Scroll Top

Ρομαντικά και ηθογραφικά στοιχεία στη νουβέλα του Ζαχαρία Στουφή “Ο τάφος του διαόλου” – Κριτική από την Λίλια Τσούβα

   Ο Τζ. Τζ. Μπάλλαρντ (James Graham Ballard, 1930-2009), ο διάσημος άγγλος συγγραφέας νουβελών και μικρών ιστοριών, έλεγε πως «ζούμε μέσα σε ένα απέραντο μυθιστόρημα. Ιδιαίτερα για τον συγγραφέα, καθίσταται ολοένα και λιγότερο αναγκαίο να επινοήσει το φανταστικό περιεχόμενο του μυθιστορήματός του. Το φανταστικό είναι ήδη παρόν. Το καθήκον του συγγραφέα είναι να επινοήσει την πραγματικότητα».[i]

Αμφίσημες και πολύμορφες πραγματικότητες οδηγούν στις μέρες μας σε αμφισβήτηση των εννοιολογικών κατηγοριών του χρόνου, του χώρου και της αιτιότητας. Διαμορφώνουν μια νέα ύλη και κίνηση στη λογοτεχνία που προσπαθεί να εντοπίσει το μη πραγματικό στη ζωή.Ο Μαγικός Ρεαλισμός και οι μετανεωτερικές τεχνικές πηγάζουν από αυτή την ανάγκη.

Ο συγγραφέας Ζαχαρίας Στουφής στη νουβέλα του Ο τάφος του διαόλου (ΑΩ 2019) παίζει με τους χρόνους και τις πραγματικότητες, χωρίς να οδηγείται -από απόψεως τεχνικής- στον μαγικό ρεαλισμό, αλλά στη μίξη του μύθου με την πραγματικότητα, του ρεαλισμού με το φανταστικό, της ηθογραφίας με το γοτθικό, της λαογραφίας με τον ρομαντισμό και την υπερπραγματικότητα.

Πρόκειται για αυτοβιογραφική και εξομολογητική κυρίως ιστορία με χρονότοπο τη Ζάκυνθο του προηγούμενου αιώνα και χρόνο αφετηρίας το 1982. Σε αυτήν εγκιβωτίζεται μια αφήγηση που παραπέμπει στο 1909. Διαδραματίζεται στην προβιομηχανική και προεπιστημονική Ελλάδα, σε περιβάλλον επαρχιακό, με θρύλους και προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και στερεότυπα. Οι αντιλήψεις της εποχής είναι ανελεύθερες. Εγγράφονται ωστόσο στο υποσυνείδητο και στοιχειώνουν τις προσωπικότητες, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά τους.

   Ο τάφος του διαόλου είναι μια ιστορία ενηλικίωσης αλλά και μια λαογραφικού τύπου αναπαράσταση της νεοελληνικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα με τις αξίες και την τεχνοτροπία της. Θίγει το ζήτημα της αιμομιξίας, ζήτημα ταμπού σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες του κόσμου και τις συνέπειές του. Το τοποθετεί στην κλειστή κοινωνία της Ελλάδας του προηγούμενου αιώνα και προβληματίζεται για την απόδοση της δικαιοσύνης, καυτηριάζοντας την απουσία της ή υπαινισσόμενος τη Θεία Δίκη. Παράλληλα καθρεφτίζει τον ρόλο της γυναίκας και τη θέση της στην προβιομηχανική αναλφάβητη κοινωνία.

Η ιστορία που αφηγείται φαίνεται να στηρίζεται σε υπαρκτό γεγονός. Το παιδί τέρας που γεννιέται από τον ανόσιο έρωτα πατέρα και κόρης καταγράφεται στη συλλογική συνείδηση ως διαβολικό γεγονός. Γίνεται ο τάφος του διαόλου. Η ιστορία συνιστά και το τέλος μιας εποχής, γιατί στο τέλος του 20ού αιώνα οι μύθοι και οι θρύλοι εξαφανίζονται. Μαζί τους πεθαίνουν και οι άνθρωποι που τους δημιούργησαν, οι νοοτροπίες και οι αντιλήψεις τους, οι πατροπαράδοτες τεχνικές τους. Η επιστήμη και η τεχνολογία, με τις σαρωτικές τους αλλαγές στη σκέψη και τη ζωή, θα εξαφανίσουν αυτόν τον κόσμο που πορεύονταν με όχημα την εμπειρία, το καταστάλαγμα της ανθρώπινης σοφίας μέσα από τους αιώνες, που ήταν άρρηκτα δεμένος με την πανίδα και τη χλωρίδα, την ιστορία και τη ζωή των μικρών κοινωνιών.

Το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηθογραφία, εφόσον πλάθεται με τους θρύλους του τόπου και καταγράφει τα ήθη της υπαίθρου. Ωστόσο περιέχει γοτθικά και ρομαντικά στοιχεία όσον αφορά τη θεματική και τους χαρακτήρες.

Τοποθετεί τον θάνατο στο επίκεντρο της ιστορίας. Η θανατολογία (η θεματική των τάφων και των νεκροταφείων, της νύχτας και των βρικολάκων) αποτελεί γοτθικό και ρομαντικό χαρακτηριστικό. Οι ήρωες του γοτθικού έχουν μια σατανική υπόσταση. Δρουν σε ανήλιαγα δάση και τη νύχτα. Η απεραντοσύνη του ωκεανού και ο επιβλητικός όγκος των βουνών συνθέτουν το φυσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται. Τα γοτθικά μυθιστορήματα γράφονται για να προκαλέσουν το συναίσθημα του φόβου στον αναγνώστη. Όμως τον καθησυχάζουν και τον οδηγούν στην κάθαρση. Χάρη στην ιδιαιτερότητά τους βρίσκονται κοντά στην τραγωδία και το ρομαντικό δράμα.[ii]

Ο Ζαχαρίας Στουφής συνθέτει έναν γοτθικό χαρακτήρα που αγαπά το σκοτάδι. Καθαρίζει τις στέρνες του χωριού. Κατεβαίνει βαθιά στη γη, σαν να πηγαίνει στον Άδη. Κοιτάζει ανάποδα από τις καμινάδες με τον ζεστό καπνό -εικόνα που του θυμίζει την κόλαση- και είναι εξοικειωμένος με τις εκταφές τάφων, αφού ο πατέρας του έσκαβε τους τάφους στο νεκροταφείο του χωριού, του πήγαινε κολατσιό και συμμετείχε στον καθαρισμό των οστών, όπως και στη συλλογή αυτών κατά τη δημιουργία του νέου νεκροταφείου του χωριού.

Επιπλέον, οι χαρακτήρες του Στουφή διακρίνονται από ρομαντική παραφορά συναισθημάτων. Υπερβαίνουν τα όρια και τις συμβάσεις. Η Κερέτα είναι αγγελική μορφή, η προσωποποίηση του καλού, που θυσιάζεται για το «καλό» της οικογένειας και αδικείται κατάφορα. Η Μαύρα και ο πατέρας της είναι διαβολικές μορφές που επιδίδονται στην αιμομιξία χωρίς αιδώ. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής αγαπά το σκοτάδι και τον θάνατο.

Παρότι ρομαντικοί, οι ήρωες του Ζαχαρία Στουφή δεν εντάσσονται στα πρότυπα ενός νέου Sturm und drang. Το κίνημα αυτό (1767-1785) προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα μυθολογία. Επιδίωξε την επανάσταση και την ολοκλήρωση. Οι ήρωες του Στουφή είναι αδίστακτες και αποτρόπαιες προσωπικότητες. Οδηγούνται στην Ύβρη. Όμως δεν τους απονέμεται δικαιοσύνη (Νέμεση). Συνεχίσουν ανενόχλητοι τον δρόμο τους στη ζωή. Και εδώ εστιάζεται ο προβληματισμός που διατυπώνει ο συγγραφέας για την απονομή του Δικαίου.

Η νουβέλα του Ζαχαρία Στουφή καταπιάνεται με το κακό και διακρίνεται από μελαγχολία και απογοήτευση. Η αποξένωση είναι διάχυτη και αναφέρεται ως γενικότερη τραγωδία του πολιτισμού. Το ρεύμα του ρομαντισμού (πρώτο μισό του 19ου αιώνα) διέπεται από μελαγχολικό πνεύμα. Είναι το «mal du siècle» («η αρρώστια του αιώνα»), που παρατείνεται με το spleen του Σαρλ Μπωντλέρ και στα τέλη του 19ου αιώνα βρίσκει την όξυνσή του με την «παρακμιακή» συμπεριφορά (decadence), την αναζήτηση του επιτηδευμένου και του νοσηρού στη λογοτεχνία, του κακού.

Ο Ζαχαρίας Στουφής στο βιβλίο του Ο τάφος του διαόλου περιγράφει τα ήθη της Ζακύνθου του προηγούμενου αιώνα. Μιας κλειστής κοινωνίας με νόρμες τόσο πιεστικές που οδηγούν, όσους τις παραβιάζουν, στην αλλοτρίωση και τους φτάνουν ακόμη και στο έγκλημα, προκειμένου να διαφυλαχτεί η εικόνα, το φαίνεσθαι. Κομφορμισμός και υποκριτικές συμπεριφορές.

Χρησιμοποιώντας τη ντοπιολαλιά και το λεξιλόγιο της εποχής, διανθίζοντας τον λόγο με χιούμορ, εικονοποιία και ζωντανές περιγραφές, ο Ζαχαρίας Στουφής απεικονίζει τη βουκολική ζωή και κουλτούρα ενός αιώνα που πέρασε. Εμπνέεται από την τοπική παράδοση του νησιού του και γράφει μια νουβέλα ευανάγνωστη και ιδιαίτερα ελκυστική, που θυμίζει μεσαιωνικούς θρύλους και ιστορίες.

Βιβλιογραφία

Βλαβιανού, Α., Γκότση, Γ., κ. ά., Ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ΕΑΠ, 2000, σελ. 57, 85-86, 204.

Travers, Martin, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, Βιβλιόραμα, 2005, σελ. 382.

[i] Travers, 2005, 382.

[ii] Βλαβιανού, Α., 2000, 119.