Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο της Mαρίας Λαϊνά με τίτλο «Τι όμορφη που είναι η ζωή» ( β΄έκδοση) από τις εκδόσεις Πατάκη. Ένα βιβλίο χείμαρρος, στην ουσία ένας εξομολογητικός μονόλογος μια γυναίκας που διαπιστώνει πως μετά από χρόνια βρίσκεται στην ίδια ψυχολογική θέση που είχε κάποτε βρεθεί η πεθαμένη μητέρα της. Τι σκέφτεται;Tι αισθάνεται; Tι ελπίζει; Φλερτάρει απλά με την κατάθλιψη ή βιώνει την κατάθλιψη ολοκληρωτικά και όλα της φαίνονται δύσκολα; O ανελέητος χρόνος, παράλληλα, δρα αρνητικά στην ψυχολογία ενός τέτοιου ανθρώπου που παλεύει με τους δαίμονες και τις εμμονές του. Συνειδητοποιεί ότι η μαμά της δεν πέθανε ξαφνικά, αλλά έσβηνε σταδιακά με τα χρόνια, έφθινε, ξεθώριαζε. Συνειδητοποιεί επίσης πως η φίλη της έχει δίκαιο όταν αποκαλεί τον χρόνο απατεώνα, καθώς βρίσκει τον τρόπο πάντα να την υπερβαίνει. Η τέχνη είναι αυτή που μπορεί να την παρηγορήσει για την πραγματικότητα εν τέλει. Η αφηγήτρια παραπαίει ανάμεσα στο δικό της παρόν και το παρελθόν με την μητέρα της. Αναπολεί, διερωτάται… κάποια στιγμή απευθύνεται σε β΄ενικό στην μητέρα της: «Θυμάσαι που σε πήγαινα εδώ κι εκεί μόνο και μόνο για να είμαι στο τέλος της μέρας ευχαριστημένη; Θυμάσαι που σου αγόραζα τσιγάρα, ήθελες συνέχεια τσιγάρα,που σε ρωτούσα κάθε τόσο τι θέλεις, θέλεις κάτι μητέρα; Θυμάσαι που είχα κι ένα σκύλο μαζί μου, ένα μικρό μαύρο δανεικό κανίς, που σου άρεσε και το κοίταγες καμιά φορά; Θυμάσαι που σου κρατούσα το χέρι; Θυμάσαι πώς περίμενα, με τι αδημονία περίμενα να εκφράσεις κάποια επιθυμία για να την εκπληρώσω; Θυμάσαι μητέρα πόσο ανόητη και επηρμένη υπήρξα; Θυμάσαι με τι αυταρέσκεια σε ρώταγα την επόμενη αν πέρασες καλά, πόσο καλά πέρασες, πώς εκβίαζα τα «ναι» και τα «πολύ καλά», σου πέρασε ποτέ από το νου μητέρα πόσο ευχαριστημένη κοιμόμουν το βράδυ γιατί η μέρα που έπρεπε να την αφιερώσω σε σένα είχε περάσει; Θυμάσαι μητέρα την ανακούφισή μου στο τελευταίο φιλί που σου έδινα με αγάπη; Θυμάσαι μητέρα την ανυπόμονη ζωή στα μάτια μου;»
Η γυναίκα έχει ακόμα ψήγματα αστικής ανατροφής, ζει μόνη, αναφέρεται η παρουσία μίας φίλης, αναθυμάται και σχολιάζει ό,τι έχει συμβεί χρόνια πριν τότε που ζούσε η μητέρα της. Η σχέση τους πρέπει να ήταν δύσκολη, να είχε αγκάθια, να κουβαλούσε όλα όσα συνεπάγεται το εκρηκτικό δίπολο μάνα-κόρη. Η μορφή της μάνας καθοριστική. Αλλά η μάνα ταυτόχρονα αποτελεί και το κλειδί για να ερμηνευτούν διάφορα πράγματα. Και αυτό το « τι όμορφη που είναι η ζωή » μπορεί να θυμίζει την ταινία του Μπενίνι και να ακούγεται χαρμόσυνο και ευωδιαστό, αλλά μπορεί να κρύβει μια πίκρα και να συνεπάγεται μια ειρωνεία. ΄Οποιος συνεχώς επιδιώκει να κοιμηθεί για να μην ακούει, να μην σκέφτεται, να μην αισθάνεται, αυτός βιώνει κατάθλιψη, σίγουρα ο τρόμος έχει φωλιάσει ύπουλα μέσα στου εσώτερο εγώ του. Και είναι οι μέρες βαριές, ανόητες, ασήκωτες, κουραστικές, γεμάτες πόνο, απαξίωση, αηδία, αναμονή .
«Έχετε ταυτιστεί με τη μητέρα σας, κυρία Λαυδάκη, και πρέπει να καταλάβετε ότι δεν είστε εκείνη». Ποιος το είπε αυτό; A, εκείνος ο στοχαστικός γιατρός που γράφει και ποιήματα, ο στοχαστικός γιατρός που έχει καταδυθεί στα βάθη της ψυχής μου και γι ΄αυτό μου τον κουβάλησε η φίλη μου, όχι, εμένα, κουβάλησε σ΄αυτόν. (σελ.60)
Ρέουσες αναμνήσεις- μελαγχολικές – σε μια φάση που κάνει έναν απολογισμό που τη συντρίβει, σε μια χρονική στιγμή που δεν βιώνει καμία χαρά ,αλλά κατακλύζεται από ανησυχία, συναισθηματική αστάθεια και σύγχυση. Τα χάπια μόνιμος συνοδός. Η ζωή δεν την παρηγορεί, ούτε κι η φίλη της, ο μόνος ίσως σύνδεσμός της με το παρόν. Όσο για την απελπισία, εννοείται πως της έχει γίνει τρόπος ζωής, μια δεύτερη φύση.
H κυριαρχία του χρόνου ύπουλα πολλές φορές διαπερνά τον άνθρωπο. Και όταν το ποσοστό της χαράς και της ομορφιάς που μας αναλογεί τελειώνει, τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Υπάρχει όμως και η Τέχνη για την οποία οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρονται καθόλου. Άλλοι όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται, αλλά τους είναι και φόρτωμα. Άλλοι, αντίθετα, έχουν την Τέχνη πολύ ψηλά και αναφέρονται ακατάπαυστα στην θεραπευτική της αξία, αφού έχει τη δύναμη να γιατρεύει και την ψυχή και το σώμα. (σελ. 66-68) .
Η ποιήτρια Mαρία Λαϊνά καταθέτει μια χειμαρρώδη γραφή, μια αισθαντική αφήγηση για καταστάσεις δύσκολες που ταλανίζουν την ανθρώπινη ψυχή. Βασανισμένη η αφηγήτριά της από μια μακρά διαδρομή, αγριεμένη από ό,τι την πονά, ανατρέχει στο παρελθόν και αφουγκράζεται το παρόν. Ένας ποιητικός μονόλογος από μια δυνατή σύγχρονη ποιητική φωνή.