Scroll Top

Τα κόκκινα πουλιά | Πασχάλης Κατσίκας – Παρουσίαση από τον Αντώνη Ε. Χαριστό

   Εάν η μέχρι πρότινος ποιητική παρουσία του Πασχάλη Κατσίκα στον δημόσιο λόγο, συνοδεύονταν από δημοσιεύσεις με έντονο το στοιχείο του κοινωνικού ρεαλισμού, η πρόσφατη έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Τα κόκκινα πουλιά» φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του υπαρξιακού έρωτα. Επομένως, δεν πρόκειται για ρομαντική γραφή. Ακριβώς, η χρήση του υπαρξιακού στοιχείου για τη νοηματοδότηση του έρωτα, μας εξαναγκάζει να στρέψουμε την οπτική μας ερμηνεία σε νέα δεδομένα. Τα τελευταία δεν αφορούν τη ρομαντική πρόσληψη του προσώπου. Αντίθετα, το ερωτικό υποκείμενο αντικειμενικοποιείται προκειμένου να αποδεσμευτεί ο δημιουργός από την συναισθηματική δέσμη. Αυτή η εξέλιξη της ποιητικής γραφής δεν συνεπάγεται άρνηση του συναισθήματος. Ήδη από τα πρώτα ποιήματα διαπιστώνει ο αναγνώστης τη θέση τού δημιουργού έναντι του προσώπου ενδιαφέροντος. Μόνο που στην περίπτωση του Πασχάλη Κατσίκα, κανένας στίχος δεν αρχίζει και δεν ολοκληρώνεται στην αυτονομία της εικόνας και των συμβόλων που τον συνοδεύουν. Πάντοτε πλάθει με μαεστρία τον κόσμο των υποκείμενων επιθυμιών, έως ότου καταλήξει σε σκηνοθετημένη αναπαράσταση στιγμών και πράξεων. Η βούληση για ζωή είναι το μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο της ποίησής του. Σε αντίθεση με τον έρωτα ο οποίος εργαλειοποιείται προκειμένου να καταλήξει στη θεμιτή αναπαραγωγή στόχων και σκοπών. «Όσο κι αν νίφτηκα/ η νοητή οσμή δεν λέει να ξεθωριάσει» (σελ. 12)
Για να μεταδώσει σειρά νοημάτων ακμής και παρακμής του έρωτα, μεγεθύνει τις αντοχές του. Η αλλοτρίωση των εικόνων μετατίθεται σε χρόνο ενεστώτα, σαν να προετοιμάζει την υπέρβαση των στενών ορίων της εξωτερικής πραγματικότητας, ενεργοποιώντας υπερρεαλιστικά δοσμένους στίχους, ως απάντηση στα πολλαπλά αδιέξοδα της βιωμένης εμπειρίας. Δεν επιδιώκει την ταύτιση με το αποτέλεσμα, αλλά την υιοθέτηση της αφετηρίας ως βασικής αξιακής προοπτικής στο βάθος της επιθυμίας. Για να κατανοήσουμε περαιτέρω τον κομβικό ρόλο του έρωτα, καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε ένα τριμελές σχήμα, το οποίο αναπτύσσεται στα ποιήματα της εν λόγω συλλογής. Από τη μία πλευρά ο χρόνος. Λειτουργεί ως μοχλός πίεσης της αυθεντικότητας. Δεν επρόκειτο, προφανώς, για ημερολογιακού τύπου αναφορά, ούτε, επίσης, για αριθμημένη καθημερινότητα. Αντίθετα, επιδιώκει να ανασυστήσει την φυσικότητα των μέσων επίτευξης της αλήθειας. Η τελευταία δεν απαντά παρά μόνο στις προσθήκες των επιμέρους εμπειριών. Με άλλα λόγια, ο χρόνος είναι στιγμές απ’ τις οποίες ο δημιουργός απομονώνει ίχνη, όπως τα αξιοποιήσει σε νέες πράξεις προς συλλογικό όφελος. Δηλαδή, ο χρόνος αφουγκράζεται τον έρωτα ως ενοποιητικό στοιχείο της υποκειμενικής επεξήγησης των επιλογών του ατόμου. Στη θέση του ατόμου ο ποιητής δεν καθρεφτίζει τον εαυτό του. Αντανακλά κάθε πρόσωπο της κείμενης πραγματικότητας του εξωτερικού περιβάλλοντος κόσμου, ως χώρος. Μετασχηματίζει, επομένως, τον χώρο σε χρόνο και με σύνθημα την αυθεντικότητα των αισθήσεων προβαίνει στην απελευθέρωση των εικόνων της τελευταίας ενέργειας, ως προμετωπίδα της επόμενης κίνησης στη σκακιέρα. «Ίπταμαι πάνω από τις οικοδομές/σα να μην έχω κοιμηθεί ούτε μια νύχτα» (σελ. 21)
Σε κάθε ποίημα το ερώτημα το οποίο αποτυπώνεται με τρόπο άμεσο και δεικτικό είναι το ακόλουθο: «Ποιος ορίζει την αλλοτρίωση;». Ο ποιητής δεν αποφεύγει την απάντηση. Αναμετράται με το Εγώ σε κατάφαση. Την άρνηση αυτού την έχει ήδη υποκαταστήσει με τη στόχευση της πράξης. Η πράξη νοηματοδοτεί το πεδίο αλήθειας και ο χρόνος του έρωτα ορίζει το πλαίσιο απομάγευσης της κοινωνικής λειτουργίας του υποκειμένου. Δεν μεταδίδει, απλώς, εικόνες η ποίηση του Πασχάλη Κατσίκα. Κάθε εικόνα μετατρέπεται σε σύμβολο της ανατρεπτικής δύναμης για θέληση. Επιθυμεί να «θέλει» διαρκώς ο ποιητής και το σώμα, η αφή, η όσφρηση, η γεύση τού έρωτα κατασκευάζεται ολοένα περισσότερο σε μία μόνιμη αντιπαράθεση με την προσωπική αλήθεια την οποία αναζητά στο πρόσωπο ενδιαφέροντος. Για να εκφράσει τον κόσμο συναισθημάτων ο ποιητής, οφείλει να ανασκευάσει την έννοια και την ταυτότητα της πράξης. Για το λόγο αυτό εμβαθύνει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ως συστατικό παράγοντα μίας αβέβαιης κατάληξης. Αβέβαιη η κατάληξη ακόμη και στην περίπτωση του θανάτου. Εδώ εισερχόμαστε στο δεύτερο τμήμα της συνθετικής ποίησης του Πασχάλη Κατσίκα. Η αλλοτρίωση την οποία αναφέραμε, δεν συνδέεται με την διαλεκτική της μετάβασης από τη θέση στην άρνηση και, στη συνέχεια, σε νέα θέση. Ο ποιητής αρνείται κατηγορηματικά την άρνηση ως τέλος (και ως παράλληλη αρχή). Αρνείται τον θάνατο στην οπτική του παρουσία ανάμεσα στα υπολείμματα του ανθρώπινου πολιτισμού και εντάσσει τη σκέψη του στον θάνατο ως την ανυπαρξία νοήματος. Με άλλα λόγια, η αξία μίας πράξης, με όλα τα συνθετικά της στοιχεία, έχει προηγηθεί και ως θέση και ως άρνηση. Το τελικό αποτέλεσμα (ο θάνατος των πραγμάτων) απλώς νοηματοδοτεί τη λεκτική αποστροφή τής αλήθειας την οποία επιδιώκουμε να παραβλέψουμε. Αντίθετα, ο δημιουργός ομολογεί την αξία του θανάτου ως προέκταση της πρότερης θέσης, στα σπλάχνα τής οποίας συνυπάρχουν ταυτόχρονα δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις. «Τρομαγμένα τα κόκαλα/ στοιβάζονται άνυδρα/ σε ρυτιδιασμένα κουτιά/ Συμμάχησαν πια με το σώμα» (σελ. 37) και έρωτας βρίσκει την ανταπόκριση στο κάλεσμα της απώλειας, ως στίγμα της ζωής σε διαρκή μεταβολή.
Για να καταλήξουμε την αποδοχή του αγώνα για ζωή ως βούληση για αλήθεια, ο έρωτας οφείλει να αναζητήσει την επόμενη γενιά συνεχιστών της παράδοσης. Μιας παράδοσης βασισμένης στην πρώτη όψη των πραγμάτων, επομένως στην αυθεντική πρόσκληση για αναγνώριση. Το τρίτο στοιχείο σύνδεσης των κρίκων της αλυσίδας, ο ποιητής εντάσσει το μέλλον ως πρόθεση και ως βηματισμό σε αμφιλεγόμενο περιβάλλον. Έχει εντρυφήσει στην ανατομία της ανθρώπινης υπόστασης. Για να υπερασπιστεί την υποκειμενική ανάγνωση αυτής, καλείται να καταγράψει τις φαινομενικές ανταποδώσεις μίας υπερφίαλης συναισθηματικής διέγερσης. Για το λόγο αυτό υπονομεύει τα συναισθήματα τα οποία το σύνολο της εξωτερικής πραγματικότητας μετασχηματίζει σε σύμβολα αξιών, με βασικό στόχο να προχωρήσει στην απομάγευση της απάντησης στα γεγονότα τα οποία κατακλύζουν τις επιλογές του. Αναζητά μία άτυπη μορφή εξιλέωσης για τις προσωπικές του «πληγές», τις οποίες αποκαλύπτει δίχως περιστροφές. Αυτή η οπτική ανατρέπει την ορθολογική ανάγνωση της ποιητικής συλλογής. Το σύνολο των ποιημάτων είναι ένα δριμύ «κατηγορώ» με όχημα τον έρωτα και την αίσθηση της απώλειας. Παρέχει, ωστόσο, κι ένα πέπλο αισιοδοξίας βασισμένο στην ατομική πρόκληση-πρόσκληση για αναμέτρηση με τον εσωτερικό αθέατο κόσμο των συμπερασμάτων. Δεν αποδέχεται τα παραδείγματα της εμπειρίας ως οριστικοποιημένες αλήθειες μονοδιάστατης προσέγγισης. Αντίθετα, υπερβαίνει τα ολικά πλαίσια μετωπικής σύγκρουσης, με τελικό αποδέκτη το Εγώ του εκάστοτε αναγνώστη, ως αφετηρία κάθε μορφής ανάπλασης της καθημερινής συναναστροφής με την ανθρώπινη συνθήκη. Μετατρέπει την πρόταση σε αξίωση και την άρνηση σε δυναμική απάντηση.Ο έρωτας στο εδώλιο δεν αθωώνεται. Απελευθερώνεται.