Scroll Top

Ποιητική πρόσκληση σε ένα μπλε δείπνο/ Δάφνη Νικήτα “Το μπλε δείπνο” – Παρουσίαση από την Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Στην έκτη κατά σειρά ποιητική της συλλογή (Το μπλε δείπνο, Εκδόσεις Καστανιώτη 2020) η Κύπρια ποιήτρια Δάφνη Νικήτα μάς προσκαλεί σε ένα μπλε δείπνο, «σερβίροντάς» μας σαν καλή οικοδέσποινα της ποίησης 69 συνολικά ποιήματα, τα οποία από την αρχή υφαίνουν ένα λόγο αυτοαναφορικό, με την ποιήτρια να δηλώνει στο πρώτο κιόλας ποίημα, ομότιτλο της συλλογής:

Το μπλε/αυτό απέναντι/το ξέρω/θα με καταπιεί/ολόκληρη (Το μπλε δείπνο)

Είναι λες και η Νικήτα επιθυμεί να θέσει ευθύς εξαρχής τις συντεταγμένες της συλλογής της, ενεργοποιώντας την ποιητική περιέργεια του αναγνώστη σε σχέση με το χρώμα που επιλέγει (μπλε) και τον τρόπο που θέλει να το προσφέρει (δείπνο). Η ποιήτρια, ωστόσο, δεν παραμένει κρυπτική. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το πρώτο και πολύ σύντομο ποίημα της συλλογής λειτουργεί ως μια συναισθηματική έναρξη ενός ταξιδιού αυτογνωσίας και υπαρξιακής αναζήτησης ανάμεσα σε ήχους και εικόνες, ενός ταξιδιού ως αλληγορία της ζωής, καθώς το μπλε λεκτικά σχηματοποιείται σε φως, αιώνιο φως από το οποίο γεννάται ο άνθρωπος αλλά και προς το οποίο οδεύει, ενώ ο χρόνος της ζωής εξαντλείται και το φως που τον συντηρεί νομοτελειακά αποδυναμώνεται.

το μπλε/αιώνιο φως/η ουσία πέρα από το σώμα/ο χώρος αδειάζει/ η ώρα περνάει…(Φωτεινή βεντάλια)

Η αίσθηση αυτή αποτυπώνεται εντονότερα στην αντίληψη του αναγνώστη, καθώς διατρέχει τα ποιήματα της συλλογής και ερχόμενος αντιμέτωπος με την βαθμιαία ελάττωση του γαλάζιου ζωογόνου φωτός στο δείπνο που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους.

Τα μάτια αυτά /είναι άδεια/ο καπνός τελειώνει/καθώς το φως από /το βλέμμα φεύγει/το σώμα ακίνητο/μέσα στη ρηχή λίμνη/αδειανά/τα μάτια /κι από μέσα τους/γεννιέται/το τσακάλι (Το τσακάλι)

Να υπάρξω /θέλω/ στο φως/πέρα από/τις σκοτεινές πόλεις/που με/γέννησαν (Επιθυμία)

Από το ταβάνι/πέφτουν σκιές/η μια/μετά/την άλλη/μέχρι το λερωμένο πάτωμα/μέχρι να με καλύψουν/ μέχρι να έρθει/το σκοτάδι (Οι σκιές που πέφτουν)

Η ποιήτρια αναμετράται με τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, αυτοψυχογραφείται, σε μια συλλογή με έντονη εικονοποιία, όπου το κάθε ποίημα θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα πλάνο κινηματογραφικής ταινίας, απεκδυόμενο τον τίτλο του και ενδυόμενο το ευρύτερο στοχαστικό πλάνο της ποιήτριας και τη φιλοσοφική πρόθεση που υφέρπει στη συλλογή. Εικόνες αλλά και ήχοι, νότες, μουσική, ξεπηδούν μέσα από τους στίχους σαν αμοντάριστα πλάνα, σαν ασκήσεις διάσωσης αυτού που εν τέλει δεν διασώζεται.

Ένα δέντρο/με τα κλαδιά /του μόνο/χωρίς φύλλα/ακίνητο /η σονάτα ν’ ακούγεται/κάτω από ένα φεγγάρι/που παγώνει /και φλέγεται (Η σονάτα που φλέγεται)

στα κύματα /που κρεμάστηκαν στον τοίχο/βρίσκεται η επιθυμία/ενάντια στον άνεμο/οι νότες τρέχουν/από το ακίνητο σώμα/μια μπαλάντα για τον ωκεανό/που γαληνεύει/λίγο πριν/ η είσοδος/ανοίξει/λίγο πριν / γραφτεί/ το τελευταίο /πρελούδιο (Κύματα στον τοίχο)

Αξιοπρόσεκτος ο τρόπος που η ποιήτρια επιλέγει στις πλείστες των περιπτώσεων να προσφέρει το σώμα της ποίησής της, σχηματίζοντας στίχους ακόμη και μονοσύλλαβους εκεί που το νόημα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και δημιουργώντας έτσι μία αίσθηση διακοπής της συνέχειας, με γραφή που υποβάλλει την ασθμαίνουσα διάταξη των λέξεων.

Υπάρχει/ ο χρόνος/σαν δικαίωμα/που χάνεται (Χρόνος)

πριν το μεγάλο ταξίδι/κάτω από τεντωμένο ύφασμα/ζητώ μόνο/το φως/γίνομαι σώμα/που πάλλεται/μέσα σε τρίγωνο/στο πάτωμα (Φωτεινή βεντάλια)

Σε αυτό το ιδιάζον δείπνο ο αναγνώστης καθίσταται βαθμιαία συνδαιτυμόνας, απορροφώντας τους συμβολισμούς της ποιήτριας. Είναι μια υπαινικτική, χαμηλόφωνη γραφή, χωρίς τάσεις λεξιθηρίας και πυροτεχνήματα βερμπαλισμού. Το νόημα ενδυναμώνεται στη λιτότητά του.

Υπάρχω μόνο/σαν παιχνίδι/σχήμα με μαρκαδόρο/στο πάτωμα (Σχήμα)

Kαι τα 69 ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα ενιαίο σπονδυλωτό ποίημα. Η ποιήτρια επιλέγει, όμως, να το σερβίρει σε μικρές και μεγαλύτερες ποιητικές μερίδες, τις οποίες ο αναγνώστης προσλαμβάνει σαν στιγμιότυπα ζωής. Στιγμιότυπα τα οποία είτε έζησε είτε θα ήθελε να ζήσει, καθώς το μπλε φως συρρικνώνεται στον χρόνο. Διακειμενικά παρεισφρέει στο δείπνο της Νικήτα ο Ελύτης με τον στίχο του από τη Μαρία Νεφέλη: «Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε». Κοινή συνισταμένη η κατά τον Ελύτη «μεταφυσική του φωτός», μία προσπάθεια να πλησιάσει κανείς το αιώνιο μυστήριο.

Πέρα από τον υπαρξιακό προβληματισμό και τις εικόνες που σχηματοποιούν οι λέξεις της Νικήτα με ένα κράμα ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ανεπούλωτο το τραύμα της πατρίδας. Το βίωμα της τουρκικής εισβολής στιχουργικά εμφανίζεται ως «δύναμη μιας μπότας πάνω στο σβέρκο της χώρας/ο ήχος από τα όπλα δεν σταματάει/μέχρι να γεμίσει το χαντάκι/με ζεστή σάρκα και κόκκαλα (Η νίκη ήρθε νωρίς) Μισό σχεδόν αιώνα μετά την τουρκική εισβολή η ποιήτρια γράφει στίχους βουτηγμένους μέσα στις πραγματικότητες ενός πολέμου που συνεχίζει με τον τρόπο του να σκοτώνει τους ανθρώπους, ακόμη κι αυτούς ή κυρίως αυτούς που δεν τον έχουν ζήσει, αλλά πρέπει να τον υποστούν, αφού «οι νεκροί ακόμα μιλούν». (Μνήμη)

Πέρα από τις ορατές πραγματικότητες η Νικήτα και η ποίησή της εστιάζουν και στο αθέατο στοιχείο, αυτό που υποβόσκει και μπορεί να είναι πιο επικίνδυνο χωρίς να φαίνεται.

είναι μέρα αλλά/μοιάζει με νύχτα/που τελειώνει/οι αόρατες ιστορίες/των ανθρώπων/κρέμονται/από τα κλειστά/τζάμια/Πόλη όπως /πόλεμος (Ένα ζευγάρι και ένας πόλεμος)

Τα αόρατα/πάντα ερωτεύομαι /εκεί που ίσως/να υπάρχω (Έρωτας)

Ο έρωτας, η αγάπη ως ζωοποιός δύναμη παραμένει για την ποιήτρια η δύναμη που εναντιώνεται στον θάνατο, που εξισορροπεί την έλξη από το αιώνιο φως.

Αγάπη σαν γάτα/να περπατάει ανάποδα/στα σύννεφα (Ισορροπία)

Μια φορά/η αγάπη/γεννάει βλέμματα (Αγάπη)

Η ένστασή μου ως αναγνώστης αφορά σε κάποια ποιήματα της συλλογής, τα οποία περιορίζονται στον σκληρό πυρήνα του νοήματος ή στην πολύ πυκνή υφή της σκέψης της Nικήτα και τα οποία θα μπορούσαν να κερδίσουν κάποιους στίχους παραπάνω από την ποιήτρια προκειμένου να αποκτήσουν μία προέκταση νοήματος. Η συμπύκνωση αυτή ως αφαιρετική διεργασία στον απόλυτο βαθμό, δίνει εντούτοις την ευχέρεια στον αναγνώστη να ταυτίσει προσωπικό βίωμα και συναίσθημα στη γενίκευση που του προσφέρει η ποιήτρια.

Στο τέλος της συλλογής, «ο χρόνος μοιάζει με την ευτυχία/που τελειώνει» (Ηappy End). Και η συλλογή στο σύνολό της με μια γλυκόπικρη διαδρομή ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο, από την επιθυμία μέχρι το αιώνιο φως.