Scroll Top

Μυρτώ Αναγνωστοπούλου: η υπερρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη

   Η Μυρτώ Αναγνωστοπούλου εντάσσεται στη γενιά του ’70 διατηρώντας σαφείς αποστάσεις από τον εσωτερικό μονόλογο της –αποκαλούμενης– Σχολής της Θεσσαλονίκης και κινείται πιο κοντά σε ένα ύφος υπερρεαλιστικό. Κριτήριο ένταξης σε μια γενιά δεν αποτελεί μόνο η γέννηση, αλλά και η πρώτη εμφάνιση στα γράμματα (στην περίπτωση της Αναγνωστοπούλου το 1973)∙ η γενιά ως έννοια απαιτεί κοινές καλλιτεχνικές τάσεις και αναζητήσεις (Χλωπτσιούδης, 2019). Παρά το γεγονός ότι ο Μπακογιάννης (2013) περιορίζει την ποίησή της «στην κήρυξη της πίστης στην αρχέγονη δύναμη του έρωτα», εντούτοις ο προβληματισμός της από νωρίς είναι κοινωνικός, εξαγόμενος από τη μνήμη, και υπαρξιακός με έναν λόγο που ενσωματώνει γόνιμα το υπερρεαλιστικό στοιχείο.
Η τελευταία της ποιητική συλλογή, «κάθε μέρα εκδρομή» (Μανδραγόρας, 2020), συμπλέκει το ατομικό με το συλλογικό και το ερωτικό, το υπαρξιακό με το ονειρικό ανάγοντας τη φωνή της ποιητικής συνείδησης στη σφαίρα του καθολικού και του πανανθρώπινου. Οι συνθέσεις της συλλογής μοιάζουν να πηγάζουν από το όνειρο∙ ένα όνειρο με υπερρεαλιστικό υπόβαθρο. Η σουρεαλιστική πνοή της συλλογής φέρνει στο προσκήνιο μία ονειρική φαντασμαγορία που αποτιμά την αδυσώπητη πραγματικότητα. Μια τέτοια υπερρεαλιστική συμπεριφορά καταστέλλει το ασυνείδητο υλικό μέσω των παραμορφώσεων του ονείρου, προσδίδοντας στην ποιητική της Αναγνωστοπούλου υπαρξιακά χαρακτηριστικά με κοινωνικό υπόβαθρο. Μολονότι απέχει σημαντικά από αυτό που θα ονομάζαμε υπαρξιακή ποίηση, ως υπόστρωμα η υπαρξιακή αγωνία διαπνέει όλη τη συλλογή.
Η Αναγνωστοπούλου μετατοπίζει την αναστοχαστική σκέψη και μεταδίδει με την υπερρεαλιστική γλώσσα μία αίσθηση ελευθερίας που αναγεννάται μέσα από τις αντιφάσεις και τις αταίριαστες εικόνες που πλάθει η φαντασία της. Ο λόγος της προσεκτικά διατυπωμένος ενσωματώνει λειτουργικά τον προβληματισμό της δημιουργού σε κάθε ποίημα. Η γλώσσα της στοχεύει στην ανάδειξη της αγνής αλήθειας των συναισθημάτων με αναφορές στην κοινωνική πραγματικότητα, την ποίηση και τον έρωτα. Η σουρεαλιστική γλώσσα είναι το όπλο της ποιήτριας για την επιστροφή του ανθρώπου στη φαντασία.
Ο στίχος της διακρίνεται από μία σπάνια ευελιξία. Με το άλογο και τις αμφισημίες και έναν λόγο πλούσιο σε εικόνες κι αλληγορίες μέσα στην ολιγόστιχη φόρμα, η Αναγνωστοπούλου αναδεικνύει τον παραλογισμό της εποχής και τις αταίριαστες εικόνες της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο σουρεαλιστικός τόνος αρνείται την υπακοή στον ορθολογισμό και την αποστασιοποίηση του ατόμου. Η ποιητική της εκθέτει το ονειρικό ως έναν άλλο τρόπο μετασχηματισμού του ρεαλιστικού. Η διάκριση ανάμεσα στο αληθινό και το παράλογο περιορίζεται στην σαρωτική επιφάνεια της γλώσσας του κειμένου. Το άλογο και το ονειρικό στη γλώσσα της Αναγνωστοπούλου μεταμορφώνεται σε έναν παράτολμο χειρισμό των λέξεων στις οποίες οι εικόνες καλούνται να ανταποκριθούν.
Η ποιήτρια αναγνωρίζει ότι η γλώσσα είναι αυτή που πλάθει την πραγματικότητα και μέσω αυτής προσπαθεί να την αναδιατάξει και να κατασκευή της δική της πραγματικότητα με μία πολύπλευρη και πληθυντική ποίηση. Δεν αρκείται στην καταγραφή της εξωτερικής εμπειρίες της φαινομενικότητας. Τη μετασχηματίζει σε συναίσθημα και όνειρο και την εκθέτει ως μια εσωτερικευμένη εμπειρία διαμορφώνοντας ένα αισθητικό αντικείμενο. Η ποίηση ως τέχνη δεν έχει στόχο να προσδιορίσει με ακρίβεια την εμπειρία, αλλά να οδηγήσει τον αναγνώστη εκείνος να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβουν τα πράγματα, μετατοπίζοντας το βλέμμα του στο αόρατο ή δυσδιάκριτο αποτύπωμα που αφήνουν στον ψυχισμό και τη συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου και αυτό ακριβώς πράττει η Αναγνωστοπούλου.
Η ρεαλιστική απεικόνιση της κοινωνίας υπονομεύεται από ρευστή εικαστική της και τις αντιθέσεις με τις μετωνυμίες. Η αποαυτοποιημένη γλώσσα αποκτά μία νέα δυναμική, πέραν του στίχου στον οποίο εντάσσεται. Παραφράζοντας το κεντρικό σύνθημα των Γάλλων υπερρεαλιστών, η γλώσσα της Αναγνωστοπούλου αναπλάθει την αίσθηση και οδηγεί τη διάνοια σε νέες κατευθύνσεις αποσπώντας τον αναγνώστη από τη ρασιοναλιστική ερμηνεία του κόσμου και απελευθερώνοντας τελικά το πνεύμα. Με οδηγό τη συνειρμικότητα εξυμνεί τις αγωνίες του ανθρώπου.
Μετατρέποντας τις λέξεις σε σύμβολα και εικόνες ωθεί τον αναγνώστη να στρέφει την προσοχή του σ’ αυτό που βιώνει κατά τη διάρκεια της σχέσης του με το κείμενο μέσω την οπτικής κι ακουστικής συμβολοποίησης. Ο αναγνώστης, άλλωστε, φέρνει στο κείμενο την εμπειρία του παρελθόντος και την προσωπικότητα του παρόντος. Κατά την επαφή του με τα λεκτικά σύμβολα του κειμένου συνθέτει, επιλέγει, συγκρίνει, εκτιμά, αξιολογεί, προσαρμόζει και διαμορφώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Εισέρχεται σε έναν γλωσσικό κόσμο ερμηνεύοντας τη σύνθεση στην πολλαπλή διάσταση που οικοδομεί η ποιήτρια, με την εκφραστική και στοχαστική διάσταση της ανάγνωσης.
Η ποίηση της Αναγνωστοπούλου παρακολουθεί τα αλλεπάλληλα αναποδογυρίσματα του πραγματικού από ένα σύστημα πραγμάτων και λόγου που θέτει τα υλικά κέρδη πάνω από τις ηθικές απώλειες και τις μηχανές ή το κέρδος πάνω από τον Άνθρωπο. Η γλώσσα της, μέσα από τον διαρκή πειραματισμό, ανατρέπει τις προβλεπόμενες δόσεις φανταστικού και συμβολικού, αξιοποιώντας με οδηγό το όνειρο τις δυνατότητες που εγκυμονεί το πραγματικό.

βιβλιογραφικές αναφορές

Μπακογιάννης, Μ. (2013). Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης. Κείμενο ομιλίας από την εκδήλωση «Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης σήμερα». Ε.Λ.Θ.. Θεσσαλονίκη: Τελλόγλειο Ίδρυμα Θεσσαλονίκης (14.10.2013) – http://ikee.lib.auth.gr/record/261932/files/Poiitries%20Thessalonikis.pdf

Χλωπτσιούδης, Δ. (2019). Ποίηση της αγανάκτησης. mandragorasmagazine.gr (23/07/2019) – https://mandragoras-magazine.gr/ποίηση-της-αγανάκτησης-δήμος-χλωπτσι/14772

Δήμος Χλωπτσιούδης, MA Δημιουργικής Γραφής, κριτικός ποίησης | φιλόλογος