Δεν είναι μακριά από το ερευνητικό αντικείμενο του Σπύρου Σφενδουράκη ο τίτλος της ποιητικής του συλλογής: «Μελέτη ζωής». Τίτλος πυκνός και λιτός, ευθύβολος, όσο και υπαινικτικός. Από τη μια, η μελέτη – οικεία μοίρα για έναν πανεπιστημιακό ερευνητή, όπως είναι ο ίδιος, κι από την άλλη, η ζωή, με τη δυναμική του όρου της, που παραπέμπει κι αυτός στη βιολογία, επιστήμη που υπηρετεί ο Σπύρος Σφενδουράκης. Οι στίχοι – παρεπόμενοι – μένουν να ακολουθήσουν. Στην πορεία τους, διακλαδώνονται ιδέες, το ξέφτι μιας σκέψης γίνεται στιχουργική και η ποιητική θεώρηση των πραγμάτων μελετάει τη ζωή, μέσα και πέρα από τα πράγματα. Για το παραπάνω ή το παρακάτω: στο ενδιάμεσο μιας αλογάριαστης στιγμής, απ’ όπου η ποίηση αρχίζει. Κύματα αναμνήσεων και σκόρπια βιώματα, απολογισμοί και συλλογισμοί, το παιχνίδι μιας αίσθησης ή μιας παραίσθησης, το αμάλγαμα του πόνου και της χαράς στο φάσμα του χρόνου. Η λύπη της λέξης και η έμφαση της σκέψης, του στίχου το τρικύμισμα και η χαρά. Η δοξαριά ενός δεκαπεντασύλλαβου που αντέχει. Μια ποίηση που ψάχνει το ουσιαστικό της ζωής, στο ουσιαστικό του λόγου, που συνθέτει:
«Αλλά η σκέψη βάσανο, χωρίς το φως δαγκάνει
Πλένει το σκότος χρώματα και στάζουν τα δαιμόνια
Κι έρχονται φίλοι από παλιά, της θύμησης ζητιάνοι
Στο στήθος σου παλεύουνε καπνοί μες στα πνευμόνια»
(από το ποίημα Pavor Nocturnus)
Η αναζήτηση της ουσίας, ως πρώτο υλικό μιας τέτοιας γραφής, αναμετρά τη σχέση της με τον κόσμο. Μπαίνει στον ανθρώπινο λαβύρινθο και ψάχνει το θηρίο πέρα και πάνω από το βίωμα της ζωής, το θηρίο, που ληθαργεί μέσα στον καθένα, καταβροχθίζει ό,τι αγαπά, με τρυφερότητα και πόνο:
«Είναι ο νους μου ένα θεριό
Πεινά να μάθει, μα πεινά κι όλα να τα υποτάξει
Της νύχτας τα ελεύθερα στη μέρα να τα φέρει
Άρχοντας, τρυφερός θεός, όσα αγαπά να σφάξει».
(από το ποίημα Ο λύκος της μέρας)
Ο «νους» γίνεται χτίστης, αλλά και χαλαστής. Μ’ ένα τέτοιο σκεπτικό, κάθε ποίημα έχει τον συλλογισμό του, κάθε στίχος αναμετρά τις προθέσεις του. Οικονομία της έκφρασης, παιχνίδια του λόγου, αλληγορίες και συμβολισμοί: τα μέσα της γραφής του. Ο χρόνος, ο θάνατος, το κατακάθι των αισθημάτων, το ανθρώπινο όριο, η ερμηνεία ενός ανερμήνευτου κόσμου: το λίπασμα της θεματικής του. Η μακροσκοπική ματιά διαδέχεται μια μικροσκοπική θεώρηση των πραγμάτων, η διάθλαση μιας στιγμής γίνεται λόγος εξομολογητικός, ανάμεσα στον εαυτό και τον κόσμο. Σε πρώτο πρόσωπο, επίμονα:
«Μ’ ένα χαμόγελο κι έξυπνα λόγια χαρίζω χρόνο στον φόβο
Κάποιες φορές ξεχνιέμαι, ξαπλωμένος ακίνητος, κι εκείνο πλησιάζει
Παίρνει μορφές, κάνει τις λέξεις κλαδιά αμπελιού φθινόπωρο
Και πρόσωπα απορημένα που θα ‘θελαν να δουν αλλά δεν θέλουν»
(από το ποίημα Χαμόγελο)
Η συλλογή αποτελείται από τρεις ενότητες, που φέρουν τους τίτλους: «Λόγος απείθαρχος», «Λόγος πειθαρχημένος» και «Η ιστορία της ζωής σε 11 βήματα». Τα περισσότερα ποιήματα της πρώτης ενότητας, είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, άλλα περισσότερο εκτενή και άλλα ολιγόστιχα, μεταφέρουν τον χαρακτήρα ενός γνωμικού. Οι μικρές τους σοφίες μοιάζουν παιχνιδίσματα της σκέψης, εκφράσεις μιας σοβαρότητας που δεν βαραίνει:
«Το μελί στα μάτια δεν είναι χρώμα
έσταξε από τη γλώσσα του εντόμου
Και στέλνει το φως δαμασμένο πια
Στο βλέμμα όσων γελάνε χωρίς δόλο»
(τίτλος: Μέλωψ)
Και μέχρι η «απειθαρχία» της ελεύθερης φόρμας να πάρει τη σημασία μιας ανατροπής, ο «πειθαρχημένος λόγος» παρεμβαίνει δραστικά. Η ποίηση αποκτά ρυθμούς και τονισμούς ξεχωριστούς, ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος πυροδοτεί τον λόγο, συνδέοντας την πρώτη ενότητα με τις ακόλουθές της. Στην επικοινωνία του αυτή με τη δημοτική παράδοση, ο στίχος δυναμιτίζεται. Διαλέγει τον ρυθμό και τη γλωσσική σκευή μιας ποίησης παλιάς, αναβαπτίζεται. Ανασαίνει τον ελεύθερο αέρα της επιστροφής στο οικείο. Βαθιά η φλέβα της δημιουργίας και τα λόγια που «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων», όπως το ήθελε κι ο ποιητής, βρίσκουν, εδώ, ανεμπόδιστα το μέταλλο της φωνής τους. Είναι το υλικό μιας αυθεντικότητας που τα κατευθύνει, η αυτόματη έκφραση που περνά από γενιά σε γενιά, γεννώντας τα δικά της. Τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας τέτοια χαρακτηριστικά αποκτούν παρόλα αυτά, η δοκιμή του δεκαπεντασύλλαβου εγκαινιάζεται, κιόλας, από την πρώτη ενότητα. Η ποίηση του Σπύρου Σφενδουράκη σε τέτοιες πηγές ξεδιψάει:
«Σύννεφο πέπλο στο βουνό κάθισε ένα βράδυ
Ο άνεμος δεν το κουνά, λίγο μόνο το γέρνει
Τη μέρα ασάλευτο, λευκό, το σούρουπο να κλαίει
Σκεπάζει τις κορφές κρύβει τις περηφάνιες
Κι αν περπατήσεις μέσα του θα χάσεις το μυαλό σου
Μα το βουνό είναι βουνό πρέπει να δει τον ήλιο
Να ορίσει τον ορίζοντα να λιώσουν και τα χιόνια
Να ‘ρθει αητός να βρει τροφή, βράχο να ξαποστάσει
Το πέπλο για να διαλυθεί, κορφές για να φανούνε
Πρέπει να πέσει σαν βροχή, τα βράχια να βραχούνε
Πέπλο βουνό και σύννεφο, χώμα νερό και λάσπη»
(τίτλος: Πέπλο)
Για να βρει, στη δεύτερη ενότητα, τα μέτρα και τους ρυθμούς μιας παλιάς στιχουργικής με ανανεωμένο θέμα, ωστόσο. Τα ποιήματα του Σπύρου Σφενδουράκη όλο και κάτι θυμίζουνε από την παλιά δημοτική ή και λόγια ποίηση, διαμορφώνουνε, όμως, τον χαρακτήρα τους μέσα από ένα ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος. Έχουν το ηχόχρωμα της δικής τους φωνής, τη σφραγίδα της δικής τους αυθεντικής δημιουργίας. Αδύνατο να αγνοήσει ο αναγνώστης τέτοιους στίχους:
«Πλάσματα χωρίς όνειρα και νου
Με δηλητήριο πιο δυνατό από φίδια
Πλάσματα δίχως μνήμη, μα θαρρούν
Ότι τη μοίρα τους ορίζουνε τα ίδια»
(από το ποίημα Αποχαιρετισμός στη μνήμη)
Καθώς ο κυματισμός του λόγου φέρνει ρυθμούς από την ποίηση της θάλασσας:
«Οι δρόμοι όπου κι αν στραφείς στη θάλασσα μας φέρνουν
– Πώς το ‘λεγε ο Ισμαήλ στην άγρια ιστορία –
Η γλώσσα μου θυμήθηκε πώς κλαίει η πεταλίδα
Καθώς η σκόνη έγινε στο πρόσωπο αρμύρα
(…)
Ράχη ψηλή μου έδωσαν, στο ύψος των κυμάτων
Κληρονομιά ο κάμπος σας, βυθός μες στην καρδιά μου
Να ρουφιανεύει μια χειλού το όγδοο πλοκάμι
Κι είναι σοδιά ο θάνατος, αλώνι τ’ άδειο δίχτυ»
(από το ποίημα Χώμα Θαλασσινό)
Μια ποίηση, που ανοίγει διάλογο με κείμενα παλιάς γραφής, έχει το ερώτημα στον πυρήνα της, ρωτάει κι αναρωτιέται για τον κόσμο και τον άνθρωπο: ό,τι σηματοδοτεί το άνοιγμα της τρίτης ενότητας. Σύμφωνα με σχετική σημείωση του βιβλίου, τα ποιήματα της τελευταίας αυτής ενότητας– έντεκα, στον αριθμό – γράφτηκαν για πιθανή μελοποίηση, ύστερα από παράκληση γνωστού συνθέτη, ενώ η θεματική τους σχετίζεται με την επιστήμη της βιολογίας, αντικείμενο που ο Σπύρος Σφενδουράκης «γνωρίζει καλύτερα», όπως σημειώνει. Κάθε ποίημα κι ένας βηματισμός στην ιστορία της ζωής, από τη γέννηση του κόσμου, ως την πρώτη ανατολή της ζωής, τη γνώση του φθαρτού, την τόλμη της σκέψης και την μελέτη του κόσμου των φαινομένων, μέχρι τη γνώση του εαυτού, τη χαρά της σεξουαλικότητας, την αγάπη και τον φόβο. Ποιήματα που δίνουνε απαντήσεις, ρωτώντας. Που κρατούν την έκπληξη της πρώτης ματιάς, ακόμα και στον τελευταίο στίχο:
«Ποιος έγνεσε τον άνεμο κι αγριεύει τις φωτιές;
Γιατί η μέλισσα τρυγά όλη τη σκόνη του άνθους;
Τι δεν θυμάμαι πριν βρεθώ στης μάνας τις θηλές;
Πώς γίνεται η συντροφιά να ‘ναι χαρά και πίκρα;»
(από το ποίημα Και να που δίνω νόημα)
Καθώς, στην αναμέτρηση με το άπειρο, ζυγίζεται η ματιά του ποιητικού υποκειμένου:
«Κοιτώ το άπειρο ψηλά και τ’ άπειρο εντός μου
Με σύμβολα και αριθμούς μπορώ να του μιλήσω
Σκύβω και στο ελάχιστο κύτταρο της ζωής μου
Να μάθω πώς ανθίζουνε οι ομορφιές του κόσμου
(…)
Τον κεραυνό τον έμαθα, στα λόγια πλέκω ψέμα
Τ’ αστέρια δεν κινούνται πια στους κύκλους τ’ ουρανού μου
Αλλά δεν θέλω να κοιτώ στης λίμνης τον καθρέφτη
Μη δω μες στο ρυτίδιασμα του πίθηκου το βλέμμα»
(από το ποίημα Μελετώντας τη ζωή)
Ο τεχνικός κόπος μιας ποίησης ομοιοκατάληκτης και η ρυθμική αναζήτηση του στίχου δεν είναι αυτονόητο έργο. Στην εποχή μας, οι στίχοι περισσεύουν πληθωρικά. Ούτε είναι εύκολη η συγκομιδή της αξίας τους. Τα ποιήματα του Σπύρου Σφενδουράκη, αντιθέτως, έχουν το στοιχείο του αυθεντικού. Η ικανότητα του λόγου τους εναρμονίζει αισθητικά περιεχόμενο και ουσία. Γι’ αυτό και αποπνέουν τη φρεσκάδα της τέχνης τους. Θα ήταν ευχής έργο, η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή να αφήσει μαγιά και στις επόμενες. Το γνήσιο ταλέντο του δημιουργού της το αξίζει.
* Η Μαγδαληνή Θωμά γεννήθηκε στον Βόλο, το 1964. Είναι φιλόλογος (Δρ. αφηγηματολογίας). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ. Μ. Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Tartu. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα καθώς και διηγήματα, μεταφράσεις και λογοτεχνικές κριτικές Αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Θεσσαλία».