΄Εντιτλες και άτιτλες μικρές και ανθρώπινες κραυγές διαμαρτυρίας ανιχνεύει κανείς στην «Κβαντομηχανική»,την τρίτη ποιητική συλλογή του Κύπριου Ανδρέα Μαλόρη. Διαμαρτυρία ακραιφνώς ποιητική για τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου, για την «ομορφιά στο νοίκι», καθώς αυτή σταδιακά μετακομίζει από το σώμα, το οποίο φιλάρεσκα στα χρόνια της νιότης κατοικούσε.
Η απώλεια της ζωτικότητας, ο θάνατος γενικότερα ως θέμα στην ποιητική τέχνη αποτελεί διαχρονικά βασικό άξονα έκφρασης. Από τον ΄Ομηρο μέχρι τις μέρες μας, η λειτουργία της ποίησης αντλεί πολλαπλές εμπνεύσεις από την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική έννοια του θανάτου, γεγονός που καθιστά πολύ μεγάλη πρόκληση την οποιαδήποτε λογοτεχνική επαναδιαπραγμάτευση του θέματος, εάν ο δημιουργός δεν έχει να προσδώσει στο θέμα μια καινοτόμο ποιητική σύλληψη, μια προσωπική πρόταση, η οποία θα εκπλήξει ευχάριστα τον αναγνώστη, καθώς το οικείο εμφανίζεται με το ένδυμα της ανοικείωσης, μια βασική λειτουργία της καλής ποίησης, την οποία ο Μαλόρης επιτυχώς εφαρμόζει, προσφέροντας τέχνη του λόγου,η οποία έχει περάσει από τις μυλόπετρες της νοητικής και γλωσσικής επεξεργασίας. Σε μια εποχή η οποία χαρακτηρίζεται από αυξητική τάση στις εκδόσεις των ποιητικών βιβλίων, με τους αναγνώστες και την ποιητική παραγωγή να αποτελούν μονίμως αντιστρόφως ανάλογα ποσά, τα ελάχιστα έστω φώτα προσοχής και δη ανάγνωσης θα κατορθώσει να συγκεντρώσει ο/η δημιουργός που θα ακονίσει την ψυχή του, θα σμιλεύσει τον λόγο του και θα καταθέσει μια όσο το δυνατόν καινούρια διαδρομή, έτσι που ακολουθώντας την ο αναγνώστης να φτάνει στο τέλος εκεί που δεν ανέμενε, με ενδιάμεσους, ενδιαφέροντες σταθμούς. Κι ο Μαλόρης αυτό το επιχειρεί και το κατορθώνει με τον υπαινικτικό του λόγο, με ρητορικού τύπου ερωτήματατα οποία ο αναγνώστης θα επιχειρήσει να απαντήσει στην ιδιωτική πρόσληψη των νοημάτων (Την κραυγή της πεταλούδας ποιος θα την πει; / Ως πόσο / θα κοιταζόμαστε στον καθρέφτη / ατενίζοντας ανόητα κορμιά / είδωλα του αναπόφευκτου;), με πρωτότυπους συνδυασμούς λέξεων (βαρύτονες ψευδαισθήσεις / υγρή αδιαφορία / αντιολισθητικά πλήθη / ανάλγητο άρμα / λιπόθυμη συλλαβή / επίμονα ρήματα / νεοσύλλεκτη λέξη / χειροπιαστό μέλλον / αισχροκερδής ελπίδα), με ορολογία που θα ταίριαζε πιο πολύ σε επιστημονικό σύγγραμμα παρά σε ποιητική συλλογή (κβαντομηχανική / σύμπαν / πυραυλάκατος / πλαγκτόν / αλεξίπτωτο / λάβα / κάλυκας / έκρηξη / μικροσκόπιο / σελήνη /νετρόνιο, πυρήνας / drone / USB ), με λόγο που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως πεζογράφημα (έχει και μια γόνιμη πορεία στην πεζογραφία ο Μαλόρης), αλλά ο εσωτερικός ρυθμός του και η μεταφορική του χροιά του προσδίδουν μια αξιοσημείωτη ποιητική ταυτότητα.
Η συμπύκνωση επίσης, στίχου και νοήματος, είναι κάτι που επιτυγχάνει ο ποιητής, κυρίως στα μικρότερης έκτασης ποιήματά του, τα οποία άτιτλα και ανοικτά σε ερμηνείες, ακολουθούν ως προεκτάσεις ένα μεγαλύτερο και έντιτλο ποίημα. Ανιχνεύει επιπλέον κανείς στο ποιητικό του οπλοστάσιο μία τάση προσωποποίησης αφηρημένων εννοιών όπως η Ομορφιά (Τελικά Ομορφιά/εκεί ψηλά /στα φωταγωγημένα σου προάστια/ζεις κι εσύ στο νοίκι)ή η Λογική (Προς κυρία Λογική. / Ενταύθα. / ) και η Ματαιοδοξία (Τη Ματαιοδοξία στην είσοδο / παρακαλώ μη λάβετε σοβαρά υπόψη.)
Μέσα από τέτοιες ποιητικές προσεγγίσεις, ακολουθώντας την επιλεγμένη αρχιτεκτονική της συλλογής και υφαίνοντας την ποιητική του ιδιοπροσωπία, ο Μαλόρης εκτοξεύεται ωραίος «από πυραυλακάτους εφηβείας», αλλά τον «εξατμίζει στο ανέβασμα/απίστευτη θέρμη/ματαιότητας» (σ.38). Επί του θέματος, ασφαλώς ο Μαλόρης δεν κομίζει ποιητικήν γλαύκαν εις Αθήνας. Επί της ουσίας, όμως, δημιουργεί τη δική του υφολογική πρόταση, μεταγγίζοντας την αγωνία στον στίχο και καθιστώντας συλλογική την πορεία του μέσα από το αβέβαιο, το τυχαίο, το εφήμερο, το αβίωτο και τελικά το αγίνωτο που σφραγίζεται στην ανυπαρξία. Επιτομή της συλλογής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ποίημα « Τρεις γριές απ΄τον βορρά», πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να απεικονίζουν τις Τρεις Μοίρες, με πιο έκδηλη την τρίτη, η οποία με ένα ψαλίδι, σαν την ΄Ατροπο, κυνηγά το μέλλον. (‘Ερχεται και η τρίτη η γριά / που με φοβίζει / βαστά στο χέρι ένα ψαλίδι / κι οργισμένη με κυνηγά.)
Ο ποιητής δεν υιοθετεί υψηλούς μελοδραματικούς τόνους, τους οποίους η θεματική της συλλογής θα δικαιολογούσε. Αντιθέτως σου δίνει την αίσθηση ότι με κάποια συγκατάνευση και νηφαλιότητα πλέον προσεγγίζει την αναπόδραστη μοίρα, αφού πρώτα έχει παλέψει με νόηση και συναίσθημα και έχει αποδεχθεί το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Μαλόρης δεν επαναπαύεται στην ευκολία του θέματος και στην ακόμα μεγαλύτερη ευκολία της διατύπωσής του. Ο ποιητικός του προσανατολισμός έχει στραγγίξει καλά τις σκέψεις του προτού τις απλώσει ως στίχους σε κοινή θέα. Κι αυτό που λαμβάνει ο αναγνώστης δεν είναι ένα εύπεπτο στιχουργικό παρασκεύασμα, αλλά ποίηση με ρηξικέλευθους λεκτικούς σχηματισμούς,στην οποία επιστρέφει με πολλαπλές αναγνώσεις, για να ανιχνεύσει την πολυσημία των νοημάτων της. Η «Κβαντομηχανική»του Μαλόρη αναπτύσσεται ως μια ποιητική αντί φυσική προσπάθεια να ερμηνεύσει αυτό που η νευτώνεια φυσική της ποίησης δεν μπορεί ή αυτό που η συνήθης αντίληψη του κόσμου και της ύλης του ανθρώπου δεν μπορεί μάλλον να περιγράψει και να ερμηνεύσει. Και αυτό που ανιχνεύει κανείς στη συλλογή, είναι ο καλοδουλεμένος στίχος με τιθασευμένη την πίκρα, καθώς εκφράζει την αγωνία της ύπαρξης και του θανάτου. Και πάντα με την επίγνωση ότι «Οι αβίωτες μέρες ελλοχεύουν / στον κήπο του Εφήμερου / αγριεμένες» ή ότι «΄Οσο κι αν καταμετράς / τη λεία της ημέρας / στο σακίδιο θα βαραίνουν / μόνο όσα σου ξέφυγαν / μόνο όσα πέταξαν / πάνω από την κοιλάδα / των επαληθεύσεων».
Μπορεί κανείς να εντοπίσει και αντιστάσεις, τις οποίες μπορεί να εκδηλώσει ο άνθρωπος αν όχι για να ανατρέψει,για να εξημερώσει κατά το δυνατόν την πτωτική του πορεία στα «σαγόνια του χρόνου» ή στο χρώμα του Κορυδαλλού, όμοιο με αυτό του χώματος, καθώς εισέρχεται «κι άλλο σκοτάδι / μέσα σε πιο βαθύ σκοτάδι». Ο Μαλόρης δίνει απαντήσεις αλλά όχι λύσεις. Σαρκάζει εν μέρει τους δοσίλογους έρωτες, αυτούς «που συνεργάστηκαν άψογα με δεύτερες σκέψεις», επενδύει στον έρωτα που αγγίζει την αθανασία καθώς με αυτόν «αποκτά φωνή ο κωφάλαλος κόσμος». Παραμένει εν τούτοις προσγειωμένος και απόλυτα συνειδητοποιημένος για το άφευκτο τέλος, αφού στα τελευταία ποιήματα της συλλογής καταθέτει: «Μην ελπίζεις / ακόμη κι όταν σπιθίσματα/ερωτικής λάβας / εκτινάσσονται στα ύψη). Και η πραγματικότητα αναπότρεπτη ως κατακλείδα της συλλογής και ως επαλήθευση του λυρικού Ποιητή Πινδάρου: «Θα πρέπει να το αποδεχθείς. / Στον αιώνα ετούτο/σε σκιά ονείρου όπως και πριν / θα διασκορπισθείς.)
Μια ποιητική συλλογή στην οποία τα ποιήματα συνομιλούν με ειλικρίνεια, εξομολογητικό τόνο και κοινή συνισταμένη, εκπλήσσοντας με την εκλεπτυσμένη υπερβολή τους, κατά τον John Keats, αλλά με τρόπο φυσικό και αβίαστο. Και που η άγνοια του ποιητικού υποκειμένου είναι εν τέλει αυτή που μπορεί διαχρονικά και συλλογικά να διασώζει μια ελπίδα για το επέκεινα. ( Ναι, ναι, εκεί, εκεί/θα υπάρχει πάντα αυτό που αγνοώ∙ / και όσο αγνοώ ελπίζω.)