Scroll Top

«Ο σφυγμός, ο παλμός» | Λεύκες, Βίκυ Κλεφτογιάννη – Παρουσίαση από τον Γεράσιμο Γκόφα

Με μία πρώτη προσέγγιση στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Βίκυς Κλεφτογιάννη με τίτλο Λεύκες (Κέδρος, 2022) γίνεται ορατή η ικανότητα της συγγραφέως να διηγείται τα συμβάντα, που επέλεξε ως θεμέλια του οικοδομήματός της, με θαυμαστή αφηγηματικότητα. Αν προσθέσουμε σε αυτή την αρετή και την επαρκή ψυχογράφηση των ηρώων της, τότε θεωρώ ότι πληρούνται τα κριτήρια μιας αξιόλογης αφηγηματικής πεζογραφίας[1] και αυτό θα προσπαθήσουμε να στοιχειοθετήσουμε εν συντομία στη συνέχεια.

Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Από πέτρα» εντοπίζουμε μία από τις μπόλικες αξιομνημόνευτες παρομοιώσεις της Β.Κ.:

«Τα δάχτυλά της μοιάζουν με παραμορφωμένα πόδια αράχνης […]»

Και ενδεικτικά άλλη μία εξαιρετική παρομοίωση στη σελίδα 53: «[…] σήκωνε το δεξί της πόδι σε χορευτικές κινήσεις, σαν να έγραφε κάτι στον ουρανό.»

Είναι σαν τα ταξιδεύουμε από τις απαρχές της χρήσης αυτού του σχήματος λόγου, ως την παγίωσή του, από τον Αριστοτέλη ως τον Λέικοφ και διυλισμένη μάλιστα από την ποιητική παράδοση και τέχνη, της οποία η συγγραφέας φαίνεται να έχει επίγνωση[2], αλλά και να την έχει εμφυσήσει στη γραφή της, όπως φαίνεται στο διήγημα του βιβλίου με τίτλο «Πλατεία Ελευθερίας» όπου είναι ευδιάκριτη η ποιητική εσάνς που διέπει μεγάλο μέρος του έργου:

«Εκείνη τη νύχτα, όμως, οι μνήμες λυπήθηκαν να χαθούν μαζί της».

Η επίκληση στην ιστορική μνήμη υπάρχει διάχυτη μέσα στο βιβλίο, με τους ήρωές της να λειτουργούν ως αγγελιοφόροι και να τη μεταβιβάζουν στον αναγνώστη.

Στο διήγημα «Στεφανία» αισθανόμαστε τον σφυγμό μιας μελαγχολίας που συνεχίζει να χτυπά σταθερά σε όλο το βιβλίο ενώ εντοπίζουμε και ψήγματα στοχασμού:

«Κοίταζε τους κύβους ζάχαρης… …να μην έχεις μορφή». (σελ. 17).

και αποδείξεις ότι η περιγραφική ικανότητα της συγγραφέως είναι υψηλού επιπέδου:

«[…] ενώ το σκίσιμο της φούστας εναλλασσόταν αυτάρεσκα στις γάμπες της.» (σελ. 18)

Στη «στροφή», το διήγημα της σελίδας 21, η συγγραφέας φαίνεται να περιορίζεται σε έναν λυρισμό που δεν είναι ικανός να δημιουργήσει έξαψη στον αναγνώστη:

«Τα χρώματα στις ανθισμένες πλαγιές… … Τα πλατάνια, αγέρωχα, συνδιαλέγονταν με τον νοτιά.»

Η άποψή μου ότι πρόκειται ίσως για το πιο αδύναμο διήγημα του βιβλίου, βασίζεται σε ένα τέλος που δεν δημιουργεί κάποια έκπληξη (η οποία ίσως μας έκανε να παραβλέψουμε τον «προβλέψιμο» λυρισμό) αλλά ολοκληρώνει με αντίστοιχο ρυθμό, πεσμένο, την ιστορία. Γενικότερα υπάρχει ως έναν βαθμό μία ελλιπής πραγμάτωση της λύτρωσης σε σεβαστό μέρος του έργου.

Όμως η Β. Κ. έχει πολλά ακόμα χαρίσματα να αντιτάξει, όπως αποδεικνύει η ευφάνταστη προσωποποίηση των εποχών στο διήγημα «ένας πολύ καλός άνθρωπος», ενώ όταν χρειαστεί γίνεται σπαρακτικά επίκαιρη με αφορμή το προσφυγικό ζήτημα, στο διήγημα-κομψοτέχνημα «Δέλτα Αξιού».

Η φωνή της Βίκυς Κλεφτογιάννη είναι χαμηλόφωνη, αλλά με τόνο σταθερό, ενώ δεν λείπουν τα ξεσπάσματα, όπως για παράδειγμα στο διήγημα «κόκκινα μαλλιά» που επιστρατεύει το γρέζι της φωνής της για να μεταφέρει στον αναγνώστη την ένταση της στιγμής.

[1] Τα δύο γενικά κριτήρια που έθεσε ο Απόστολος Σαχίνης στις Προσεγγίσεις, Δοκίμια Κριτικής (Μ. Καρδαμίτσα, 1989), ήτοι η μαγεία της αφήγησης και η πλαστική δύναμη.
[2]
Σε αυτό συντελεί η κριτικογραφία της, που υποδεικνύει μάλιστα ότι έχει ασχοληθεί και με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.

*  Βίκυ Κλεφτογιάννη,  Λεύκες (Κέδρος, 2022)

gerasimos.gkofas@gmail.com