Scroll Top

Στέλλα Ρωτού: Μετά τις θάλασσες, ένα Μετέωρο ταξίδι – Παρουσίαση από την Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Αναμφίβολα μετέωρο το ταξίδι του ανθρώπου στη ζωή. Βήματα κάποτε πιο σίγουρα κάποτε πιο ασταθή. Κάποιες φορές σε αβεβαιότητα και άλλοτε σε αναμονή, σε επαλήθευση ή ματαίωση. Η Κύπρια συγγραφέας Στέλλα Ρωτού ακολουθεί το μετέωρο αυτό εκ φύσεως βάδισμα του ανθρώπου στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της (Μετέωρο ταξίδι, Εκδόσεις Γκοβόστη 2020), αφού μας έχει ήδη ταξιδέψει μέσα από τις θάλασσες στην πρώτη της συλλογή (Μέσ΄απ΄τις θάλασσες, 2018) αποκτώντας την εμπειρία της συγγραφικής περιπλάνησης, την πείρα της ωριμότερης γραφής. Τριάντα τέσσερα συνολικά διηγήματα-σταθμοί σε αυτή την καινούρια διαδρομή και ένα εισαγωγικό το οποίο τιτλοφορείται «Του φόβου». Χαρακτηριστικό του η έντονη, εξομολογητική, σχεδόν παραληρηματική γραφή. Στην εισαγωγή αυτή, με ένα τρόπο φαινομενικά ασύνδετο, η Ρωτού ως δραματοποιημένος αφηγητής, επιχειρεί μέσω του ιστού της γραφής να συνενώσει ονειρικά στιγμιότυπα φόβου έως και πανικού, μετατοπίσεις από το γνώριμο αλλά απρόσμενα αφιλόξενο περιβάλλον του σπιτιού σε ταξιδιωτικές τοπογραφίες όπως είναι το λιμάνι, ο σιδηροδρομικός σταθμός, το αεροδρόμιο, το λεωφορείο. Και εκεί, όμως, η ανατροπή, η απασφάλιση του φόβου, έτσι που μοναδική επιλογή παραμένει η επιστροφή στο γνώριμο του βίου, όσο κι αν πρέπει να παλέψει κανείς γι΄αυτό.

Η κόρη μου με κρατάει σφιχτά. Δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο ν΄αντιδράσω. Επιστρέφω αποφασισμένη να βάλω μια τάξη στη ζωή μου. Η κουζίνα είναι πάντα εκεί στην ίδια θέση. (Του φόβου, σελ. 16)

Η συνέχεια της γραφής ακολουθεί την επιλογή της εισαγωγής. Ανεξαρτήτως του όποιου φοβικού συναισθήματος, η Ρωτού επιλέγει τις διαδρομές της άλλοτε ως κεντρικό πρόσωπο στην καρδιά των γεγονότων (πρωτοπρόσωπη γραφή) και άλλοτε ως παρατηρητής ενός άλλου χαρακτήρα (τριτοπρόσωπη γραφή). Στο ταξίδι αυτό υιοθετεί κάποτε έναν πυκνό αφηγηματικό λόγο και άλλοτε μία ανάπτυξη επεισοδίου ή εικόνας, αφηγηματικές τεχνικές οι οποίες εναλλάσσονται, καθώς η Ρωτού στήνει το σκηνικό, τους ήρωες και ηρωίδες της. Γενικότερα, όμως, η συγγραφέας δίνει την εντύπωση ότι κινείται στο περιβάλλον εστιάζοντας τον φακό του ενδιαφέροντός της σε στιγμιότυπα τα οποία ενεργοποιούν τη συγγραφική της ταυτότητα.

Νεαρό ζευγάρι γύρω στα είκοσι σφιχταγκαλιασμένο και ακίνητο σχεδόν σαν άγαλμα. Φιλιέται παθιασμένα. Το αγόρι φιλά τα υγρά μάτια της κοπέλας ψιθυρίζοντάς της κάτι που δεν μπορώ να ακούσω κι ας πεθαίνω από περιέργεια∙ υποθέτω ότι της δίνει όρκους παντοτινής αγάπης και αφοσίωσης. Κάποια στιγμή η κοπέλα αποτραβιέται σαν να θέλει να πάρει ανάσα και σκουπίζει τα δάκρυά της. Παρατηρώ το μέτωπο, τη γεμάτη πυκνές φακίδες μύτη της και ένα κενό στα μπροστινά της δόντια που την κάνει μάλλον άχαρη. (Στο αεροδρόμιο, σελ. 23)

Η προσέγγισή της ανθρωποκεντρική, εκκινεί από το εξωτερικό ερέθισμα και καταλήγει στην ενδοχώρα των συναισθημάτων, εκεί όπου οι ιστορίες και οι γεύσεις των ανθρώπων συγκλίνουν υπό το φως της κοινής υπαρξιακής τους μοίρας.

Θέλω να ρωτήσω αυτούς τους ανθρώπους από πού έρχονται και αν ξέρουν πού πηγαίνουν∙ αυτές τις τέσσερις σκιές με μοναδική αποσκευή έναν υφασμάτινο μπόγο και τη μυρωδιά του θανάτου. ( Στο λεωφορείο, σελ. 53)

Το ύφος των διηγημάτων δεν χαρακτηρίζεται από έντονη γλαφυρότητα. Εντούτοις η συγγραφέας, ακολουθώντας μία ρεαλιστική καταγραφή των όσων παρατηρεί και με ειλικρίνεια διατύπωσης, αυθεντικότητα συναισθημάτων, μετατρέπει με ευκολία τον αναγνώστη της σε συνταξιδιώτη στο μετέωρο ταξίδι των χαρακτήρων της.

Ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, το υπαρκτό και το μεταφυσικό, η θεματολογία της Ρωτού εκτείνεται από το παρόν στο παρελθόν και αντιστρόφως. Η σκέψη της, όμως, επιχειρεί και έναν διασκελισμό στο μέλλον με διήγημα που εκπλήσσει ευχάριστα, καθώς η συγγραφέας διαφεύγει από τον υπαρκτό κόσμο καταφεύγοντας σε έναν επινοημένο, όπως υπαγορεύεται από τη φαντασία ή το υποσυνείδητο.

Πέθανα στα εξήντα επτά∙ πάντα φοβόμουν τον θάνατο. Πίστευα ότι τον ακολουθεί πυκνό, ζοφερό σκοτάδι και είχα μια ανεξήγητη βεβαιότητα ότι η διαδρομή μέχρι την αντίπερα όχθη είναι περίπλοκη, με πολλές ανατροπές και ταλαιπωρίες. (Ο θάνατός μου, σελ. 148)

Για το τέλος των διηγημάτων της η Ρωτού επιλέγει συνήθως το στοιχείο της ανατροπής, όχι ιδιαίτερα ή απόλυτα συνταρακτικής, κλείνοντας με μία σχετική αναθεώρηση των όσων έχουν δομηθεί προηγουμένως στην αντίληψη του αναγνώστη.

Αυτή, σε κακή κατάσταση επικαλείται ξαφνική αδιαθεσία και ανεβαίνει τρέχοντας στο δωμάτιό της. Σαν σε παράκρουση βγάζει και πετάει από πάνω της το φουστάνι με τέτοια μανία που λίγο ακόμα και θα το έσκιζε∙ μαζεύει βιαστικά τα πράγματά της , αλλάζει την ημερομηνία του εισιτηρίου της και αναχωρεί με την πρώτη πτήση, παρατώντας το εκνευρισμένη στο πάτωμα του δωματίου της. (Γαμήλιο ρούχο, σελ.124)

Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις στις οποίες το τέλος των διηγημάτων επέρχεται σαν κλείσιμο πόρτας σε δωμάτιο που ο αναγνώστης έχει περιηγηθεί τόσο όσο του επέτρεψε το άνοιγμα που έχει αφήσει η συγγραφέας.

Πίσω της ο παππούς χαμογελάει ικανοποιημένος που παρέμειναν στο σκοτάδι τα μυστικά της οικογένειας, μα πάνω απ΄όλα που περιφρούρησε την αγαπημένη εγγονή του, μη αφήνοντάς τη να βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις. (Μήνυμα, σελ. 127)

Σε σύγκριση με την πρώτη της συλλογή η Ρωτού, θεματολογικά, αποκλίνει από το ζήτημα εισβολής και κατοχής της Κύπρου, αν και ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει κάποιες νύξεις. (Στο λεωφορείο, σελ.52)

Αξιοπρόσεκτες δύο περιπτώσεις επιλογής θέματος στο Μετέωρο ταξίδι. Η μία αφορά στο διήγημα «Διαφορετική διαδρομή», στο οποίο η συγγραφέας υιοθετεί ένα χιουμοριστικό, ανάλαφρο τόνο αφήγησης, γεγονός που αντιλαμβάνεται ευθύς εξαρχής ο αναγνώστης της, διαβάζοντας τα ονόματα των δύο οικογενειών του διηγήματος, οικογένειες Φιλοξενίδη και Αβανταδόρου. Η συγγραφέας τοποθετεί στον ταξιδιωτικό χάρτη και αυτή τη ματιά για τη ζωή, τη διασκεδαστική και δηκτική. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην ενότητα μικρότερων αφηγήσεων με τον τίτλο «Στιγμές», η οποία συναντάται στο τελευταίο μέρος της συλλογής. Ο τίτλος διακειμενικά παραπέμπει στις Στιγμές του Κώστα Μόντη και τα πολύ μικρά αλλά εύγλωττα ποιήματά του. Ομοίως η Ρωτού επιλέγει για την ενότητα αυτή πολύ σύντομες ιστορίες, οι οποίες μοιάζουν με καταγραφές ημερολογίου. Άξαφνα, όμως, λες και αποκτούν φωνή και μέσα σε μια «στιγμή» μονολόγου αποκαλύπτουν όλα όσα η συγγραφέας θέλησε ίσως να αφήσει ως διερώτηση στα προηγούμενα διηγήματα της συλλογής. Αν και πολύ σύντομα αφηγήματα μπορούν, κατά την άποψη του Ian Reid να θεωρηθούν διηγήματα, αφού διατηρούν σαφή σχέση με ιστορίες πλοκής. (Κωτόπουλος, 2019)

Στο τέλος, βυθοσκοπώντας στις σκέψεις και τα οράματά της, η συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται κατά πόσο επιβιβάσθηκε σε ένα πραγματικό ή ένα ονειρικό ταξίδι. Και είναι μια τέχνη ενός καλού λογοτεχνήματος να δημιουργεί ερωτήματα αντί να δίνει αναμφισβήτητες απαντήσεις.

Η Ρωτού, με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, επιβεβαιώνει την προσωπική της πορεία στο λογοτεχνικό αυτό είδος, χαράζοντας ένα δρόμο με αέρα φρεσκάδας στην επιλογή των θεμάτων και την αφηγηματική τεχνική της.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κωτόπουλος, Η. Τ. (2019). Η τέχνη της μικρής ιστορίας. https://slpress.gr/politismos/i-techni-tis-mikris-istorias/