Scroll Top

Μαρία Μπουρμά: Νησί που ψάχνει χάρτη ή η φαντασίωση του τεμαχισμένου σώματος – Παρουσίαση της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Θα ξεκινήσω λίγο ανορθόδοξα λέγοντας πως με τη Μαρία Μπουρμά, δεν έχω καμιά σχέση. Θα μου πείτε προς τι αυτή η “κατάθεση”; Θεωρείστε τη ως μια, μάταιη μάλλον, προσπάθεια να περισωθεί, ό,τι γίνεται να περισωθεί, από το τρωθέν κύρος της λογοτεχνικής κριτικής, που είναι κοινό μυστικό πως εκπορεύεται είτε από εκδοτικά/δημοσιογραφικά συμφέροντα και παρεϊστικα αλισβερίσια, είτε από φιλικά αισθήματα – τα τελευταία δεν είναι μεμτά, εκτός εάν διαδρούν με τα προηγούμενα.

Διόλου εν ολίγοις, λοιπόν, τι θέλω να πω: παρουσιάζω την πρώτη συλλογή της Μαρίας Μπουρμά

Πρώτον: γιατί είναι νέα, και αγαπώ πολύ τη νεότητα.

Δεύτερον: Είναι από την Ορεστιάδα, με την οποία ουδεμία σχέση έχω, αλλά είναι μακριά-πολύ μακριά από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων.

Τρίτον και κυριότερον: Η Μαρία Μπουρμά έχει γράψει μια ωραία συλλογή ποιημάτων δεσμευτική του μέλλοντός της.

Τέταρτον και προσωπικόν, πολύ προσωπικόν: διαβάζοντας την προμετωπίδα-ποίημα Σμήνος φωνών στο μυαλό μου. Βορινό αεράκι το ποίημα βουίζει, αναπόλησα, –με υδαρή νοσταλγία που απεχθάνομαι–, τα παιδικά μου φθινόπωρα στην παραλία της Ασπροβάλτας και συγκινήθηκα πολύ.

Στο προκείμενο: Η πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Μπουρμά Το Νησί που ψάχνει χάρτη (εκδ. Ιωλκός, 2022) είναι ένα κομψό και καλά επιμελημένο βιβλίο 42 σελίδων που περιλαμβάνει μικρά και άτιτλα ποιήματα. Στις ζυγές σελίδες υπάρχουν πεζόμορφα ποιήματα και στις μονές, ποιήματα, κατά κάποιο τρόπο, στιχουργημένα και πιο ρυθμικά, που συνομιλούν μεταξύ τους έμμεσα και με λοξό τρόπο, όπως οφείλουν τα καλά ποιήματα. Για ποια θέματα συνομιλούν; Μα τα θέματα στην Ποίηση είναι λίγα και επαναλαμβάνονται από καταβολής της. Η ποιήτριά μας ως εκ τούτου καταπιάνεται με τον θάνατο, τον χρόνο, τον χώρο, τον έρωτα, τη διάψευση, τη μνήμη κ.ά., πότε με έναν τρόπο ρεαλιστικά εικονιστικό και πότε υπερρεαλιστικά, με μια θερμοκρασία χαμηλής έντασης.

Η Μπουρμά, λοιπόν, ποιεί πάνω στο εύφορο έδαφος των ματαιώσεων –στις οποίες, εξάλλου, είναι αφιερωμένη η συλλογή– και του τραύματος. Ένα τραύμα που πιθανόν είναι αυτοβιογραφικό, αν και λίγη σημασία έχει. Ένα τραύμα που δεν είναι ολόγλυφο αλλά ανάγλυφο, που ουδόλως διατρανώνεται αλλά υπονοείται∙ υπάρχει, όμως, είναι βαθύ και «λύνει» το δέρμα∙ τέμνει το σώμα, το ραγίζει και από τις ρωγμές αυτές το σώμα «διαρρέει», η παρουσία λιγοστεύει. Εναγωνίως και μονοθεματικά σχεδόν στη συλλογή της προσπαθεί να αναδομήσει, να ανασυνθέσει το σώμα κι επομένως την παρουσία του άλλου, του αγαπώμενου.

Ξημέρωμα βρέθηκα στο σώμα σου.
Αποβραδίς συνάντησα τη φωνή σου.
Μουρμουρητό σε ανήσυχα δάχτυλα.
Με νήματα απ’ το σώμα σου
έραψα την αφή σου.
Σταυροβελονιά
μην ξηλωθεί.
Ώσπου, οι κλωστές μας μπλέχτηκαν
κι έγιναν δέρμα.

Η λέξη «κλωστή» –συχνά «κομμένη»– επανέρχεται στα ποιήματά της διότι είναι το μέσον της επαναφοράς του σώματος στην αρχική του κατάσταση∙ με την κλωστή προσπαθεί να ράψει τα κομμάτια τού σώματος, να ράψει τις χαίνουσες ραφές, να μην γλιστρήσει η παρουσία, να μην λιγοστέψει ο άλλος. Και κλωστή δεν είναι παρά οι λέξεις, η μνήμη, η ίδια η ποίηση. Που, όμως, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το σώμα στην εύρωστη και ερωτική υλικότητά του

…Με πρόχειρους υπολογισμούς θα μου χαρίσεις περί τις 4000 λέξεις. 4000 νοητικά και
όχι δακτυλικά αγγίγματα. Έχω γεμίσει πολλές σελίδες ως τώρα. Αφού δεν σώζεται το
σώμα, ας σωθεί η μνήμη.

Όλα γυρίζουν στη γλώσσα και τη μνήμη και όλα εκπηγάζουν από αυτές τις νοητικές λειτουργίες που, όμως, έχουν ως κέντρο τους το σώμα. Ένα σώμα που αν και «εκτεθειμένο» όπως αναφέρει κάπου η ποιήτρια, απελευθερώνει όψεις της ζωής και της ποίησης δυναμικές όπως π. χ. η στέρηση, η έλλειψη, η απώλεια, η πίκρα, η μοναξιά, ο έρωτας, ο φόβος, η φθορά, ο θάνατος.

Η έμφαση που δίνει η Μαρία Μπουρμά στο σώμα αποδεικνύεται και από το σύμβολο του καθρέφτη, ένα αντικείμενο μαγικό και διευρυντικό στον χώρο της λογοτεχνίας, που αποκαλύπτει αλήθειες, ένα αντικείμενο που υποδεικνύει την εικόνα μας, την ενότητα και ολότητά μας. Γράφει στη σελ. 38:

[…] Μόνος μου σύμμαχος, εσύ. Με δείχνεις μεγαλύτερη από τα αντικείμενα του δωματίου. Μεγαλύτερη από τις μνήμες σου. Εστιάζεις πάνω μου. Όλο και πιο συχνά τελευταία, σε πλησιάζω. Ανασαίνω πάνω σου, για να βεβαιωθώ πως είμαι ακόμα ζωντανή. Μία από αυτές τις μέρες θα μπω μέσα σου.

Και ο καθρέφτης, διά της ποιήτριας, απαντά:

Σταθερός παρατηρητής σου.
Τεντωνόσουν και σε χωρούσα ολόκληρη.
Τώρα σ’αγκαλιάζω σε κομμάτια.
Μαζί σου μαθαίνω να μετρώ.

Πάλι το κομμάτιασμα, πάλι το θρυμμάτισμα του σώματος ή αυτό το ψυχικό βίωμα το οποίο ο Λακάν ονομάζει φαντασίωση του τεμαχισμένου σώματος.

Στην προσπάθειά της να προστατευτεί από το τραυματικό παρόν η ποιήτρια ή το ποιητικό υποκείμενο (όπως θα λέγαμε στη θεωρία της Λογοτεχνίας) καταφεύγει στην ασφάλεια της παιδικής ηλικίας.

Αριστερά, ο πατέρας με την πίπα.
Στα δεξιά, η μητέρα,
ζωγραφιά σε κορνίζα.
Εγώ, προστατευμένη στη μέση.

Στον παιδικό χωροχρόνο το σώμα δεν κινδυνεύει, δεν εκτίθεται, είναι ζεστό και αρραγές

[…] Κάποια μέρα, παραμέρισα κάθε ρούχο κι άφησα το σώμα μου εκτεθειμένο. Με
χλεύασες για το ροζ του δέρματός μου. Κι έτσι ξαναντύθηκα. Πήγα μπροστά στον
καθρέφτη. Άγγιξα την μπλούζα μου. Σκληρή σαν πέτρα. […] πήγα στο μπαούλο που
κρατούσε η μητέρα μου τα παιδικά μου ρούχα. Έψαξα και βρήκα αυτό που έμοιαζε πιο
άνετο και ζεστό. Το φόρεσα και ταίριαξε απόλυτα.

Η ποίησή της αν και προσωπική, με μια εσωτερική ευθραυστότητα, δεν ομφαλοσκοπεί∙ διαλέγεται με τον κόσμο, με τον εξωτερικό αστικό χώρο, μαθαίνει από αυτόν

Παράξενο κολλάζ
η πολυκατοικία απέναντι.
Το ένα μάτι της
πόρτα ανοιχτή,
η άλλη κλειστή
Παρατηρώ εξ αποστάσεως.
Για να ανοίξω
κάποια μέρα
το παράθυρο μέσα μου.

Αλλά και ο χρόνος δεν είναι μια υποκειμενική συνθήκη στην ποίησή της, μια ιμπρεσσιονιστική εκδοχή∙ ο χρόνος έχει αντικειμενικότητα, γιατί

Το ζευγάρι της απέναντι πολυκατοικίας θα μπορούσε να έχει αγαπηθεί – αν υπήρχε
χρόνος. […] Η μητέρα στον τέταρτο, ίσως να είχε προλάβει να διαβάσει το παραμύθι –
αν υπήρχε χρόνος.

Για την ποιήτριά μας, ο χρόνος συνιστά την αλήθεια, η αλήθεια είναι μια λειτουργία του χρόνου.

Ολοκληρώνοντας, η Μαρία Μπουρμά αφορμώμενη από τις βιωματικές «εγγραφές» της και έχοντας αξιοποιήσει τις σπουδές της στη δημιουργική γραφή(δεν είναι τυχαίο πως το τελευταίο δίστιχο της συλλογής, Μου δίνεις μια δεκάρα να πληρώσω τ’ άστρα μας παραπέμπει με ασφάλεια στον εισηγητή της δημιουργικής γραφής σε επίπεδο ακαδημαϊκό, Μίμη Σουλιώτη) παρουσιάζει μια ποίηση πυκνή, αφαιρετική, μικροπερίοδη, χωρίς ηχηρές λέξεις και αφηρημένες έννοιες, ενεργητική και κατά κανόνα ενεστωτική και πρωτοπρόσωπη. Χωρίς αοριστίες και ομιχλώδη ή λυρικοπαθή διανοήματα, με φρέσκιες εικόνες και εύστοχες παρομοιώσεις. Με ρυθμικό βηματισμό και ροή απρόσκοπτη. Η ποίησή της είναι λυπημένη, θλιμμένα υπαρξιακή, «κομμάτια κάρβουνο». Η ίδια ισορροπεί σε λεπτές κλωστές και γνωρίζει καλά πως η ζωή είναι ένα παιχνίδι, με στημένους κανόνες, ένα παιχνίδι ατόφιας και σκληρής πραγματικότητας, που ο καθένας προσέρχεται σε αυτό με τα όπλα του. Τα δικά της είναι οι λέξεις, η ποίηση.

Μόνο μια προτροπή: ας γίνουν οι λέξεις πιο αιμάτινες, οι στίχοι ακράτητοι, ακόμα και προκλητικοί. Ας ανεβάσουν θερμοκρασία. Μπορεί να καούν∙ αλλά αφού πρώτα κάψουν.

Και κάτι για τον ευρηματικό και εύγλωττο τίτλο: Νησί που ψάχνει χάρτη. Η Μαρία Μπουρμά θα βρει τη θέση της στον Χάρτη της ποίησης. Προβλέπω πως θα είναι κάπου στη Μεσόγειο. Ένα βορινό αεράκι θα βουίζει και σμήνος πουλιών θα μας ανεβάζουν ψηλότερα, θα υπάρχουν δέντρα σκιερά και το φως, σαν νεογέννητο μωρό, θα περνάει μέσα απ’τα δάχτυλά της.