Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη βιβλιοπαρουσίασή μου για το 2022 αφορά ένα εντυπωσιακό βιβλίο ποίησης: Το stanza της Μαρίας Καντ (κατά κόσμον Μαρίας Καντωνίδου), εκδόσεις Gutenberg, 2021. Ένα βιβλίο εκατόν εβδομήντα σελίδων, εξαιρετικά επιμελημένο ως προς τον σχεδιασμό, τη στοιχειοθεσία και τη σελιδοποίηση, με εκατόν δεκαπέντε ποιήματα, κατά κανόνα μικρής έκτασης και εβδομήντα οκτώ φωτογραφίες δια χειρός της ίδιας της ποιήτριας, η οποία είναι και ερασιτέχνης φωτογράφος. Η Μαρία Καντ, που κατάγεται από την κατεχόμενη Κερύνεια (χωρίς αυτό να δηλώνεται ή, έστω, να λανθάνει στα ποιήματά της– γεγονός που την απεγκλωβίζει από έναν λόγο εθνικοπολιτικό που θα μπορούσε πολλαπλώς να αξιοποιηθεί), χωρίζει τη συλλογή της σε επτά μέρη. Ο συμβολικός/μυστικιστικός αριθμός επτά– από την Παλαιά Διαθήκη και όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, μέχρι τον Πυθαγόρα και την κινεζική φιλοσοφία –επανέρχεται στην ποίησή της. Όσον αφορά τον τίτλο της συλλογής, stanza, είναι τουλάχιστον δίσημος. Αφενός σημαίνει, στα ιταλικά, την στροφή ενός ποιήματος, αφετέρου το δωμάτιο, ένα δηλαδή εντελές και αρτιωμένο μέρος από το όλον. Σαν να μας αφήνει η ποιήτρια μια παρακαταθήκη ή μια υπόσχεση με αυτόν τον δυναμικό τίτλο: ότι αυτή η ποιητική κατάθεσή της είναι μόνο το μέρος, ένα εξαιρετικό μέρος, ενός σημαντικού όλου που επίκειται.
Η ποίηση της Καντ λες και είναι αυτοφυήςˑ δεν κατατάσσεται σε ρεύματα και κινήματα εύκολα. Πέρα από την πρόδηλη μοντερνιστική της αφετηρία, όλοι οι ποιητικοί τρόποι είναι στη διάθεσή της προς αξιοποίηση – ακόμα και η μεταμοντέρνα συνθήκη του”anything goes”. Δεν νοηματοδοτείται με σαφήνεια από τα κλασικά θέματα της ποίησης (έρωτας, χρόνος, μοναξιά, θάνατος, ελευθερία…), όμως τα αποπνέει. Και αυτό συμβαίνει διότι δεν αναφέρεται στο νόημα, στη σημασία, αλλά, με ένα μοναδικό τρόπο συγκερασμού των στοιχείων, εστιάζει σε μια κατάσταση της ύπαρξης που υφέρπει ως ατμόσφαιρα.
Κύμα
τι κούραση κι αυτό το πήγαινε-έλα.
Στο βυθό αποσύρεσαι και ξανά.
Κύμα σε είπαν, το ‘χες πει.
Χαρακτηρίζεται από τη συνειρμική ροή και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Ωστόσο θα έλεγα ότι είναι ιλιγγιωδώς ρεαλιστική (σαν να τρέχει ένα αυτοκίνητο με 220 χλμ και να εμφανίζεται η παράπλευρη πραγματικότητα εντελώς παραποιημένη), με μια υλικότητα τραγανή και γήινη που αγγίζει την φωτογραφική αναπαράσταση (δεν είναι τυχαία η επιλογή των φωτογραφιών που συνοδεύουν πολλά από τα ποιήματα).
δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί
Δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί.
Και οι σταθμοί δεν έχουν θάνατο.
Να αποδειχθεί.
Έξω λαμπυρίζει ένα περίπτερο κι εσύ μου μιλάς
για γιουκαλίλι,
πες το μου, γύρω καρέκλες και χειρολαβές
σε εξαιρετική επί του παρόντος κατάσταση
όπως ακριβώς και οι ράγες στα πόδια σου –
τι άλλη απόδειξη θέλεις;
Καμία.
Η εμπρόθετη παραδοξότητα των ποιημάτων της Μαρίας Καντ – που ενίοτε αγγίζει τα όρια της σκοτεινότητας, αλλά ποτέ του ψυχογραφικού παραληρήματος– αφενός συναρθρώνεται σε οξύμωρα σχήματα, φράσεις “κινητικές” διά της αντιθέσεως (να πληθαίνει στη χάση του, σκιές-ολόφωτα φώτα, κι ύστερα πάλι ησυχία. Λένε γι’ αυτήν πολλά …) και στο έλασσον, ακόμα και το χθαμαλόν (μια καρέκλα, μια κουρτίνα, μια σκάλα, ένα ντεκ…), αφετέρου σε λέξεις που προέρχονται από βαθιά κοιτάσματα της ελληνικής γλώσσας, αντισυμβατικές και “οξύαιχμες”, καθώς και πολλά επιρρήματα, ιδίως τροπικά.
Ευθαρσώς και στα ίσα
Κι άξαφνα εσιώπησε κι άρχισε να μιλά – ωραίο πρόσωπο,
ευρυγώνιο, με χτιστάδες, ραγάδες και λυγερά τεμάχια πέτρας
(τι χαράκια κι αυτά για την ποίηση). Λίγοι πιο πριν και πιο
έξω το αρχαίο νταμάρι και οι αμαξωτοί.
Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες,
του ευθαρσώς και στα ίσα.
Τα ποιήματά της από τη μια έχουν αναφορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Ονήσιλος, Μήδεια, Ίκαρος, Δούρειος Ίππος…), δημιουργώντας τοιουτοτρόπως ένα συμβολιστικό ερμηνευτικό υπόστρωμα και από την άλλη συνομιλούν και διαδρούν με προγόνους (Καβάφης, Εμπειρίκος, Δημουλά, Λόρκα, Μπόρχες, Κάφκα, Ναμπόκοφ, Πόε…), εκφράζοντας την αγωνία της επίδρασης – αλλά και της ύπαρξης –μέσα σε ένα διευρυμένο διακείμενο.
Λάμπα εδάφους
Ώρα Τρίτη νυχτερινή. Επιμένει ο Κάφκα ο Φραντς.
Παραγγέλνει ένα φεγγάρι και το πίνει. Γίνεται λάμπα
εδάφους 27 ημερών και αμέσως αρχίζει να φθίνει.
Σκιάχτηκα, θα χλευάσει.
Τόσο πολύ αισιόδοξος.
Τόσο άπελπις.
Στο μπαρ ακούγονται κέρματα
και ένας διακόπτης που κλείνει.
Αυτό το υπερρεαλιστικό, μετασυρρεαλιστικό, αποδομιστικό, χαώδες και ανυπάκουοσύμπαν της ποιήτριας, που διακόπτεται από παύσεις και μικρές θεατρικές σιωπές μέσω της συχνής χρήσης της παύλας (εμφανής η μαθητεία στη Ντίκινσον και τον Καβάφη),είναι διαποτισμένο από έναν ειρωνικά λυπημένο τόνο, μια ημι-φωτισμένη – για αυτό και ποιητική – σεξουαλικότητα, μια παιγνιώδη απελπισία και, κάποτε, πεσιμιστική καταγγελία. Ενίοτε, δε, συνεπικουρείται από ρυθμικούς ιάμβους.
[…]δώσε στους δρόμους βάφτιση, δώσε μυθιστορίες, μη και το σόι χαλαστεί,
μη και το σόι λείψει, τέτοια πολλά του ορμήνεψε πριν θρονιαστεί και κλείσει[…]
και
Νόμιζες πως θα σε άφηνα να αφανιστείς στο χιόνι;[…]
Πολλά ποιήματά της έχουν έντονη θεατρικότητα, όχι μόνο λόγω των προαναφερθεισών σιωπών μέσω στίξης, του εσωτερικού μονολόγου και, κάποιες φορές, ενός τύποις διαλόγου– ουσιαστικά το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του – που μετέρχεται η Μαρία Καντ, μα και λόγω μιας σκηνογραφικής ακρίβειας που προδίδει σκηνοθετική πρόθεση. Υπό την έννοια αυτή η ποίησή της είναι δυνάμει επιτελεστική και θα μπορούσε να “παρασταθεί”.
[…]Σκηνή σε δωμάτιο με ασβέστη και άμμο:
-Κάρμεν Κοζίμα, Νίνα, Σαλώμη,
τα αφτιά μου σου προσφέρω επί πίνακι.
Και το στόμα μου.
Τι θες να μου πεις, τι ν’ αποσπάσεις;
τον πρωινό μου καφέ και το 7ο πέπλο σου.
Επιπλέον, οι κατά κανόνα ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα (άλλοτε αφαιρετικές άλλοτε πιο περιγραφικές, συχνά αναποδογυρισμένες ή υπό ανορθόδοξη γωνία λήψης, εστιασμένες σε πτυχές της πραγματικότητας που θεωρούνται ασήμαντες) κινητοποιούν συνειρμούς, φιλτράρουν στίχους και λειτουργούν ανασχετικά στην πανσημία. Μολονότι, όμως, τα περισσότερα ποιήματά της διακρίνονται από μια ιμπρεσσιονιστική οπτική, αιχμαλωτίζοντας φωτογραφικά το στιγμιότυπο, είναι σαφές πως η ποίηση της Καντ επιζητεί τη διάρκεια ή έστω την διάταση της στιγμής, του εφήμερου.
Η Μαρία Καντ δεν είναι ποιήτρια της νεότηταςˑ ως εκ τούτου τα ποιήματά της δεν γράφονται εν θερμώ – κι ας το νομίζουμε, κάποιες φορές, δεδομένου ότι δεν πάσχει από το ενδημικό ποιητικό μας φαινόμενο, αυτό της “ποζάτης” σοβαρότητας (λέγε με σοβαροφάνεια). Υπόκεινται σε επεξεργασία, είναι “απελευθερωμένα” από ποιητικούς κομφορμισμούς και κανονικότητες, δημιουργούν υψηλές θερμοκρασίες και συγκίνηση. Αφορούν κι άλλους πέραν του εαυτού της. Ο μόνος φόβος είναι μήπως αρχίζει να ακκίζεται με τους παράδοξους –αλλά νόμιμους– ποιητικούς της τρόπους, παγιδευμένη στο απαστράπτον ταλέντο της και την ποιητική της ευφυΐα. Για αυτό θα πρέπει να σκεφτεί τη σοφή συμβουλή (που κάπου διάβασα αλλά δεν θυμάμαι πού…) για την ποίηση και εν γένει τη λογοτεχνία, “kill your darlings”. Και τότε θα αναμετρηθεί με τον χρόνο που ψάχνει τόπο να γεννήσει τ’ αβγά του –και θα τον νικήσει.