Από την πρώτη της εμφάνιση στην ποίηση η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη έθεσε στο επίκεντρο του προβληματισμού της το ανθρώπινο αδιέξοδο μέσα από μία κοινωνιοϋπαρξιακή προσέγγιση. Η Καϊτατζή-Χουλιούμη καταθέτει μία ερμηνεία ποιητική για την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Τον δρόμο αυτό ακολουθεί και η τελευταία της ποιητική συλλογή «όλα σιγούν εκκωφαντικά, ηχούν ακατάληπτα» (Ρώμη, 2020).
Η ποίηση της Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κοινωνική (ο σώζων εαυτόν, ζητείται βροχοποιός, το ναυάγιο, μίλα, συνθήκη ματαίωσης), ενώ άλλοτε συνθέτει μία υπαρξιακή ποιητική θεμελιωμένη σε κοινωνικές αναπαραστάσεις (toy story) ή σε εικόνες μνήμης (βότσαλα, toy story, φωτεινή, μήπως) εκφράζοντας όνειρα και αγωνίες (βακτριανή καμήλα, πέτρες βαριές), αν και δεν μπορεί να ξεφύγει από την αυτοαναφορικότητα (ενότητα «κλειδιά», ως διακειμενική αναφορά στα «ἀντικλείδια» του Γιώργη Παυλόπουλου) και την εξομολογητική διάθεση (ακούω, μήπως, πέτρες βαριές, ότι τάχα, φωτεινή).
Η ιδεολογία της ποιητικής συλλογής συνδέει άμεσα το κοινωνικό περιεχόμενο με την αισθητική. Ο μακροσκελής στίχος με τις ολοκληρωμένες προτάσεις διαμορφώνει έναν λόγο μακριά από τη συναισθηματική ρηχότητα της σύγχρονης ποιητικής. Η δημιουργός αναζητά εκφραστικές διεξόδους στον υπερρεαλισμό. Αξιοποιεί επαναλήψεις και παρηχήσεις (εν υποψία, Μάη, ακολουθία, δέηση, βακτριανή καμήλα, οι φωνές, ακούω, μήπως, ότι τάχα), μετρικό πειραματισμό (κλαίουσα) και ηχομιμητικές λέξεις (να συνεχίσει, νηρον ύδωρ, μίλα, δεν θέλω).
Η Καϊτατζή-Χουλιούμη αναζητά στον μεταϋπερρεαλισμό την ανανέωση της ποιητικής γλώσσας. Η δόμηση της εικόνας οδηγεί στη λειτουργία της πρότασης ως ένα άθροισμα μετασχηματισμένων εκφωνημάτων διαφορετικής προέλευσης. Με την εισαγωγή του λυρικού στοιχείου αποφεύγει τον μυστικισμό και την αναταραχή του ορθόδοξου σουρεαλισμού. Απελευθερώνει τις γλωσσικές συστολές και δημιουργεί λειτουργικούς λεκτικούς συσχετισμούς. Υποβάλλει τη γλώσσα σε ένα μεταϋπερρεαλιστικό τεστ αντοχής, αποκαλύπτοντας πόσο εύκαμπτη μπορεί να γίνει η γλώσσα, αν μείνει ελεύθερη. Τα μεταϋπερρεαλιστικά στοιχεία στην ποιητική της ενσωματώνουν εικαστικές μεταφορές με έναν λόγο συνειρμικό (το ναυάγιο, να καλπάσω, μάνα ψωμί, αρχαία αγάλματα, μια γυναίκα είναι η ποίηση, κραύγαζαν, εμιγκρέδες της τέχνης) ή σαχτουρικές επιρροές (επάλληλα φτερά, κραύγαζαν, συνθήκη ματαίωσης, απόγονος της Ωκυρρόης) οδηγείται σε εξπρεσιονιστικές εκφραστικές διεξόδους (απόηχοι αρχαίας ικεσίας, βακτριανή καμήλα, βότσαλα, πέντε δάχτυλα, σκουριασμένο πλωτό, είναι ένα στάχυ). Η “αναστάτωση” που φέρνει διατηρεί έναν ιδιαίτερο λυρισμό, ο οποίος ενοποιεί την αντιληπτική ικανότητα του αναγνώστη προάγοντας έναν λόγο κριτικό. Η ποιητική λέξη δεν εξαντλεί τη δύναμή της στο σημαινόμενο, αλλά συνδέοντας τη δοκιμασία με τον κοινωνικό χώρο εγκαταλείπει τον περίκλειστο ποιητικό τόπο και γίνεται συλλογικό κτήμα.
Επιρροές –που δεν φτάνουν στον διακειμενικό διάλογο- εντοπίζονται
Η ποιητική διατηρεί λειτουργική σύνδεση με το περιεχόμενο, διαμορφώνοντας πολυεστιακές συνθέσεις. Η Καϊτατζή-Χουλιούμη συνδέει ειδολογικά την ποίηση της κοινωνικής αγωνίας με την υπαρξιακή πάνω στην μεταμοντέρνα υπερρεαλίζουσα γλώσσα. Οικολογικές ανησυχίες (Νηρόν ύδωρ, Ζητείται βροχοποιός) , κομφορμισμός, κοινωνική ανισότητα και φτώχεια ή αδιαφορία για τον Άλλο (ο σώζων εαυτόν, Μάνα ψωμί, Το ναυάγιο) αποτελούν σταθερές θεματικές στη συλλογή. Το μεταναστευτικό και προσφυγικό, παράλληλα, αποτελούν θέματα στα οποία από νωρίς η Καϊτατζή-Χουλιούμη έχει δείξει μία σαφή επιλογή. Τα παιδιά –επίσης πολύ συχνό θέμα στις συλλογές της– μπαίνουν με τρυφερότητα στο ποιητικό κάδρο (toy story, κούκλες), παρά τη ματαιότητα που διακρίνει στο αγώνα του ανθρώπου για δικαιοσύνη (Βακτριανή καμήλα, Camelus Bactrianus, συνθήκη ματάιωσης).
Με λόγο συχνά καυστικό και ειρωνικό η ποιήτρια εκφράζει τις αγωνίες της για το ανθρώπινο δράμα. Το ανθρώπινο τραύμα δεν εντάσσεται όμως σε κάποια μεταφυσική αναζήτηση. Η δημιουργός υπηρετεί μία ποίηση κοινωνιοϋπαρξιακή. Το κοινωνικό στοιχείο αποτελεί την αφετηρία των αναζητήσεών της, διαμορφώνοντας μία ποίηση υπαρξιακών αναζητήσεων για την ίδια την κοινότητα. Το συναίσθημα μιας μάταιης δραπέτευσης από ένα ζοφερό και άδικο παρόν (εν υποψία, δε θέλω, βότσαλα, ότι τάχα, επί ματαίω, πέτρες βαριές, με της βροχής τα δάκρυα) αισθητικά ισορροπείται από τον μεταϋπερρεαλιστικό λυρισμό. Το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί με την ποιητική έκφραση, ως δημόσιο και κριτικό λόγο, να απαλύνει τον πόνο που αισθάνεται με το ανθρώπινο τραύμα. Η ποίηση μοιάζει σαν μία ανατρεπτική πρόταση. Η ενότητα «κλειδιά» αναδεικνύει ότι μόνο η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως απάντηση. Είναι εκείνη στην οποία η ποιήτρια απευθύνει την δική της «προσευχή».
Η Καϊτατζή-Χουλιούμη με έναν σχεδόν μυστικιστικό τρόπο αποζητά η ποίηση να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Δεν ελπίζει σε κάποια ανατροπή της κοινωνικής ισορροπίας, αλλά στη σύγκρουση της αισθητικής και της ευαισθησίας για τον Άλλο. Η ποίηση είναι εκείνη που μπορεί να απεγκλωβίσει το άτομο και την κοινότητα από τις ψευδαισθήσεις και τα συναισθήματα της ήττας και της ματαίωσης, να μετασχηματίσει της ενοχές σε μία νέα πρόταση συναισθηματικής ειρήνευσης και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι μεταϋπερρεαλιστικοί πειραματισμοί της Καϊτατζή-Χουλιούμη – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
17/02/2021