Scroll Top

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ- ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗ

Ιδεολογία του άλογου στην πίεση της Αρτεμίου-Φωτιάδου

Το όνειρο και το άλογο στοιχείο κατέχουν μία κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση. Πολλοί ποιητές το επιστρατεύουν. Η ψυχική κατάσταση όμως του ποιητή σε κάθε ποιητική στιγμή είναι η συνισταμένη το σύνολο του ψυχικού και γλωσσικού παρελθόντος του, η ίδια η “ασυνείδητη σωματική εικόνα” του. Το σύνολο αυτό δεν δύναται να χωρέσει στα πεπερασμένα όρια των κανόνων της γλώσσας. Υπάρχει πάντα ένα άρρητο πλεόνασμα που δεν υπόκειται στον λόγο. Η παραβίαση λοιπόν κάποιων κανόνων της γλώσσας καθίσταται συχνά πιο αποτελεσματική.
Η ενύπνια κατάσταση αποτελεί ένα βασικό σημείο στην ποιητική συλλογή της Αρτεμίου-Φωτιάδου («REM», Μανδραγόρας, 2019) οδηγώντας τη δημιουργό σε συνθέσεις πλούσιες σε εκφράσεις γλωσσικές που βαφτίζονται στο παράλογο με μία βάση υπερρεαλίζουσα. Χάρη στο όνειρο (αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα, βλέμμα κατά τας γραφάς, αιτίες επανάστασης, ιπτάμενα και άλλα ), η ποιήτρια πλησιάζει ενδόμυχες σκέψεις, συνδέοντας το άλογο του ονείρου με τη στοχαστική διάθεση.
Η Αρτεμίου-Φωτιάδου ελέγχει τη γλώσσα και το όνειρο για να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό έργο. Για τον Mukarovsky η λειτουργία της ποιητικής γλώσσας συνίσταται στη μέγιστη προσβολή της έκφρασης, ανοίγοντας την πόρτα στη συμμετοχή του αναγνώστη. Η πλαστική του στίχου διαχωρίζει την ποιητική γλώσσα από την κοινή. Το γλωσσικό της υλικό, οργανωμένο με τόλμη πάνω στον άξονα του ονείρου με τα υπερρεαλίζοντα χαρακτηριστικά του, προβάλλει την ποιητική λειτουργία του λόγου ως μία αισθητική προσέγγιση της ίδιας. Σε μία εποχή που η γλώσσα γίνεται συνθηματική και τα νοήματα αντιστρέφονται, θυμίζοντας τις παρατηρήσεις του Θουκυδίδη, η Αρτεμίου-Φωτιάδου επιστρατεύει το γλωσσικό παράλογο, την ανοικείωση (αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα, και ο Έρως πάντα τυφλός;, όπως θα έπρεπε να είναι, διαπερατότητα, ασύνδετοι εξάρτηση, απότομο φρενάρισμα, τραγούδια από σχολικές αυλές, διάτρητος και επιζών, βιοι νυχτερινοί και παράλληλοι, ανάδοχος σε πλήρη σύγχυση), και τις διαδρομές στον ελλαδικό χώρο (όπως θα έπρεπε να είναι, ο ύπνος του δικαίου, αναγκαστικά υπνοβάτης, επειδή το χώμα μάς προδίδει, λόγω επίγνωσης, dress code μεταμεσονύχτιο, τι ήξερε από παράδεισο ο Μπόρχες, διαπερατότητα, βίοι νυχτερινοί και παράλληλοι, αναφορά στον Kafka, στο φρούριο του Ford Cortina) για να στρέψει τον ποιητικό φακό στον άνθρωπο και να στοχαστεί.
Το ποιητικό της υποκείμενο δεν αναζητά στη λογική τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Συγκρούεται με την πραγματικότητα. Έτσι, όμως η δημιουργός μέσα από τη σύγκρουση, παίρνει «θέση» που τη διατυπώνει και στο έργο της. Αντιπαρατιθέμενη με τις γλωσσικές νόρμες και τις γραμματικές ή υφολογικές κανονιστικές δεσμεύσεις αποδίδει τη δική της πραγματικότητα. Ο αναγνώστης οδηγείται σε μία πρόσληψη της γλώσσας και της πραγματικότητας μέσα από την ονειρική διάταξη του γλωσσικού υλικού. Και σε αυτό βοηθάει και η αξιοποίηση του θρησκευτικού στοιχείου (πτερόεντα, βλέμμα κατά τας γραφάς, επιστρέφω, ποιο Έρως πάντα τυφλός). Πρόκειται για έναν διάλογο ανάμεσα στη γλώσσα και την ερμηνεία του κόσμου, ανάμεσα στο παράλογο για την πραγματικότητα των συναισθημάτων, των αγωνιών και των φόβων. Για τον Bakhtine άλλωστε το ποίημα είναι μία αλλενέργεια με το περιβάλλον∙ η διαλογικότητα της ζωής εμπλέκεται στην ίδια τη λογοτεχνία.
Η ποιήτρια πραγματεύεται τα ανθρώπινα πάθη ως μία ελιοτική απόδραση από την προσωπικότητα, κάνοντας τον αναγνώστη να συσχετίσει το έργο με τις δικές του εμπειρίες. Μέσα όμως από το παράλογο (χωρίς τον Φρόυντ, βλέμμα κατά τας γραφάς, επιστρέφω, θολός καθρέφτης, graffiti ή μία χαμένη εικονογράφηση, ιπτάμενα και άλλα, υπαγόρευση, dress code μεταμεσονύχτιο, άνεμος Ιούλη μήνα) και τον ατομικό τόνο του πρωτοενικού αφηγητή, εξάγεται μία στοχαστική διάθεση που παρασέρνει τον ακροατή/αναγνώστη (αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα, με απόλυτη φυσικότητα, τραυματική επανάληψη, ασύνδετη εξάρτηση, απότομο φρενάρισμα, αμετανόητοι, ξένιος θάλασσα, πτερόεντα, ιπτάμενα και άλλα, ο ύπνος του δικαίου, διάτρητος και επιζών, επειδή το χώμα μας προδίδει). Οι αναφορές στην παιδική ηλικία και τους μαθητές (τραγούδια από σχολικές αυλές, με απόλυτη φυσικότητα αν, τραυματική επανάληψη) συνδέουν το ατομικό με το συλλογικό. Έτσι, η μνήμη (πρώτο φιλί, τραγούδια από σχολικές αυλές, λόγω επίγνωσης) ξεφεύγει από την προσωπική υπόσταση, και αποκτά μία υπερ-ατομική διάσταση.
Αν για τον Goldman ένα καλλιτεχνικό έργο είναι η έκφραση ενός οράματος για τον κόσμο, τότε η ποίηση της Αρτεμίου-Φωτιάδου αποκαλύπτει με συλλογική συνείδηση έναν κόσμο γεμάτο αγωνίες που δραπετεύουν μέσα από το όνειρο, καθιστώντας την αλογία όπλο ενάντια σε μία παράλογη πραγματικότητα. Γιατί τελικά η ποίηση της Αρτεμίου-Φωτιάδου μας ξαναδίνει την αίσθηση της γλωσσικής πράξεις με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο αποδομώντας με την ανοικειωτική χρήση του λόγου την πολιτική κοινωνία και δείχνοντας πόσο ριζικά αμφισβητήσιμα είναι όσα εκλαμβάνουμε ως προφανή και αυτονόητα.
Έτσι όμως η ποιητική της οδηγείται σε μία ανοιχτότητα. Ο λόγος της με τις υπερρεαλίζουσες διαστάσεις του γίνεται πολυσημικός και ανοιχτός στην ερμηνεία. Το άλογο, η ζωηρή εικονοποιία και το στοχαστικό υλικό συμπυκνώνονται για να ανοιχτούν στις ερμηνευτικές εκδοχές του αναγνώστη. Το ποιητικό κείμενο καλεί τον αναγνώστη όχι να ερμηνεύσει την αλήθεια του, αλλά να το βιώσει. Είναι ένας διαμορφωμένος πάνω στον παράλογο οδηγός που κατευθύνει, κατά τον Iser, τη φαντασία του ακροατή προγραμματίζοντας τον τρόπο που θα ήθελε να “διαβαστεί”.
Η Αρτεμίου-Φωτιάδου αμφισβητεί μεθοδικά και οργανωμένα, την κυριαρχία της λογικής στη ζωή και στην τέχνη. Μολονότι δεν υπάρχει κάποιος γλωσσικός αυτοματισμός, είναι εμφανής η κυριαρχία του ψυχικού αυτοματισμού. Το άλογο δύσκολα συλλαμβάνεται λογικά. Η μόνη δυνατότητα που έχει ο αναγνώστης να το αντιληφθεί είναι με τρόπο ομόλογο προς τη δική του δομή, ενορατικά ή κατ’ αίσθηση. Το άλογο, άλλωστε, έχει να κάνει με το αχανές υπόγειο οντολογικό σύμπαν –τόσο της ποιήτριας όσο και του αναγνώστη. Οι όψεις του αποτελούν άλλοτε παραμόρφωση του κόσμου ή του ειδώλου του κι άλλες φορές έναν αταίριαστο συνδυασμό εικόνων μέσα από το κοσμοείδωλο του δημιουργού, που αλλοιώνουν την πραγματικότητα.
Ας μη λησμονούμε πως άλογες καταστάσεις συναντούμε ήδη από την αρχαία ελληνική ποίηση. Η διαφοροποίηση και η έκφραση των καταστάσεων αυτών εξαρτάται από τις γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της κάθε εποχής. Οι εξωτερικές δυνάμεις που επηρεάζουν τον άνθρωπο συχνά εσωτερικεύονται ως άλογες εικόνες. Οι άλογες καταστάσεις προκαλούν στον άνθρωπο ορισμένη εμπειρία για το πώς βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο γενικότερα.
Η υπερρεαλίζουσα γλώσσα, της Αρτεμίου και το ταξίδι στο όνειρο διαμορφώνουν μία πλούσια εικαστική που ορίζεται από τη συντηρητικότητα. Το μαύρο (βλέμμα κατά τας γραφάς, αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα, υπαγόρευση) συνεπικουρείται εικαστικά από την κυρίαρχη νύχτα και το σκοτάδι (κυοφορία, REM, αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα, χωρίς τον Φρόυντ η, επιστρέφω, και ο Έρως πάντα τυφλός;, άνεμος Ιούλη μήνα), στην οποία παραδόξως διακρίνονται το κόκκινο (κυοφορία, αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα, ασύνδετη εξάρτηση, αιτίες επανάστασης), το γαλάζιο (ασύνδετη εξάρτηση) κι ο ουρανός (όπως θα έπρεπε να είναι, ασύνδετη εξάρτηση).
Πρόκειται όμως για τη χώρα του ύπνου (πρώτο φιλί, χωρίς τον Φρόυντ, τραυματική επανάληψη, graffiti ή μία χαμένη εικονογράφηση, με τις ανάλογες αφιερώσεις, λόγω επίγνωσης), όπου απαντώνται πουλιά (όπως θα έπρεπε να είναι, βλέμμα κατά τας γραφάς, graffiti ή μία χαμένη εικονογράφηση) και πρόσωπα αγαπημένα (αν υπάρχεις σε άλλο χρώμα). Η προσφυής γενικότερα λογοτεχνική πρακτική την ενύπνιας κατάστασης και του ονείρου τής επιτρέπει να κινείται αδιάκριτα στον χώρο και τον χρόνο, σε μια εξωλογική πραγματικότητα, ανακαλώντας εικόνες και κοινωνικές καταστάσεις.
Ο ονειρικός χώρος της Αρτεμίου Φωτιάδου είναι άχρονος. Δεν προσβάλλεται από τη φθορά και τον θάνατο, συνδέοντας τον κόσμο του αισθητού με εκείνον του ασυνείδητου. Η ονειρική διαδικασία αναδεικνύει τη δυνάμει υπάρχουσα πραγματικότητα της δημιουργού. Το όνειρο είναι μια μορφοπλασία της νύχτας με ενεργητική μορφή ενοποιώντας σε σχήματα και μορφές επιθυμίες κι απογοητεύσεις, αγωνίες και φόβους, σε έναν αναπαραστατικό ιστό. Το όνειρο δικαιολογεί τις συνειρμικές εικόνες ως μέσο έκφρασης των συναισθημάτων, φόβων σκέψεων κι αγωνιών που βρίσκουν διέξοδο στην ποίηση, εκφράζοντας την απαίτηση για ζωή ελεύθερη κι ουσιώδη μακριά από τα ψεύτικα συναισθήματα. Ο πόνος, ο θάνατος, ο έρωτας και οι δυσκολίες είναι μέρος της αληθινής ζωής. Η πραγμάτευσή τους μέσα από την αλογία δεν εμποδίζει τις συνθέσεις της να αγγίξουν τον αναγνώστη∙ αντίθετα, πέρα από τις στοχαστικές ατραπούς που τον οδηγούν, τους δείχνουν έναν άλλο τρόπο να αντιμετωπίσει τις δικές του αγωνίες.

πρώτη δημοσίευση