Scroll Top

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, γενόσημα/υπερ-ρεαλιστικές ανα-διατυπώσεις εν μέσω ενός φιλοσοφικού απολογισμού – Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

«Στην αφή όταν ανατρέξω, η όσφρηση δεν είναι μακριά κι η ακοή συνεπικουρεί. Έτσι αρχίζει να εκδηλώνεται σιγά σιγά αυτό που λέμε “κατάσταση οικειοθελούς τυφλότητας”.»

Η αλήθεια είναι πως η ανάγνωση, πράγματι, υπακούει σε μαθηματικούς ορισμούς, προκειμένου να καταλήξει σ’ ένα «συμπέρασμα» – αυτό που ονομάζεται αναγνωστική πρόσληψη – και η ποίηση του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου τη λογική, εκτός άλλων, την περιέχει στην τεχνική της.

Διακόσια εβδομήντα οκτώ πεζά ποιήματα περιέχονται στη νέα ποιητική συλλογή του Κ. Λουκόπουλου, τα οποία άλλοτε συνομιλούν με την ποίηση, άλλοτε απολύτως μεταξύ τους και άλλοτε με τον ίδιο τον αναγνώστη, εμπλέκοντάς τον σε φιλοσοφικές αναδιατυπώσεις, καθώς ο λόγος του ποιητή υψώνεται υπερρεαλιστικά για να καταλήξει σε απολύτως ρεαλιστικούς απόηχους. Μα εκείνο που χαρακτηρίζει θεματικά την ποίηση του Λουκόπουλου είναι η βαθιά λογοτεχνική σπουδή, η συνομιλία με το διακείμενο, χωρίς ποτέ να παραλείπει την ανάδρομη υπερρεαλιστική αφήγηση. Η μητρική και η πατρική φιγούρα, πάντα παρούσα στην ποιητική του Λουκόπουλου, προσδίδει μια αδιόρατη θλίψη, με υπαινικτικές αναφορές. Το ονειρικό κατέχει πάντα περίοπτη θέση στην ποίηση του Λουκόπουλου, καθώς εμπλέκεται, περίτεχνα ομολογουμένως, με τις θετικές επιστήμες, τις οποίες, επίσης, υπηρετεί όπως πάντα επάξια. […] «Το χάος είναι η απόδειξη της τυχαιότητας, της αρχής της ελάχιστης δράσης, του 2ου Θερμοδυναμικού Νόμου. Το χάος είναι απόδειξη της Φύσης.» Ωστόσο, η ποίηση του Λουκόπουλου είναι σημερινή και δηλώνει απερίφραστα την άποψή της για την παρούσα κοινωνικο – οικονομική μα και καλλιτεχνική αποσάθρωση, καθώς διακρίνονται σαφή στοιχείου ενός ώριμου πεσιμισμού.

Η ποιητική του Λουκόπουλου, βαθιά επηρεασμένη από τη γαλλική κουλτούρα, υπηρετεί πιστά και το ίδιο θερμά τις κοινωνικές αξίες, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και τον έρωτα, την απώλεια, τη μοναξιά, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, την ίδια τη λειτουργία της ποίησης. Διατυπώνοντας διακόσια εβδομήντα οκτώ υπερρεαλιστικά «θεωρήματα», φορές με κάποια σκωπτική διάθεση, αλλά κυρίως εκτεινόμενος στη σφαίρα της φιλοσοφίας, ο ποιητής, ως άλλος Σωκράτης, κεντά το καταστάλαγμα της γεωγραφία του βίου, εν είδη ποιητικών πεζόμορφων διαπιστώσεων.

Διακόσιοι εβδομήντα οχτώ ενεργοί τίτλοι, συχνά σε σχέση διαλεκτική με το κείμενο, υπηρετούν μια νέα ποιητική που φανερώνει τη βαθιά αγάπη του ποιητή για την καινοτόμα λογοτεχνική έκφραση. Το υπερκείμενο φωτίζει συχνά τις ποιητικές παραμέτρους της ποίησης του Λουκόπουλου, καθώς συνομιλεί μαζί του. Ο Προυστ, […] «Το άπειρο μετράται εκ του μηδενός, είναι επομένως λανθασμένη η πεποίθηση ότι δεν έχει όρια. έχει κάτω όριο κι αυτό είναι το μηδέν. Εκτός και αν πέφτεις προ την άβυσσο σε ελεύθερη πτώση. Τότε το μηδέν είναι το πάνω όριό σου.», ο Βολταίρος, ο Μπερνάρ – Μαρί Κολτές, ο Κ. Καβάφης, ο Ε. Καντ, ο Χιουμ, ο Killah P., ο Γ. Βέης, ωσεί παρόντες και ο ποιητής συνομιλεί με το παλίμψηστο, δηλώνοντας την επανεγγραφή του βίου, όπως αυτή ορίζεται ηθικά και γεωγραφικά, καθώς οι αναγνώσεις γίνονται επισκέψεις και επανεγγράφονται υπερκειμενικά και δια ζώσης, […] «Εντός των μετρικών ορίων απλώνονται τα βελάσματα των πόλεων που αρμέγω. Ούτε χιλιοστό περισσότερο.»/Μα όσο κι αν αλητεύω, αδύνατον να τα ξεφορτωθώ. ένα σύννεφο με τέχνη σέρνεται στο κατόπι μου κι η ποίηση στάζει από τα ρούχα μου σαν τη βροχή,» Από την Κορνουάλη στο Αλατίνη κι από εκεί στον Βεζούβιο στην Πομπηία ως το ηφαίστειο Φουτζιγιάμα, γιατί: […] «Υπάρχουν τόσοι δρόμοι να βαδίσεις. αρκεί να μην γλιστρήσεις ποτέ.»,(σελ. 48).

Ο έρωτας, ο θάνατος, […] «κακώς συγχέουμε τον θάνατο με ένα κάποιο τέλος. Ο θάνατος είναι για πάντα. Ο θάνατος είναι παντού.», η κοινωνική αδικία, η ύπαρξη, η ίδια η ποίηση, το παρελθόν, το παρόν, οι εκλιπόντες, η διαρκής συνομιλία με το επέκεινα, […] «Ίσως να βρω μια παλιά φωτογραφία σας να βάλω εδώ.όταν βάφομαι να σας αντιγράφω.», ο χρόνος, το φως, η επίπονη πορεία προς την ωριμότητα, […] «Τι ωραία να εγκαταλείπεσαι στην έκθεση! Το άρωμα της αποδελτίωσης κι εκείνη η σκόνη της διασποράς κατά την αποτίμηση σημαίνουν ότι έγινες μουσείο.», […]«Μερικά σπόρια που κρύφτηκαν στο χώμα εσωκλείουν από την ελιά του Πλάτωνα έως και τις υπερχιλιετείς σεκόγιες.», οι έμφυλες ταυτότητες, συνιστούν κάποιες από τις πολλές θεματικές του Λουκόπουλου.

Είναι βαθιές οι ρίζες της ποίησης του Λουκόπουλου και πεδίο δόξης λαμπρό για τον μελλοντικό αναλυτή των στίχων του, καθώς οι αναγνώσεις και η βαθιά λογοτεχνική μελέτη του ποιητή συνιστούν την πυκνότητα του έργου του. Ο Λουκόπουλος χειρίζεται τα σύμβολα με μαεστρία. Το «Άλλο» κατέχει πάντα ξεχωριστή θέση στην ποίησή του, καθώς επανεγγράφεται συνδεόμενο με το υπερκείμενο. Έτσι, η Γκουίνεβιρ, ως άλλη «Μανταλένια», δανείζεται ψυχαναλυτικές ψηφίδες από την ποίηση του Εμπειρίκου και «…όπως ένα μισάνοιχτο στρείδι», «…υποκρίνεται τον ύπνο», καθώς «…τυλίγει τις πατούσες της γύρω από ένα καυτό θερμόμετρο και υποκρίνεται τον ύπνο.», (σελ.60), υπηρετώντας ακόμα μια φορά το στερεότυπο της αγνότητας που συνοδεύει τη θηλυκή φύση, μα κι εκείνη τη θηλυκή επίπλαστη ιδιότητα της ήρεμης δύναμης, «…υποκρίνεται τον ύπνο», καθώς το αρσενικό «Άλλο» ως πορθητής επιβεβαιώνει τον ρόλο του όπως αυτός ορίστηκε διακειμενικά.

Και όλα αυτά τα θαυμαστά στην ποίηση του Λουκόπουλου ξεπηδούν ονειρικά και αβίαστα. […] «Ό,τι περισσεύει μοιράζεται βορά στους αφρόλακκους με την ίδια τρυφερότητα που τροφοδοτείται ένας λιτός μεσημβρινός ύπνος. έμπλεος άστρων, μα δίχως σταγόνα μεταμεσονύκτιου ερέβους.» Μα οι κοινωνικές – υπαρξιακές ανησυχίες του ποιητή δεν σταματούν στη διερεύνηση της θηλυκής ταυτότητας στην ποίησή του. Η τρυφερότητα αφορά κάθε φύλο, […] «Να δούμε ξανά πόσο τρυφερή είναι η καρδιά ενός μαρουλιού: σαν του αγοριού που ερωτεύεται ένα άλλο αγόρι.» Η ποίηση του Λουκόπουλου συνομιλεί με το εσώτερο «Εγώ», […] «Είναι μια νύχτα που εσωκλείστηκες αυτόβουλα εντός του μέλανος σώματος. Σύμφωνα με τον Πλάνκ, είναι απολύτως απίθανο να βγεις από εκεί μέσα, όσο κι αν συγκρούεσαι απεγνωσμένα με τα τοιχώματα.», μα δεν ξεχνά και το «Εσύ», το Άλλο δεν υφίσταται στην ποίηση του Λουκόπουλου τυχαία. Πέρα από τις έμφυλες ταυτότητες, είναι εμφανής η αγωνία του ποιητή για τον συνάνθρωπο, για την ίδια την ανθρωπότητα, […] «Ο άλλος γρυλίζει ακέραιος πριν την αυγή και φοράει τα μάτια του τίγρη. Μα δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο από τη μυρωδιά. Ελεύθερο άζωτο και ελάχιστο θείο. Η μυρωδιά της Γούνας του που καίγεται.».

Ωστόσο, τόσο η ρεαλιστική γλώσσα όσο η περιγραφή της ωμής πραγματικότητας είναι που διαφοροποιεί ετούτη τη νέα ποιητική συλλογή από πρότερα έργα του. Στην παρούσα ποιητική το ονειρικό στοιχείο διαπιστώνει την ωμότητα του βίου. […] «Απ’ το Σουδάν ως την έρημο της Παλαιστίνης μια φυγή προς την Αίγυπτο ονειρεύονται γεμάτη πιλάφι, σφιχτό μουνί και αράκ. Το αφρίζον εβιάν ηλεκτρολύεται σε οξυζενέ και οι οάσεις γίνονται ένα μπραντ στο Ίνσταγκραμ.»

Μα ο ποιητής, καθώς βαδίζει προς την ωριμότητα, δεν ξεχνά και τη διαλεκτική του με την ποίηση, […] «Η ποσότητα είναι μια έννοια παρεξηγημένη. και για του βουλιμικού και για τους ολιγόγραφους ποιητές.», με τη φυσική φθορά, τη μνήμη και τη λήθη η οποία δηλώνεται με ένα ευφυές λογοπαίγνιο, […] Η λήθη και οι λίθοι είναι λέξεις ομόηχες και συγγενείς. Η πυκνότητα τους, που είναι η μάζα προς τον όγκο τους, δεν είναι σταθερή παρά ανιχνεύεται άλλοτε στους νεφρούς κι άλλοτε στα βλέφαρα.» για να δηλώσει το εφήμερο του βίου.

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης επιβεβαιώνεται και το ποιητικό – φιλοσοφικό ταξίδι του ποιητή καταλήγει στη λήθη, αφήνοντας ωστόσο αιχμές που καταλήγουν στην ελπίδα. Η ψυχή του ποιητή δεν αποδέχεται την ματαιότητα του κόσμου. Δράττει τα σύμβολά του κι έτσι ένας Μαρκαδόρος καταγράφει την ελπίδα, το φως. και το εμπιστεύεται στην παιδική αθωότητα. Και ένας «ξαντεριασμένος περσινός μαρκαδόρος», έντεχνα μετατρέπεται σε σύμβολο ελπίδας για αναγέννηση ενάντια στη λήθη.

Στη λήθη ρίχνονται τα χρόνια που περνούν κι οι ομορφιές τους χάνονται την ώρα που συμβαίνουν. μα εκείνο που αντιστέκεται είναι κάτι σχέδια παιδικά όπου ο ήλιος είναι το ίδιο κίτρινος με τις λεμονιές και για το χρώμα πάντα ευθύνεται ένας περσινός ξαντεριασμένος μαρκαδόρος. 

*  Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, γενόσημα, εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2021