Στη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου Η θάλασσα το πολύ δυνατό στοιχείο είναι οι εικόνες. Εικόνες ποιητικές που συνοδεύουν τον αναγνώστη πολύ μετά την ανάγνωση. Εικόνες που υποβάλλονται μέσα από επιλεγμένες λεπτομέρειες. Μεγεθύνεται η στιγμή, περισσότερο από την πραγματική χρονική διάρκεια, σαν να εστιάζει πάνω στο γεγονός μεγεθυντικός φακός που αναζητά να καταγράψει τις ιδιαιτερότητες. Όπως η μητέρα που καθαρίζει ροδάκινο. Οι σταγόνες του φρούτου στο τραπέζι, η ζέστη, η μύγα που πετάει πάνω στον χυμό να δροσιστεί κι αυτή. Όπως ο φωτισμός της μητέρας από τον ήλιο που δύει.
Ύστερα οι στιγμές γίνονται μνήμες. Που συνοδεύουν την αφηγήτρια και στην υπόγεια πόλη. Που την κρατάνε σε εγρήγορση, συνδέοντάς την με μια άλλη ζωή, ή μάλλον με την πραγματική ζωή και όχι με το υποκατάστατο που βιώνει είκοσι χρόνια.
Ήρθε ένα αυτοκίνητο και με πήρε. Τους άφησα πίσω, παντοτινά καταδικασμένους στη φωτογραφική ακινησία ενός οριστικού αποχαιρετισμού. Έξω από το τζάμι περνούσαν δέντρα που ήταν απλώς δέντρα, και στον ουρανό ταξίδευαν σύννεφα που ήταν απλώς σύννεφα. (σ.43)
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας ορίζει μια αφηγήτρια για να πει την ιστορία, σε πρώτο πρόσωπο. Και καταφέρνει εξαιρετικά να αποδώσει τη φωνή της, είτε στην ενήλικη αφήγηση είτε στις μνήμες, όπου συνταιριάζεται η ενήλικη οπτική με την οπτική της δεκάχρονης και οι φωνές χωνεύουν η μια μέσα στην άλλη.
Το λιώσιμο του παγετώνα στη Γροιλανδία, απόρροια της κλιματικής μεταβολής, φέρνει στο φως ένα μετεωρίτη, κρυμμένον μέσα τους.
[…] ήταν, έλεγαν, ο μεγαλύτερος μετεωρίτης που ‘χε πέσει ποτέ στη Γη. Μα εμένα μου ‘κανε εντύπωση πόσο έμοιαζε με την πέτρα μου, κι ένιωθα πως έκλεινε μέσα του το μυστικό της θάλασσας, όπως η πέτρα τον αμμωνίτη. (σ. 36)
Το αποτέλεσμα είναι τα νερά, βροχές και θάλασσα, να εξαφανίζουν κομμάτια της γης, ενώ οι άνθρωποι προσβάλλονται από έναν ιό που προέρχεται από τον μετεωρίτη. Θανατηφόρο ιό, που εξαπλώνεται γρήγορα, και από τον οποίο ορίζεται ότι θα γλιτώσουν όσοι έχουν στο DNA τους έξι συγκεκριμένα γονίδια.
Είναι εντυπωσιακό πόσο λεπτομερειακά στήνει ο συγγραφέας το σκηνικό του, στο οποίο θα βασιστεί η πλοκή. Με αφόρμηση ένα πραγματικό γεγονός, το λιώσιμο των πάγων, προχωρά σε μια φανταστική, αληθοφανή όμως, δυστοπική πραγματικότητα. Η σύνδεση με τον αμμωνίτη –προϊστορικό θαλασσινό πλάσμα – που βρίσκει η αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, λίγο πριν ξεσπάσει το κακό, αποτελεί έναν ευρηματικό τρόπο σύνδεσης του γενικού με το ατομικό, του παρόντος με το παρελθόν. Η δεκάχρονη τότε αφηγήτρια ζει σε ένα χωριό μακριά από τη θάλασσα, με τους γονείς και τον μικρότερο αδερφό. Ο αμμωνίτης δηλώνει την ύπαρξη της θάλασσας εκεί, πριν από αιώνες. Το δεκάχρονο κορίτσι, που δεν έχει δει ποτέ του θάλασσα, θα είναι από εκείνους που θα επιζήσουν, έχει τη μετάλλαξη των γονιδίων. Και θα είναι το ίδιο πρόσωπο που ύστερα από είκοσι χρόνια θα επιχειρήσει την επιστροφή από την υπόγεια πόλη στην επάνω γη, με την απόφαση να προσεγγίσει τη θάλασσα – διπλός, συμβολικός ο ρόλος της θάλασσας, συμβολική και η όλη πορεία του κοριτσιού.
Μου φαινόταν πως ήμουν ακόμα πιο διαφορετική απ’ όλους γύρω μου, κλεισμένη στο κέλυφος της μοναξιάς μου, και ταυτόχρονα αισθανόμουν πως ήμουν όλα αυτά τα αχνά πρόσωπα που πηγαινοέρχονταν ολόγυρά μου. ότι ήμουν εκείνος εκεί ο άντρας, εκείνο το παιδί, εκείνη η γυναίκα – όλοι. Ίσως έτσι ένιωθαν και οι άλλοι, και γι’ αυτό δεν μιλούσαν, γιατί κάθε διάλογος θα ‘ ταν μονόλογος. (σ. 25)
Δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες για την υπόγεια πόλη. Μαθαίνουμε ότι έχει μια κεντρική πλατεία και γύρω μικρά, αριθμημένα δωμάτια. Ότι έχει κλινικές, σχολεία και κινηματογράφους. Υπάρχει σιωπή, κανένας δεν μιλά για τον τόπο από τον οποίο προέρχεται. Οι κάτοικοι αγγίζονται σπάνια. Δεν τρώνε κρέας, μόνο λαχανικά που καλλιεργούν. Σε θερμοκήπιο εργάζεται και η αφηγήτρια. Εκεί γνωρίζει τη φίλη και μετέπειτα συνοδοιπόρο της, την Ιωάννα. Κάθε μέρα οι ίδιες κινήσεις, μας λέει, ίδιες φαινομενικά με τις κινήσεις των άλλων που δουλεύουν εκεί. Μέσα από αυτή την ομοιομορφία, η αφηγήτρια διακρίνει ανεπαίσθητες διαφορές, που αντανακλούν και τις διαφορές των ανθρώπων, στον χαρακτήρα, στον τόπο από όπου προέρχονται, στις μνήμες. Ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ στην υπόγεια πόλη. Έμμεσα τους δίνει ζωή, εφόσον φωτίζεται και ζεσταίνεται με πάνελ, τα οποία έχουν στηθεί σε μια πεδιάδα. Σκυφτή η ζωή, σκοτεινή με το δανεικό φως, «ρηχά» τα μάτια των ανθρώπων, έτσι παρατηρεί η αφηγήτρια το βλέμμα της φίλης της. Για το πώς χτίστηκε η πόλη και πότε, σε ποιαν έκταση απλώνεται, αν επικοινωνούν οι κάτοικοί της με τους κατοίκους άλλων τέτοιων πόλεων, πώς διοικείται, η αφηγήτρια δεν κάνει αναφορές. Η εστίαση της αφήγησης γίνεται στις μνήμες, σε μια εσωτερική ζωή. Σε μια εσωτερική φωνή που ζητά την έξοδο και τη διερεύνηση μιας ζωής στους τόπους που ερημώθηκαν. Ο αναγνώστης αποδέχεται τη σύμβαση. Όπως στο θέατρο, όπως στο παραμύθι. Έτσι ήταν. Σαν ένα σκηνικό, στο οποίο φωτίζονται ορισμένα μόνο σημεία, τα άλλα μένουν στο σκοτάδι. Ορισμένα σημεία, που είναι αρκετά, για να αποδώσουν την ατμόσφαιρα. Ίσως να προσθέτουν δύναμη με τον τρόπο αυτό στην αφήγηση, καθώς το νήμα δεν διασπάται σε πολλές λεπτομέρειες.
Σαν νέκυια, η άνοδος των κοριτσιών και η διερεύνηση του τόπου. Το σημείο που γίνεται η έξοδός τους φαίνεται να είναι κοντά στο χωριό της αφηγήτριας, αφού κατορθώνουν να βρουν το σπίτι της, και το σημείωμα της μητέρας, κάτω από μια άδεια καράφα. Και μετά αρχίζει ο δρόμος προς τη θάλασσα.
Στο πρώτο μέρος, «Τα πράγματα», ένα συνεχές ζιγκ ζαγκ στην προηγούμενη ζωή και στη ζωή στην υπόγεια πόλη. Στο δεύτερο μέρος, «Το ταξίδι», η έμφαση στο ταξίδι της ανόδου, αλλά με ακτινωτές αναφορές στα προηγούμενα χρόνια. Στο τρίτο, που ονομάζεται «Θάλασσα», γίνεται αυτή η προσέγγιση στη θάλασσα, με όλους τους συμβολισμούς της.
Οι περιγραφές των λεπτομερειών από τα σπίτια, τα χωριά και την πόλη που συναντούν γίνονται χωρίς μελοδραματισμό, αποστασιοποιημένα αλλά με μια υπόγεια ένταση. Απομεινάρια τροφών, απομεινάρια σωμάτων, άθικτα αντικείμενα, αδέσποτα ζώα. Και στο σπίτι της αφηγήτριας το κλειδί μέσα σε αλουμινόχαρτο, να μη σκουριάσει. Ελεγχόμενη συγκίνηση. Μέσα από την οπτική του ανθρώπου που θέλει να ξανακερδίσει τη ζωή.
Η θάλασσα αποκαλύπτεται μέσα από ένα μισοβυθισμένο καμπαναριό. Όλο το χωριό το έχει καταπιεί το νερό. Από το ύψωμα όπου στέκονται οι κοπέλες βλέπουν πλέον μια νέα επιφάνεια, τρία παιδιά να κολυμπούν και ένα νέο μικρό χωριό. Χτισμένο από ανθρώπους που έφυγαν από την υπόγεια πόλη. Εκεί θα εγκατασταθούν η αφηγήτρια και η Ιωάννα. Κι εκεί θα αρχίσει το σταδιακό πλησίασμα της αφηγήτριας προς τη θάλασσα, η συνειδητοποίηση του σώματος, του δικού της και της φίλης της, κάτω απ’ τον ήλιο. Ως την τελική καταβύθιση της αφηγήτριας στη θάλασσα, μια βουτιά εξαγνιστική, και ένα «λάφυρο»: ένα σκουριασμένο κλειδί από τον βυθό, προφανώς κάποιου από τα σπίτια που χάθηκαν.
Μαζί με τη θάλασσα το κλειδί αποτελεί ένα επιπλέον σύμβολο στη νουβέλα: μπορεί και ξεκλειδώνει ακόμη σπίτια, μπορεί να σημάνει ένα άνοιγμα. Μιας πόρτας, μιας επιστροφής στη ζωή. Η θάλασσα φέρνει την καταστροφή αλλά γίνεται και στόχος μιας αναγέννησης. Από ένα κορίτσι που ξέρει να παρατηρεί τις ιδιαιτερότητες των πραμάτων και των ανθρώπων, και να αποθηκεύει μνήμες. Η υπόγεια πόλη μπορεί να σημαίνει καταφύγιο, αλλά τα καταφύγια είναι προσωρινά. Η έξοδος δηλώνει ταυτόχρονα το πλησίασμα σε ένα άλλο σώμα, την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, το άγγιγμα της ελπίδας.
Στην προηγούμενη νουβέλα του Μακρόπουλου Το μαύρο νερό σχολίαζα[1] πως είναι Μια σημαντική παράμετρος η αγάπη, όπως εμφανίζεται και κλείνει τη νουβέλα, με μια εύθραυστη ελπίδα. Και στη Θάλασσα η δυστοπική αφήγηση αφήνει με τους συμβολισμούς και τη δράση των προσώπων ένα άνοιγμα ελπίδας. Για τους αναγνώστες τωρινούς και μελλοντικούς, που -μπορεί να- βιώνουν λογής δυστοπικές καταστάσεις.
[1] «Η πρώτη γεύση», περ. Θευθ, τεύχ. 11, Ιούνιος 2020
Το μαύρο νερό (εκδ. Κίχλη, 2019)
* Μιχάλης Μακρόπουλος, Η θάλασσα, εκδ. Κίχλη 2020