Scroll Top

Μαρία Καντ (Καντωνίδου), Stanza – Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Ευθαρσώς και στα ίσα

[…] Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες,
του είπε ευθαρσώς και στα ίσα.

Η Μαρία Καντωνίδου, με το ψευδώνυμο Καντ, παρουσιάζει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τον αγγλόφωνο τίτλο Stanza (στροφή) – διακειμενική αναφορά στην ομώνυμη συλλογή του Γ. Σεφέρη – από τις εκδόσεις GUTENBERG, με λόγο συχνά ρεαλιστικό με πλούσια αρχαιοπρεπή στοιχεία, κάνοντας πράξη όσα υπόσχεται. δεν έχει πλέον χρόνο για μυθιστορίες. Στηλιτεύει το σήμερα, σε εφτά ενότητες που περιγράφουν επιρρηματικά κι εμπρόθετα με τους ακόλουθους τίτλους: Ευθαρσώς, Περιπαθώς, Και εμπύρετα, (Υπ)ακούει το σώμα, Εν αγνοία και γνώσει, Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ. Οι υπερρεαλιστικές περιγραφές της, η συνειρμική γραφή -στενά συνδεδεμένη με την εικόνα και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που εμπεριέχεται- ο υπαινικτικός λόγος, η αισθητική συμπύκνωση και η ουσιαστική λειτουργία των επιθέτων, είναι στοιχεία που υπογράφουν καίρια την ποιητική της.
Ο αριθμός εφτά, μοτίβο που επαναλαμβάνεται και διατρέχει όλο το σώμα της συλλογής, καθορίζει και καθορίζεται, καθώς η ποίηση της Καντωνίδου συνομιλεί μαζί του και στις εφτά ενότητες που απαρτίζουν την υπαινικτική της κατάθεση, όπως ο τίτλος του ομώνυμου ποιήματος, («εφτά παιδιά έχω φωνάζει»), στην πρώτη ενότητα με τίτλο («ΕΥΘΑΡΣΩΣ»). […] «Ένας επισκέπτης με κοντή καπαρντίνα τον κοιτά με συμπάθεια και καταγράφει τις τρύπες. Στο μεταξύ ο κούρος σε ασκήσεις εσωστρέφειας, …[…] Την ίδια στιγμή ο ίσκιος του επιδίδεται σε ασκήσεις βιοπορισμού.»
   Εφτά ενότητες οι οποίες στοιχίζονται, επικοινωνούν, συνομιλούν, συνεπάγονται, οικοδομούν τη ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ και των τριών προσώπων, προεξάρχοντος του τρίτου, ωστόσο ο εσωτερικός μονόλογος, η επιτάχυνση, […] «Πώς φεύγεις πριν φύγεις;/Πώς ήρθες πριν νάρθεις;/ (έχε μαζί σου σακ- βουαγιάζ και επιρρήματα)», συχνά μέσω της απεύθυνσης στο β΄ ενικό, […]»Όμως όχι σε αυτό το ενδεχόμενο, διατείνεσαι, όχι σε αυτόν τον ανούσιο θάνατο και χραπ, μου τραβάς τα σεντόνια και, χραπ, μου σηκώνεις το σώμα και χρατς, μου σκίζεις το στέρνο, το τραβάς, το ανοίγεις, του αδειάζεις το άδειο και χώνεις μέσα του μια πεταλούδα- πρέπει να ήτανε λευκή, …» είναι από τα στοιχεία που διακρίνονται, κυρίως, στη συλλογή της.
Συχνά, οι τίτλοι της ποιήτριας αποτελούν την εισαγωγή του κειμένου της κι αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερη σύλληψη, όπως στο ποίημα με τίτλο: («το τίποτε είναι τίποτε»), […] «-Το τίποτε δεν είναι κενό. Το τίποτε είναι τίποτε, λέω.», η επωδός συνομιλεί με την εισαγωγή του επόμενου («γι’ αυτό στον ακάλυπτο»), […] Γι’ αυτό και στον ακάλυπτο δεμένη τη σκάλα/την κρατάω. Με ζύγια κι ένα χοντρό λουρί…», ενώ στην ενότητα με τίτλο («ΕΜΠΥΡΕΤΑ») η συνομιλία αφορά το εγώ και το ασυνείδητο, καθώς αναδύεται ανάμεσα στους ίσκιους και τ’ αδιέξοδα, [..] «Τι κρότος κι αυτός ο ίσκιος/βραδιάτικα, και τι αυτάρκης/(και τι ταμπούρλο μνησίκακο, ράπα-παπάμ, ράπα παπάμ)/Στο ξαναλέω για πολλοστή φορά,/θα σβήσω το φως και θα σε σβήσω/ή θα σου πάρω την οθόνη προβολής.»
   Πλούσιος λόγος, διακειμενικές συνδέσεις, συνθέτουν ένα υπερρεαλιστικό «τεριρέμ», («τι φωνασκούν τ’ αγάλματα στην αγορά»), αναρωτιέται ο τίτλος του ομώνυμου ποιήματος, κάνοντας σαφή αναφορά στον Κ. Π. Καβάφη. Κι άλλες φορές, («επέστρεφε»), καλεί […] «Ώρα εβδόμη πρωινή,/Επιμένεις να σε διεκδικούν προστακτικές…», και άλλες ως υπόμνηση, η καθαρεύουσα «τι άνθρωποι τ’ αγάλματα εις τα μουσεία.» Φ. Κάφκα, Γ. Σεφέρης, Μ. Λαϊνά, Λ. Μπόρχες, Φ. Γκ. Λόρκα, Βλ. Ναμπόκοφ, ακούγονται σαν μουσική στους στίχους της ποιήτριας.
Η ποίηση της Μαρίας Κάντ επιζητεί μία συνέχεια. Τα κείμενά της, συχνά σχεδόν χωρίς στίξη, πασχίζουν να διατρέξουν τον χρόνο, […] «Είπε ο χρόνος:/Ψάχνω να γεννήσω τ’ αυγά μου. Ή και τοπίο “άλλοθι που”, έχω τους κοιλιακούς γυμνασμένους. Εξ αρχής αποκλείω τις φωλιές, το χιόνι και το άσπρο σεντόνι….», να μαγέψουν με τις πλούσιες μεταφορές τους, […] «φιλιά και μουσικά κουτιά με μανιβέλες κάτω από τον ίσκιο ενός κυριακάτικου βουνού ή ενός βράχου, απαραιτήτως ιερού, ή έστω, μιας εμπριμέ τέντας στα πέριξ.», και ιδιαιτέρως με τα ρήματα κίνησης, να συνοψίσουν ό,τι υποσυνείδητα συσσωρεύτηκε.
Το ονειρικό και οι ψυχαναλυτικές ψηφίδες παραπέμπουν σε σαφείς υπερρεαλιστικές επιρροές, όπως εκείνη του Α. Εμπειρίκου, καθώς επιχειρείται συνειρμικά, σχεδόν χειρουργικά, η βαθιά τομή στη γλώσσα και στο ασυνείδητο. μα και ο Μ. Μητσάκης τι χαρά θα ένιωθε για το («Παράπονο του μαρμάρου») του…, «Τι άνθρωποι τ’ αγάλματα εις τα μουσεία,/δεν σιωπούν, δεν κλαιν, δεν ξεκαρδίζονται, δεν χαιρετιούνται μεταξύ τους, δεν αποχαιρετούν/Αργότερα θα μάθουν ότι καιρός δεν ήταν πια./Α, τι λύπη, όταν το μάθουν.»
   Οι θεματικές της Καντωνίδου σπονδυλωτά αναπτυγμένες διαπραγματεύονται τις ωδίνες του βίου, το απαράλλαχτο γαϊτάνι του, έρωτας, η μοναξιά, η μάχη με την ωριμότητα, τα κοινωνικά στερεότυπα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η κοινωνική δικαιοσύνη, και ο θάνατος. Κείμενα με πλούσιες αρετές, οι οποίες αντλούν, αρκετά συχνά, την έμπνευσή τους τόσο συμβολικά όσο και γλωσσικά και από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο Ονήσιλος, ο Ίκαρος, «Στις Σκουριές του λαυρίου αριθ. 7/βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο/(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)/- ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν./ Έχει προηγηθεί ο ήλιος.», η Μήδεια, ο δούρειος ίππος είναι κάποια από τα σύμβολα που συναντώνται και ως τίτλοι.
Το δίπολο άντρας – γυναίκα αποτελεί κεντρικό θέμα διαπραγμάτευσης για την ποιήτρια. Η Μαρία Καντ είναι μια σύγχρονη «ανατόμος» των ποιητικών πεπραγμένων, ωστόσο από τους στίχους της, τις καλογραμμένες πρόζες, μα και τα κείμενα μικρής φόρμας που εμπεριέχονται στα δύο τελευταία κεφάλαια, αναδύεται αριστοτεχνικά η ένωση της αστικής αντίληψης με το διακείμενο. Η Μήδεια, «Με λένε Μήδεια Τάδε και…/ αύριο δεν θα φάω πρωινό μαζί σας καλές μου. Όχι το ξέρετε καλά. Να καταπιώ δεν θα μπορώ και θα έχει ο λαιμός μου κλείσει…», η Λολίτα, […] «Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα – /και πώς σημαντρίζουν τα φωνήεντα/ ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο/ ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο/ΤΑ στο δια ταύτα ανέκαθεν…»,το αντικείμενο του πόθου του Λόρκα, η γυναίκα της διπλανής πόρτας, το αέναα στερεοτυπικά μεταδιδόμενο γυναικείο πρότυπο της Σαλώμης, στο πρόσωπο της Λίτσας, της Λήδας. τα εφτά πέπλα, οι εφτά πληγές του Φαραώ, υπαινίσσονται αιχμηρά από τη συγγραφέα, καθώς αναδύεται το κοινωνικό στερεότυπο που διαιωνίζει τη διακοσμητική θέση της γυναίκας.
Η γυναίκα ως παράπλευρη απώλεια, η σύγχρονη, η θυμωμένη, […] «Γιατί μου έρχεται στο νου η εικόνα με έξω τα μέσα της; αναρωτήθηκε ο άντρας. Πέταξε χάμω το φουστάνι της και το πάτησε. Γιατί μου έρχεται στο νου ετούτη η εικόνα με τα έξω μέσα του; αναρωτήθηκε η γυναίκα. Τράβηξε το σίδερο από την πρίζα και του το πέταξε στο μέτωπο. Ακούστηκε ένα τζάμι να σπάει. Το βράδυ κοιμήθηκε με το φουστάνι της.», η γυναίκας μπιμπελό, η υπάκουη, η αναπαραγωγική, η γυναίκα ως δοχείο ηδονής, […] «Οι οδηγίες ήταν σαφείς – επτά είδη ένδυσης και υπόδησης (συμπεριλαμβανομένων φο μπιζού στον λαιμό), όνομα με ένα τουλάχιστον υγρό σύμφωνο (Λίτσα, Λήδα, Σαλώμη και άλλα)…».
   Μα πόσο άδικη θα ήταν η ζωή, και η Μαρία Καντωνίδου το γνωρίζει, αν δεν υπολόγιζε και την πλευρά του «Άλλου». του καλλιτέχνη, του συνθέτη, του ψαρά, του «ελάσσωνος», με το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, […] «Το πρώτο βράδυ της νέας δεκαετίας χωρίς τη μητέρα του, ο Δ.Χ. πέφτει στο ημίδιπλο κρεβάτι του και την ονειρεύεται. Είναι ανάσκελα και τον έχει γεννήσει. Γύρω του πηχτά νερά – γιατί με γέννησες, θυμάται να της λέει, ήμουν καλά εκεί μέσα.»,τη μάχη με τα στερεότυπα που του δίδαξε το ίδιο το αντίθετό του, την πορεία του προς την ενηλικίωση και την ωριμότητα, […]Στο κάτω – κάτω είκοσι χρόνια είναι πολλά, είπε ο Δ.Χ. και άρχισε να καταβαίνει τη κυλιόμενη σκάλα που ανέβαινε….[…] “Πρέπει πάση θυσία να επιστρέψω προτού επιστρέψω”, της είπε. Πιο αμυχή αλλιώς η επιστροφή μου.», τη μάχη του με τις στερεοτυπικά κοινωνικά επιβεβλημένες σιωπές. […] «Η σιωπή είναι πολλά πράγματα, κατέληξε ο Δ.Χ./Κυρίως είναι ένα πράγμα – χαμαιλέων.»
   Άραγε υπάρχει ελπίδα για το τόσο βασανισμένο δίπολο; Εκείνος κι εκείνη, άνδρας – γυναίκα. Η ποιήτρια επιχειρεί να δώσει μια απάντηση στην επωδό της ποιητικής της συλλογής:

Περίμενέ με,
[ακολουθούν τροπικά επιρρήματα σε –ως]
όπως: περιπαθώς, σεμνώς και εναγωνίως

καθώς ταιριάζει σε μια πράξη συνάντησης

Μπορεί και να μην εμφανιστώ.
Θα με θυμάσαι όμως να έρχομαι

Καθ’ οδόν θα χαράξω τα αρχικά μου
                                   στην άσφαλτο.

 

Μαρία Καντ (Καντωνίδου), Stanza, εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 2021