρόν του ποιητή κι εκείνος ξεδιπλώνει τα σύμβολά του συνειρμικά σε μια αυτόματη γραφή, διαπλέκοντας το διακείμενο με τον φόβο, την κοινωνική αδικία, τον έρωτα και κάθε ανθρώπινη αγωνία. Η θλίψη κυριαρχεί και η λήθη αποτελεί το ζητούμενο, καθώς ο ποιητής ψηλαφεί το επέκεινα. Εκεί και τα «καμιόνια» θανάτου, σε μια προσπάθεια ωραιοποίησης του λόγου να παραπέμπει σε ρεαλιστικές αναφορές […] «Ο χρόνος χυλός στο τηγάνι του τέλους. Το στρατόπεδο σπαρμένο σανίδια από πρόχειρα φέρετρα… Ο ένας δίπλα στον άλλο αμίλητοι με δανεικό τον χρόνο.», αποδίδεται ο […] ύστατος φόρος τιμής σε όσους μαρτύρησαν, στον πατέρα, στην κοινωνική αδικία με σαφείς πολιτικοκοινωνικές αιχμές. «Ο Μιχάλης που τέλεψε με τη γροθιά του κρεμασμένη στο φως.» («Αναγνώριση»)
Έτσι εμμονικά […] «Το τέλος του κόσμου είμαι εγώ ο ίδιος που όρισα κάποτε τον κόσμο ως μνήμη ζωής, ως μνήμη εικόνων για το επέκεινα. Μόνο που το επέκεινα είναι ζεύγος ερωτικό με το τώρα, που γίνεται μετά και πάλι τώρα και στη συνέχεια μετά. («Καλλιγραφία θανάτου»), ψηλαφείται το παρελθόν και το επέκεινα πάντα παρόν για να δηλώσει την απουσία ορατών και αοράτων. Πράξεις, αγαπημένοι που υπήρξαν και έχουν εκλείψει, συναισθήματα καταγράφονται στα πεζά της τρίτης ενότητας όπου, με έντονα στοιχεία αυτοαναφορικότητας, επιχειρεί εμμονικά την αναδρομή, αφού το βιωματικό στοιχείο είναι κάτι που τον χαρακτηρίζει και σε πρότερες συλλογές του. Συνοψίζοντας, ονομάζει τη δημιουργία του, «κείμενο απολογία» και είναι «τα κτερίσματα του βίου» που τον αφορούν, ο χρόνος και η σχετικότητα του, η υποκειμενικότητά του, άγνωστη συνιστώσα του βίου ενός εκάστου. Ωστόσο, ο χρόνος δεν μπορεί να παραβλέψει την επανάληψη, όπως αυτή ορίζεται με τη διαδοχή των ημερών, και η ελπίδα δηλώνει παρούσα, με το πρώτο φως της ημέρας ν’ αγγίζει ευλαβικά το επέκεινα στα πρόσωπα που πάγωσαν στον χρόνο, «…Οι φωτογραφίες στη θέση τους με τα πρόσωπα, τις στιγμές…». Και ο ποιητής παρών, με τις επιλογές του, στην ιερουργική στιγμή, όπου ο χρόνος αμείλικτος επιμένει, με «…το φως να δημιουργεί αποικίες ζωής στη σάλα.», κι εκείνον να υποδέχεται τη δική του στιγμή, σε μια προσπάθεια να ορίσει το τέλος «του δικού του κόσμου.», σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με ένα άλλο, νέο παρόν. Να συμφιλιωθεί με τον χρόνο.
* Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Κατασκοπεία του Χρόνου, εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2021