Scroll Top

Μαρία Μαμαλίγκα “Μερκάντο” | Γράφει ο Αναστάσης Μαδαμόπουλος

Μαρία Μαμαλίγκα, Μερκάντο, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2024

Γράφει ο Αναστάσης Μαδαμόπουλος

«Η μεταμνήμη και η εκδίκηση της ποίησης»

Κατασταλαγμένες σκέψεις για τη νουβέλα της Μαρίας Μαμαλίγκα «Μερκάντο»

I. Χωροχρονικές συντεταγμένες και αφηγηματικές διευθετήσεις

α) Ο τόπος – οι τόποι

Η ιστορία διαδραματίζεται σε πολλούς τόπους, κάτι ασυνήθιστο για αφηγήσεις μικρής έκτασης όπως οι νουβέλες. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πολυεπίπεδο αφήγημα. Η διαδοχή των επιπέδων δράσης δηλώνεται τόσο από τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή όσο και από τον πρωτοπρόσωπο, την ηρωίδα, στη χωροχρονική ένδειξη που προτάσσεται κάθε καταγραφής της στις ημερολογιακές σελίδες.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί εκ περιτροπής τις σύγχρονες διαφορετικές πορείες της Εστρέλα – Ντέφνε – Εστρέλα και των συγγενών της. Ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί τα πρόσωπα και τους τόπους της δράσης. Ο πρωτοπρόσωπος καταγράφει στο Ημερολόγιό του τη δική του πορεία αλλά και τις εικασίες του ή τις πληροφορίες που διαρρέουν, από επίσημα στόματα ή φήμες, για τους εκτοπισμένους συγγενείς του.

Η πορεία του πρωτοπρόσωπου αφηγητή: Ρόδος, Μαρμαρίς, Σμύρνη, Πόλη, Ρόδος, Ασντόντ (Παλαιστίνη), Γέιλ.

Η πορεία των συγγενών: Ρόδος, Χαϊδάρι, Κεντρική Ευρώπη, στρατόπεδο εξόντωσης και επιστροφή στην Ασντόντ για τη μόνη διασωθείσα.

Και οι δύο αφηγηματικές γραμμές είναι καμπύλες.

Των συγγενών ο κύκλος δεν ολοκληρώθηκε, έμεινε ένα βίαια αποκομμένο και καμένο τόξο, πλην της Χάνα που ο κύκλος της έκλεισε, αλλά δεν συνέπεσε το τέλος του με την αρχή του – διαγράφοντας κάτι σαν τμήμα σπείρας.

Ο κύκλος της κεντρικής ηρωίδας ολοκληρώθηκε, όμως το τέλος του γίνεται μια νέα αρχή, καθώς ένας επόμενος κύκλος δημιουργικής ζωής αποκαλύπτεται ότι έχει ήδη ανοίξει και εξελιχθεί.

β. Ο χρόνος της ιστορίας και ο χρόνος της αφήγησης

Ο χρόνος της ιστορίας οριοθετείται από τις ημερολογιακές καταγραφές: 25 Ιανουαρίου 1943 έως 9 Οκτωβρίου 1947 και με ένα αφηγηματικό άλμα τον τριτοπρόσωπο αφηγητή στον επίλογο εκτείνεται μέχρι το 1957.

Ο χρόνος της αφήγησης ρέει φυσικά σε δύο παράλληλες κοίτες. Τα γεγονότα παρουσιάζονται κατά τη γενετική τους τάξη όταν τα αφηγείται ο τριτοπρόσωπος αφηγητής. Όσον αφορά τη λεγόμενη «διάρκεια» παρατηρούνται αφηγηματικές διαστολές και συστολές, αφηγηματικές ελλείψεις αλλά και πυκνές παύσεις κάθε φορά που παρεμβάλλονται οι ημερολογιακές σημειώσεις.

Στις αφηγηματικές παύσεις προσφέρονται ποικίλα πληροφοριακά στοιχεία που αναδημιουργούν αφηγηματικά τον τόπο ή τους τόπους δράσης.

Στιγμιότυπα από τη ζωή στη Ρόδο, τα ήθη και τα έθιμα των μελών της Εβραϊκής κοινότητας, περιγραφές κτιρίων ή τοπόσημων του νησιού, αναφορές επαγγελμάτων και επαγγελματιών επωνύμως, σκηνές από τη ζωή των νέων και των ενηλίκων και, βέβαια, απαραίτητες ιστορικές πληροφορίες για την ταραγμένη εκείνη περίοδο.

Το τέλος του κύκλου είναι η αρχή ενός άλλου.

Ο αφηγηματικός χρόνος στις ημερολογιακές σελίδες δηλώνεται με τους χρονολογικούς δείκτες ως χρόνος συγγραφής, αλλά το περιεχόμενο των σελίδων δεν είναι σύγχρονο με την εγγραφή. Παρατηρούνται πολλές και διαφορετικού βάθους αναδρομές στο παρελθόν (αναλήψεις) αλλά και προβολές στο μέλλον (προλήψεις) κατά μήκος της αφηγηματικής διαδικασίας, αναδρομές στην παλιότερη ζωή της Εστρέλα – Ντέφνε – Εστρέλα και των άλλων μελών της οικογένειας, με μικροαφηγήσεις που μας συστήνουν τους ήρωες, ενδοσκοπήσεις της αφηγήτριας, αξιολογήσεις κάθε φορά της νέας κατάστασης στην οποία περιέρχεται, αλλά και προειδοποιήσεις, προφητείες ή σημάδια για το κακό που έρχεται.

Ο κατακερματισμός της αφηγηματικής ύλης στις ημερολογιακές  καταγραφές με τα μπρος και τα πίσω, το μέσα και τα έξω, τα πάνω και τα κάτω, γίνεται σελίδα τη σελίδα το αφηγηματικό εικονιστικό αποτύπωμα της διαταραγμένης ψυχής της ηρωίδας τις στιγμές που ο νους της ψηλώνει ή βουλιάζει. Με κινηματογραφικούς όρους η αφήγησή της εξελίσσεται με ταμπλό βιβάν ή σαν διαδοχή εικόνων, που λόγω του δραματικού κατεξοχήν χαρακτήρα τους μοιάζουν με τα χτυπήματα του έμπειρου πεταλωτή, μια στο καρφί και μια στο πέταλο, αν και συχνά πυκνά χτυπούν επανειλημμένα στο καρφί προκαλώντας ανυπόφορο, διαπεραστικό και παρατεταμένο πόνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην τριτοπρόσωπη αφήγηση. Παρά την απόσταση που συνήθως κρατά ο παντογνώστης αφηγητής δε λειτουργεί πάντοτε ως απρόσωπος παρατηρητής, καταγραφέας ή ερευνητής.

Γι’ αυτό τον λόγο και η συγκίνηση που προκαλείται στα μέρη αυτά καθόλου δεν υπολείπεται των τραγικών ημερολογιακών μερών. Οι δύο αφηγητές συντονίζονται απόλυτα ώστε με τις κατάλληλες δόσεις πόνου κατά την εναλλαγή τους να παρασύρουν τον αναγνώστη στην περιδίνηση που προκαλούν οι αφηγήσεις παγιδεύοντάς τον ασφυκτικά και προκαλώντας έτσι τη μέγιστη αναγνωστική μέθεξη και ηδονή, εκ του τραγικού ωστόσο αναδυόμενη.

ΙΙ. Μια αυθόρμητη συνανάγνωση με την Οδύσσεια

Κάθε ανάγνωση σαν δίχτυ τυλίγει τον αναγνώστη. Από τα «μάτια» του διχτυού, όσο μικροσκοπικά κι αν είναι, διακρίνονται και εκπέμπουν όλες οι προηγούμενες αναγνώσεις του των άλλων βιβλίων, πολύ δε περισσότερο των αρχετυπικών. Κάθε ανάγνωση μοιραία εξελίσσεται σε συνανάγνωση. Για πολλά χρόνια δίδασκα Ομηρικά Έπη. Ήταν αδύνατο λοιπόν να μη ξεφυτρώνουν σκηνές, τόποι, πρόσωπα, καταστάσεις και τεχνικές όσο διάβαζα το συναρπαστικό επύλλιο της Μαμαλίγκα. Διαπιστώθηκαν συγκλίσεις και αποκλίσεις, ομοιότητες, τροποποιήσεις, παραλλαγές, πολλές και ενδιαφέρουσες:

α. Οι δύο εκ περιτροπής αφηγήσεις: Τριτοπρόσωπη, όπως στο μεγαλύτερο μέρος της Οδύσσειας, και πρωτοπρόσωπη όπως κυρίως στους Απολόγους του Οδυσσέα προς τους Φαίακες (σελ. ι, κ. λ, μ).

β. Οι δύο αφηγηματικές γραμμές (ανεξάρτητα από το ποιος αφηγείται): Η ιστορία της Εστρέλα (Τηλέμαχου και Οδυσσέα, καθώς φέρει γονίδια και από τους δύο ομηρικούς ήρωες) και ιστορία των συγγενών (Οδυσσέα).

γ. Οι λόγοι που κινούν τα πρόσωπα: Ο πόλεμος (Οδυσσέας με τη θέλησή του, συγγενείς χωρίς τη θέλησή τους). Τα προσωπικά προβλήματα και η αφόρητη ενδοοικογενειακή κατάσταση (Τηλέμαχος – Εστρέλα). Επίσης, η αναζήτηση του εαυτού, η ανάγκη να προχωρήσουν οι δοκιμασίες που θα συμβάλουν στην ενηλικίωση των δύο νεαρών ηρώων.

δ. Οι περιπέτειες των συγγενών που δεν καταλήγουν ωστόσο σε πολυπόθητο νόστο (όπως του Οδυσσέα) εκτός φυσικά από τον έκκεντρο νόστο της Χάνα, αλλά και οι περιπέτειες της Εστρέλα που παλιννοστεί προσωρινά, όχι ευτυχισμένη, και συνεχίζει με νέους κύκλους περιπετειών, όπως ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος σε αρχαίες εξωομηρικές παραλλαγές του μύθου.

ε. Οι αλλαγές ταυτότητας και οι πλαστές ιστορίες του Οδυσσέα, όταν επέστρεψε στην Ιθάκη και η προληπτική πλαστοπροσωπία της φυγαδευμένης Εστρέλα – Ντέφνε, καθώς και η ανάκτηση της πραγματικής της ταυτότητας κατά τον νόστο της ως Ντέφνε – Εστρέλα.

Εδώ ίσως θα πρέπει να αναφερθούν και οι δυσκολίες της Εστρέλα να αναγνωρίσει τη γενέθλια γη, όχι λόγω ομίχλης (Οδύσσεια) αλλά λόγω της εξαφάνισης του εβραϊκού στοιχείου (της αύρας, της λαλιάς, της ζεστασιάς του), η αποτυχία δηλ. λόγω συνθηκών, της βίωσης του νόστου, καθώς επίσης και η αυτόματη αναγνώρισή της από τη Χάνα στην Ασντόντ (αναγνώριση Οδυσσέα – Λαέρτη, η τελική στην Οδύσσεια).

στ. Η διάκριση αφήγηση – μίμηση (δραματοποίηση). Οι ποικίλοι αφηγηματικοί τρόποι (περιγραφές, επεισόδια, διάλογοι, μονόλογοι εσωτερικοί) που παραδειγματικά εμφανίζονται στο έπος και υιοθετούνται στη νουβέλα ως επικρατέστεροι εξάλλου αφηγηματικοί τρόποι σε όλη τη Λογοτεχνία.

ζ. Οι αναδρομές στο παρελθόν και οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις με πληροφορίες για τη μοίρα των απόντων.

Στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος μαθαίνει ευχάριστα νέα για τον πατέρα του από τον Μενέλαο, ενώ η Ντέφνε τραγικά για τους συγγενείς της από τον πρόξενο που της δίνει και την εμφιαλωμένη επιστολή του αδελφού της. Κατά τη γνώμη μου εδώ συμβαίνει μια αντιστροφή της Ομηρικής Νέκυιας, η ανάδυση από τον Κάτω Κόσμο της αδελφικής φωνής, που ενημερώνει για το ολοκαύτωμα και το φρικτό τους τέλος. Επίσης, στους Απολόγους μαθαίνουμε για τις δεκάχρονες περιπέτειες του Οδυσσέα πριν φτάσει στο νησί των Φαιάκων, όπως τα γράμματα της Χάνα μας ενημερώνουν για τα πάθη των εκτοπισμένων, αλλά και για το πού αποδίδει η ίδια τη σωτηρία της. Τη δωροδοκία δηλ. του Αγγέλου του θανάτου από τη μητέρα της, όταν ήταν ετοιμοθάνατο μωρό, που εξηγεί και τον τίτλο της νουβέλας «Μερκάντο».

η. Η πικρή ενηλικίωση της Εστρέλα – Ντέφνε μέσα από απώλειες, πένθη, εκτοπισμό, χειρωνακτική εργασία, ένταξη σε ομάδα αριστερών, συγχρωτισμό με διανοουμένους, καθοδήγηση και υποστήριξη από μέντορες και η αντίστοιχη, διαφορετική ωστόσο, ενηλικίωση του Τηλέμαχου μέσα από ευθύνες οργάνωσης και πραγματοποίησης ταξιδιού, επίσημη επίσκεψη σε βασιλικά ανάκτορα, εμψύχωση από βασιλιάδες όπως τον σοφό Νέστορα. Και οι δύο επιστρέφουν ετοιμοπόλεμοι, ο ένας για τη μνηστηροφονία και η άλλη για να σηκώσει υπομονετικά τον σταυρό της μέχρι την ακαδημαϊκή της επιβράβευση.

θ. Τα όνειρα ως λειτουργικοί καταλύτες της αφήγησης

Στη νουβέλα ο ρόλος τους είναι πιο σύνθετος, ενώ στην Οδύσσεια λειτουργούν μόνο σαν προειδοποιήσεις, παρακινήσεις ή προγραμματισμοί μελλοντικής δράσης. Και στο Μερκάντο, βέβαια, κάποια όνειρα γίνονται εφιαλτικές προφητείες, ανησυχητικά ή τρομακτικά σημάδια της επικείμενης απροσδιόριστης συμφοράς, θρυαλλίδες επίφοβου μέλλοντος. Λόγου χάρη το όνειρο του Μ. με τον βαρκάρη, που τον οδηγεί στον Αχέροντα (σελ. 38). Άλλοτε τα όνειρα είναι ενύπνιες επαναλήψεις συγκλονιστικών γεγονότων (σελ. 42) ή εκδικούνται (σελ. 55), επαναπροβάλλουν εικόνες της χαμένης πατρίδας (σελ. 61), εικονοποιούν τους μύχιους φόβους της εγκυμονούσας (σελ. 65), στήνουν σουρεαλιστικές σκηνές (σελ. 67), συμβολοποιούν το διπλό πένθος (σελ. 70) ή την αγωνία για το αύριο (σελ. 71) είναι όνειρα ποιητικής και παραλληλίζουν τη δημιουργία του ποιητή με τα αυγά του μεταξοσκώληκα (σελ. 74), σκηνοθετούν παρελάσεις παπουτσιών (σελ. 77), ευγνωμονούν τους γενναιόδωρους νεκρούς (σελ. 87) ανοίγουν πηγάδια θανάτου και καλούν σε βοήθεια (σελ. 102).

Οι ανοίκειες εικόνες των ημερολογιακών ονείρων δημιουργούν ένα παράλληλο σκοτεινό καλειδοσκοπικό σύμπαν διευρύνοντας τη φριχτή πραγματικότητα και πλέκουν απίστευτα ψυχωτικά επεισόδια ισομεγέθους ακρότητας με τα υφιστάμενα πάθη της οικογένειας όπως τα αφηγείται ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, στο πλοίο,  στο τρένο, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στους θαλάμους αερίων. Σαν βάλσαμο στάζουν σε αντίστιξη εικόνες της ειρηνικής ζωής στη Ρόδο πριν τον εκτοπισμό, με τα ανέμελα παιδικά χρόνια, την ανθρωπολογική, εθνολογική και γλωσσική πολυφωνία, τα σκιρτήματα του πρωτόγνωρου έρωτα, τα ολοζώντανα πορτρέτα των ανθρώπων. Είναι στιγμές που ως αναγνώστης χωρίς να το καταλάβεις μετατρέπεσαι σε θεατή και ακροατή της ξεχασμένης ταινίας μικρού μήκους της Χέλγκας Λαντάουερ «Diversions». Γίνεσαι μάρτυρας σκηνών που λες πως κόπηκαν από εκεί, πότε για να γεμίσουν τα κενά της αφήγησης, πότε για να ευχαριστήσουν το μάτι, πότε να συνταράξουν ή να πλαισιώσουν με τα απαραίτητα ειδυλλιακά ή εξπρεσιονιστικά εφέ τις κεντρικές εικόνες, άλλοτε να γεφυρώσουν τα χθόνια με τα υποχθόνια πεδία. Σαν ένα ρέκβιεμ για τον παλιό κόσμο που καταποντίζεται ή μία ουβερτούρα στην τρομαχτική Συμφωνία του Νέου Παράλογου Κόσμου που καλπάζει και σαρώνει, συμφωνία για μια μεταλλαγμένη ανθρωπότητα, χωρίς πλέον ανθρώπους.

ΙΙΙ. Η μεταμνήμη και η εκδίκηση της ποίησης

Στη νουβέλα-επύλλιο λείπει η «Μνηστηροφονία», η κορυφαία πράξη από το τρίτο μέρος της Οδύσσειας. Είναι αλήθεια πως τα θύματα παραμένουν αδικαίωτα. Τους άρπαξαν τη ζωή πριν την ώρα τους, τα εξαφάνισαν, όσα επιβίωσαν θυσίασαν τα καλύτερά τους χρόνια, θρηνούν βουβά τις απώλειές τους και συνεχίζουν όπως μπορούν με τα σημάδια αναλλοίωτα στα μπράτσα, τη μνήμη, τις ψυχές τους. Μπορεί να δικαιωθεί η στάχτη;

Η χαρισματική και τυχερή ωστόσο Εστρέλα παίρνει την εκδίκησή της από την Ιστορία που πάντα επιβάλλεται αμείλικτα και απρόσωπα. Μελετά και εκδίδει παραδοσιακή ποίηση αντλώντας την από τα βάθη των αιώνων. Στο μεσαιωνικό γαλικιανό τραγούδι, το οποίο κλείνει σαν εξόδιο άσμα τη νουβέλα, η κόρη σκοτώνει με το ίδιο του το μαχαίρι τον Μαύρο που την κέρδισε στα χαρτιά από τον πατέρα της και έκανε εκείνον κηπουρό, τη μάνα της μαγείρισσα, ενώ ξέκανε τα τρία αγαπημένα της αδέλφια. Εμφανείς οι αναλογίες με την Εστρέλα, την ηρωίδα μας, και την οικογένειά της.

Τώρα πια η κόρη καμαρώνει, έχει τον πατέρα της, τη μάνα της και τ’ αδέλφια της. Στην πραγματικότητα της νουβέλας η Εστρέλα δεν τους έχει. Όμως με την εκδίκηση της κόρης στους στίχους του τραγουδιού είναι σαν να τους έχει. Αυτό το σαν δίνει ζωή στον εαυτό της, μια παράταση κι έναν λόγο που να κάνει την παράταση ανεχτή και αξιοπρεπή. Το μαχαίρι της Εστρέλα είναι η Ποίηση, όπου με συμβολικό τρόπο σαν πράξη απόκρυφη τελεστικής μαγείας δικαιώνονται οι αδικοχαμένοι. Στην Τέχνη η δικαίωση δεν μπορεί παρά να είναι Μίμησις, μία «πράξις σπουδαία και τελεία», όπως αρμόζει σε καλλιτέχνες, σε μιμητές (για ν’ αναφερθώ και στο ομότιτλο βιβλίο του καθηγητή της Άουερμπαχ που τον καθιέρωσε). Αφιερώνει την μελέτη της η Εστρέλα σε ανθρώπους της καρδιάς της, στον μέντορά της και στην πρώτη και μεγάλη της αγάπη, αφού η καρδιά είναι εκείνο το κέντρο του ανθρώπου που ζητά τη δικαίωση.

Η Εστρέλα του Γέιλ είναι η εξέλιξη της μικρής Ροδίτισσας Εβραιοπούλας που στα δεκαπέντε της διάβαζε τους Αθλίους, ταυτιζόταν με την Τιτίκα, δανειζόταν βιβλία και μάθαινε γαλλικά καθώς έτσι θα κατακτούσε σε βάθος τη γλώσσα της λογοτεχνίας, πίστευε ότι τα βιβλία αλλάζουν τον άνθρωπο και τον βοηθούν να βλέπει τον εαυτό του με καινούργιο βλέμμα κάθε φορά.

Είναι ακόμη η Ντέφνε της Πόλης που παρακολουθεί την πνευματική κίνηση, εργάζεται σε εκδοτικό οίκο, συγχρωτίζεται με συγγραφείς, δημοσιεύει το πρώτο της ποίημα στο περιοδικό «Ανατροπή», εμπνέεται από τον φιλόλογο μέντορά της που συμφωνεί μαζί της ότι η Ανάγνωση σώζει ζωές και τα βιβλία είναι σωσίβια (Όχι μόνο των αναγνωστών αλλά και των συγγραφέων τους, θα πρόσθετα).

Η Εστρέλα του Γέιλ είναι, εν τέλει, η καλλιεργημένη διαχειρίστρια επώνυμων και ανώνυμων θυμάτων, μια διανοούμενη ταγμένη στη διατήρηση της μεταμνήμης, μία ακόμη ανάμεσα στους διάσημους αναγνωρισμένους ομόθρησκούς της που θέλησε κι αυτή να δώσει φωνή στις άφωνες σκιές των πεθαμένων της.

Όπως υποστηρίζει η Μαρία Στεπάνοβα στο εξαιρετικό πολυμεταφρασμένο βιβλίο της «Η ανάμνηση της μνήμης», η μεταμνήμη δεν είναι ιστορία, είναι αντιιστορική. Συμπεριφέρεται στο παρελθόν σαν ένα ακατέργαστο υλικό προορισμένο για προσθήκες και αναδιατυπώσεις.

Οι αρχειακές φωτογραφίες εμφανίζονται ψαλιδισμένες, μεγεθυσμένες, προβάλλονται πάνω σε άλλες εικόνες, ενσωματώνονται σε νέες αφηγήσεις διαφορετικά επεξεργασμένες, με άλλη κάθε φορά σφραγίδα ανάλογα με το πώς εκλαμβάνει ο καθείς το χρέος του, όταν καλείται να παίξει υπεύθυνο ρόλο στη διαδικασία της μεταβίβασης.

Σε μία άλλη ζώνη ευθύνης, ωστόσο, το μαχαίρι της συμβολικής εκδίκησης της Εστρέλα (που καταθέτει την αλήθεια της Ιστορίας ωμά στο Ημερολόγιο και συμβολικά στο Ποίημα που μελέτησε) γίνεται αμφίστομη γραφίδα – μάχαιρα και στο χέρι της συγγραφέως που την επινόησε. Η Μαμαλίγκα με τη νουβέλα της δε γράφει απλά ένα σκοτεινό γράμμα αγάπης προς τη γενέτειρά της τη Ρόδο, όπως ισχυρίζεται σεμνά στο μετακειμενικό σημείωμά της. Αν και προϊόν φαντασίας στο μεγαλύτερο μέρος της η νουβέλα διαβάζεται και ως κείμενο – ντοκουμέντο, κείμενο που φέρνει σε αντιπαράθεση το παρελθόν με το παρόν γυρεύοντας την έννοια της δικαίωσης. Παρατηρεί η Στεπάνοβα πάλι, «Αυτό το πάθος για δικαίωση είναι σαν φαγούρα που μπορεί να διαλύσει ένα σύστημα από τα μέσα, αναγκάζοντάς μας να γυρέψουμε και να απαιτήσουμε δικαίωση και νέμεση, κυρίως όταν η υπόθεση αφορά νεκρούς. Αν εμείς δεν τους υπερασπιστούμε, τότε ποιος θα το κάνει;»

Η Μαμαλίγκα, που σημειωτέον δεν είναι εβραϊκής καταγωγής, το επιχείρησε με τον τρόπο της ηρωίδας της και έτσι εξαγόρασε, πιστεύω, τον Άγγελο της λήθης για το βιβλίο της! Ένα βιβλίο μερκάντο, ξεχωριστό και σωσίβιο μέσα σε χιλιάδες τόμους νέων βιβλίων και απειλούμενο από σωρούς ψηφιακών πληροφοριών στο μεγάλο χωνευτήρι της τεχνολογικής άυλης επιχωμάτωσης. Ένα βιβλίο που δε φροντίζει απλά να κρατήσει ζωντανή την ψευδαίσθηση της παρουσίας των απολεσθέντων ούτε να κάνει πιο ανεκτή την ανυπαρξία τους, αλλά και να μας μπολιάσει με το κεντρί της ενοχής για ό,τι κακό συμβαίνει τώρα γύρω μας ή μεθοδεύεται συστηματικά και αθόρυβα για το άμεσο μέλλον μας. Ας νοιαστούμε οι λογοτέχνες και οι αναγνώστες να διατηρήσουν οι νεκροί τη χρησιμότητά τους, πριν διαβούμε κι εμείς το λιωμένο από μύρια εξόδια βήματα πέτρινο κατώφλι της οξώπορτας.

Οι αφιερωμένοι στο «καθόλου» της Ποιήσεως ας μη αποφύγουμε την εμπλοκή μας – ο καθένας με το όπλο του – και στα «καθέκαστα» της Ιστορίας, λέγοντας ή πράττοντας.

Η ώριμη πρωτοεμφανιζόμενη στην πεζογραφία Μαρία Μαμαλίγκα μάς δείχνει τον δρόμο.

Βιογραφικό Μαρία Μαμαλίγκα

Βιογραφικό Αναστάσης Μαδαμόπουλος