Το μακρύ ταξίδι μέσα από τη φαντασία και τα μεταφυσικά και μυστικιστικά στοιχεία, ένα άγριο και μανιασμένο συνονθύλευμα εικόνων, σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων, προσευχών, ένας μακρόσυρτος υπερκόσμιος ψαλμός παίρνει μορφή και μπαίνει σε τάξη έχοντας χωρέσει πρώτα σε έναν εντυπωσιακά ογκώδη τόμο χιλίων και πλέον σελίδων με ποιήματα καρπούς ενός παραγωγικότατου ποιητή, συγγραφέα, κριτικού θεάτρου και λογοτεχνίας, ενός δημιουργού άκρως πολυποίκιλτου, πολυγραφότατου, πολυδιάστατου.
Η ποίηση είναι η τέχνη που ταιριάζει στον Κωνσταντίνο Μπούρα γιατί φαίνεται να λειτουργεί σαν πυξίδα και χάρτης που του δείχνει τον δρόμο στους λαβυρίνθους της ζωής, της ψυχής και του πνεύματός του, λειτουργώντας σαν τον μεγάλο του οδηγό για την επίπονη και κοπιώδη επιχείρηση της τακτοποίησης του χάους και την εξισορρόπηση της ροής του σύμπαντος μέσα από τα κανάλια απ’ όπου ξεχύνονται οι στίχοι του. Ο χρόνος της κατακτημένης εσωτερικής γαλήνης και συνθηκολόγησης μ’ έναν ανήσυχο εαυτό φαίνεται να τον προστατεύει για να δημιουργήσει. Ο ποιητής δεν παρασύρεται από τα εφήμερα γιατί τον απασχολούν τα αιώνια και μοιάζει να μοιράζεται τη σκέψη του Ίωνα Δραγούμη στα Ημερολόγιά του: «Είναι ο καθρέφτης που μου δείχνει τα πράγματα όλα δροσερά και φρέσκα, όπως τα βλέπει το παιδί, ο πρωτόγονος άνθρωπος, τόσο καθαρά».
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας «ο λεξικάνθαρος» ποιητής της μοναχικής πολυκοσμίας, με τον ανήσυχο νου, το φτερωτό πνεύμα, αλλά και την ορθάνοιχτη καρδιά μικρού παιδιού, συγκέντρωσε σ’ έναν εντυπωσιακό τόμο χιλίων τριακοσίων περίπου σελίδων ένα μεγάλο μέρος της εξίσου εντυπωσιακής ποιητικής του παραγωγής, που θα χαρακτήριζα πολυπρισματική, διότι είναι ένα προϊόν που μοιάζει να προκύπτει από τη πολύπλευρη θέαση του κόσμου, μέσα από μια ψυχική και πνευματική ανύψωση που πετυχαίνει ο ποιητής, έτσι όπως χάνεται από την πραγματικότητα για ν’ αναζητήσει νοήματα και διδαχές όχι μόνον για την ανθρώπινη ζωή, αλλά και για τη ζωή όλων των όντων μικρών, απειροελάχιστων και μεγάλων, κυρίως όμως προκύπτει από την ανάγκη του ν’ αναζητήσει μιαν αλήθεια φωτεινή και αντικειμενική, «μιαν αλήθεια που παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια του σαν από θαύμα, ζωντανό παράδειγμα των όσων πιστεύει» όπως γράφει ο Φερνάντο Πεσσόα στο περίφημο «Βιβλίο της Ανησυχίας».
Τη ζωή, λένε τα μέλη της φυλής Μαορί, την καταλαβαίνεις μόνον όταν κινείσαι ανάποδα, πηγαίνοντας προς τα πίσω, κι εγώ είχα αυτήν την αλλόκοσμη εντύπωση διαβάζοντας το ογκώδες όσο και οργιώδες πόνημα του Κωνσταντίνου Μπούρα, καρπό δουλειάς πολλών δεκαετιών, που μου έδωσε την αίσθηση ότι ο χρόνος δεν έχει κανένα νόημα, γιατί δεν υπάρχει πραγματικά, υπάρχουμε όμως εμείς μέσα στον χρόνο και μπορούμε να περπατάμε με κινήσεις διανοητικές μπρος πίσω, κυκλικά, λοξά και διαγώνια, με δρασκελιές και με άλματα, σαν κάβουρες, σαν λαγοί και σαν ζαρκάδια.
Στην ποίηση ενός δημιουργού που αγαπά έκδηλα το μεταφυσικό στοιχείο και το μετουσιώνει μαγικά στην ποίησή του, μπορεί να εντοπίσει κανείς μέσα από τη δίνη και την περιδίνηση του λόγου την καμπύλωση του χωροχρόνου, την αυξομείωση της πυκνότητας του τετραδιάστατου χωροχρόνου, όπου όταν η καμπύλωση αυτή συμβαίνει ξεπερνάμε ένα όριο όπου παύουμε να αντιλαμβανόμαστε πια την ύλη και τότε μέσα από ένα παράλληλο ξεφάντωμα και έναν θρήνο, εκεί που τον θυμόμαστε τον ξεχνάμε τον χώρο, τον χρόνο και τον πόνο. Αυτό ακριβώς κάνει ο ποιητής μας που το μυαλό του μπαίνει σε μια κούρσα διαδοχής, σε μια πνευματική διαδρομή που προηγείται του χρόνου, προβλέποντας τα γεγονότα, δίνοντάς μας μέσα από χρησμούς, προσευχές και προφητείες, μέσα από μια ποίηση που μοιάζει να έχει βαφτιστεί στο ιερό νερό της παγκόσμιας σοφίας, μια χορταστική μπουκιά της ψυχής του κόσμου.
Γράφει στις Ώρες/μέρες ραδιοφώνου: «Ήμασταν τυχεροί,/ ούτως ή άλλως/ Ακόμα κι αν θα φύγουμε αύριο,/ ακόμα κι αν στερηθούμε τα σώματά μας, ακόμα κι αν μας αποχαιρετήσει του σώματος η πρώτη πυγμή/ πάλι μπορούμε να ανακράξουμε/ χαρούμενα πως ζήσαμε αγκιστρωμένοι/ σε κύματα ραδιοφωνικά,/ σαν το χταπόδι που απλώνει τις βεντούζες του/ στα βράχια τα θαλασσινά/ νομίζοντας πως θα ξορκίσει έτσι τον θάνατο,/ ενόσω οι ταριχευτές μας ετοιμάζουν ήδη την αλμύρα…»
Την «μουσική» στην κάθε «παρτιτούρα» του Κωνσταντίνου Μπούρα, που όπως σε στίχο του ομολογεί πονεί κι ανθίζει μουσική, τις εντάσεις, τις εξάρσεις, σε κάθε adagio ma non tropο, σε κάθε χαμηλόφωνο pianissimo, σε κάθε δακρύβρεχτο lacrimoso, σε κάθε μεγαλοπρεπές και επιβλητικό maestoso, αλλά και ορμητικό furioso τη συνθέτει η σχέση του με το φως. Το φως τον απασχολεί και τον εμπνέει, το φως στην κάθε του έκφανση και κάθε πτυχή στην ιστορία της ανθρωπότητας, το φως στην κάθε του ερμηνεία κι εκδοχή με διάθεση παγανιστική, προσωκρατική, βουδιστική, χριστιανική, μυστικιστική ή απλά διακοσμητική.
Γράφει στο ποίημα Σίσυφος: «Θα ξανακυλίσει το σκαθάρι/ Της Ειρήνης/ Το ρυπαρό φορτίο του./ Μα πόσοι πόλεμοι θα ξανακυλίσουν/ Το λιθάρι του Σίσυφου/ Προς την πλαγιά της απελπισίας;/ Πόσους αγώνες θα δώσει ακόμα/ Η Ανθρωπότητα/ Μέχρι να ενηλικιωθεί;/ Καλύψτε και το τελευταίο Κενό/ Με Φως/ Πριν προλάβει η σκοτεινιά/ Και μας εκπαραθυρώσει/ Στο Πυρ το απώτερον,/ Εκεί που συγκρούονται/ Ύλη και Αντι-Ύλη».
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα πετυχαίνει μια μετάβαση και μια μεταμόρφωση: Τη μετάβαση από έναν κόσμο που ξέρουμε σ’ έναν κόσμο που ξαναγνωρίζουμε και τη θέαση αυτού του κόσμου μέσα από τα αθώα και έκπληκτα μάτια ενός μικρού παιδιού που ήταν κάποτε ενήλικας, ένας ενήλικας που πάλεψε γενναία με τα σκοτάδια του και κατόρθωσε να βγει καθαγιασμένος στο φως το λυτρωτικό, το πρώτο φως, το αρχέγονο, το πρωταρχικό Φάος, και να μπει στην τροχιά του που θα τον απορροφήσει τελικά.
* Κωνσταντίνος Μπούρας, 137 Φάος. ΛΕΞΙΚΑΝΘΑΡΟΣ α-ΦΘΟΝΙΑ ΦΩΤΟΣ.
Το ημερολόγιο της μοναχικής πολυκοσμίας: Τα ποιήματα μιάς ά-Φθονης λιτότητας
Εκδόσεις Νίκας 2021 σελ. 1338