Σαν σήμερα γεννήθηκε ο μικρός αδελφός.
Όταν ήταν μικρός, κατάπιε ένα γεφύρι
πράσινο κυπαρισσί, ώχρα βαθιά,
κεραμιδί – κοκκινόχωμα απ’ τ’ Άλγέρι,
μπλε της Μπαρμπαριάς λίγο έξω απ’ το λιμάνι.
Μόλις ανέτειλε και οι κυρές άνοιγαν για τη μέρα.
Έγινε και αυτός δοξασμένος ζωγράφος, σα μεγάλωσε.
Μόνο που έβαζε ένα λιλά καφασωτό
στην απάνω δεξιά μερία των κοσμικών έργων του.
Κάπως έτσι γεννώνται οι ζωγράφοι
και οι συγγραφείς μαζί.
Η Σοφία Στέλλα Σώσειλου «…μάλα πολλὰ πλάγχθη… πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,… κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά της…», με σπουδές στις Καλές Τέχνες και στην Δημιουργική Γραφή. Eργάστηκε ως σκηνογράφος, διδάσκει Εικαστικές και Πλαστικές Τέχνες, Φωτογραφία και Design και φωτίζει με τα έργα της τον δρόμο της Λογοτεχνίας.
Το βιβλίο της «Όταν το Χρώμα και οι Μορφές γίνονται λέξεις» μοιάζει σα να γράφτηκε μια μέρα φθινοπώρου στην πλατεία του Πύργου. Του Πύργου της Τήνου. Απόγευμα. Ο Νικόλαος Γύζης από το Σκλαβοχώρι, παιδάκι περαστικό -λέει- για δουλειές του πατέρα, συνάντησε το Νικηφόρο Λύτρα, παλικάρι, στην κρύα βρύση του χωριού. Η συγγραφέας μοιάζει σα να ονειρεύτηκε πλάι στην κρήνη μια ιστορία αλλόκοτη και αλλοτινή “ζωγραφιά” -με βαθιές αποτυπώσεις στο βίο των Ελλήνων. Το νησί του χρωστήρα και των μεγάλων ζωγράφων του 19ου έδωσε ενέργεια περισσή στη Σοφία.
Το επιλεγμένο εξώφυλλο του βιβλίου, με τις μορφές των δύο Τηνίων ζωγράφων και την Ακρόπολη στο βάθος, ίσως και να αποτελεί το «αντίδωρο» μιας πανάρχαιας ιστορίας -που κράτησε ζωντανή η προφορική παράδοση- και αναφέρει τον μέγιστο Φειδία, ναυαγό, να φτάνει στην Τήνο και να διδάσκει εκεί, στον Πύργο, την τέχνη του έως το πέρας του βίου του.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου η συγγραφέας κέντησε με τη χρυσοκλωστή της Δημιουργικής Γραφής έξι διηγήματα – απόκριση σε αντίστοιχα ζωγραφικά έργα του Νικολάου και του Νικηφόρου. «Μετά το μνημόσυνο», «Η ψυχομάνα» και «Το τάμα» είναι τα έργα του Γύζη. Αντίστοιχα, «Η μελλόνυμφος», «Ο γαλατάς» και το «φίλημα» αποτελούν τα ξεχωριστά του Λύτρα. Αυτόνομα και αυτοτελή τα διηγήματα συνθέτουν μια ευρύτερη πλοκή, που αποτυπώνει το ηθογραφικό περιβάλλον της περιπέτειας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με διακριτές τις τέσσερις ενότητες, αναδύεται η θεωρία που παρουσιάζει, στεγάζει και ερμηνεύει το ιστορικό και κοινωνικό αποτύπωμα του 19ου και την Ηθογραφία, στην διαλογική τους σχέση με τον βίο και τα επιλεγμένα έργα των: Νικολάου Γύζη και Νικηφόρου Λύτρα. Αιώνια τα έργα τους κοσμούν δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές της «Μυθολογίας των Αθηνών». Αυτοί οι νησιώτες…
Η έρευνα της δημιουργού, τα βιώματα, οι αφηγήσεις και οι γνώσεις της διατρέχουν όλα τα στάδια συγγραφής του έργου και αναδεικνύουν τη μοναδικότητά του. Οι αρχές του διηγήματος στερεώνουν, κατά το πρώτο μέρος, κείμενα της ιμερτής παλαιάς πατρίδας, με λυρισμό.
- Μικρά τα παραθύρια μετά το μνημόσυνο, τα κεφαλομάντηλα πένθιμα και ένα μωρό, ο σύζυγος χαμένος. «Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει / κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη».
- Άλλοτε, κάτω από το εικονοστάσι, η ισχνή μάνα και η ψυχομάνα στα κόκκινα۰ Ευρύκλεια ή Μορφούλα, της κυρά Ασπασίας η κόρη;
- Λύτρωση το τάμα, και σωτηρία. «Τάξε μανούλα μ’ τάματα / σ’ όλα τα μοναστήρια, / τάξε κερί στον Άη-Λια, / φλωριά στην Άγια Λαύρα». Η Λενιώ! Σώθηκε η Λενιώ;
- Η Θεοδώρα, κόρη της άτυχης Λενιώς, πηγαίνει ψυχοκόρη στο σπίτι των Λογαραίων, του συφοριασμένου Αργύρη και της Ζωής. Ράβει την προίκα της η μελλόνυμφος και ονειρεύεται.
- Ο Αντώνης, ο γαλατάς, του Αριστείδη και της Αγλαΐας, αγαπά την Θεοδώρα. Έχει και μαντολίνο. Αλλάζουν τις βέρες κάτω απ’ τα εικονίσματα. Έξω οι χωματόδρομοι της πρωτεύουσας, και ας όζουν…
- Στην Πλάκα περπατούν οι θεότητες. Και κει, στο πατρικό του Λογαρά, ο Νικήτας απ’ την Κύθνο φίλησε τη Θεοδώρα. Κρυφά. Κλαμένη ήταν. «Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια. / Πάλι τα ‘βαλες / πάλι μας μάρανες. / Έλεγα κι εγώ / μαζί σας να περνώ. / Δεν ξαναπερνώ / από τούτο το στενό.» (παραδοσιακό της Κύθνου)
Η έμπνευση των ζωγράφων δημιουργεί έμπνευση και στη συγγραφέα. Η έμπνευση αναζωπυρώνει την έμπνευση. Τα ζωγραφικά έργα – γεφύρια δημιουργούν και συνδέουν, συνάμα, λογοτεχνικά περιβάλλοντα, μυστικά, άλλοτε τραχειά και βίαια και άλλοτε γλυκά και ειρηνικά. Η κορυφαία ζωγραφική τέχνη των Γύζη – Λύτρα, με την δύναμη της Ηθογραφίας και την αυθεντικότητα της, διαμορφώνει τις αξίες της αναπτυσσόμενης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η γνησιότητα και η πλοκή του βιβλίου συντελούν στην μοναδικότητά του, καθώς η συγγραφέας τιμά τους κορυφαίους ζωγράφους με την διεισδυτική και δημιουργική ματιά της. Ζωοποιεί τους πίνακες τους με αρχετυπικά συναισθήματα και ανθρώπινες περιπέτειες. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει γνώριμες ιστορίες που υπαγορεύουν τα βιώματά του, συντηρώντας στη μνήμη την αξιακή ταυτότητα της εποχής που τον έθρεψε. Ταυτόχρονα, το βιβλίο κινεί στους νεότερους έντονο το ενδιαφέρον να ανακαλύψουν μορφές ζωής, ιδέες, ιστορικές συνθήκες, ανθρώπινες σχέσεις, αξίες και ευάλωτες στιγμές από την «εποχή του κεφαλομάντηλου», και –ειδικότερα- από την Επανάσταση του 1821 έως το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική, στις αρχές του 20ου.
Ε, Νικόλαε Γύζη και Νικηφόρε Λύτρα! Μεγάλη η χάρη σας και η δική μας!
Σοφία, σε ευχαριστούμε για το σπουδαίο βιβλίο σου!