Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, όσο κι αν ταξιδέψει ο άνθρωπος έχοντας βγάλει αόρατα φτερά για να πετάξει, όσο κι αν διευρύνει ορίζοντες πνευματικούς και γνωστικούς, όσο κι αν πλουτίσει σε εμπειρίες και δράσεις, όσο κι αν μετακινηθεί από τόπο σε τόπο αλλάζοντας τον κόσμο του -ακόμα και με την πρόθεση σκοπίμως ν’ αποκοπεί- όσο κι αν μεγαλώσει και μεστώσει, όσο κι αν αλλάξει τρόπο ζωής, ιδέες και αντιλήψεις οι ρίζες του παραμένουν σύμφυτες με τα πρώτα κύτταρα της ζωής του, γιατί είναι κάτι βαθιά υπαρξιακό που τον εγχάραξε σαν πύρινη σφραγίδα, κάτι που δεν μπορεί ουσιαστικά ποτέ ν’ αποποιηθεί, αλλά ούτε και να ξεχάσει.
Την ποιητική του επιστροφή στις ρίζες με όχημα τον κονδυλοφόρο της δικής του αλήθειας αποτυπώνει γλαφυρά και -τολμώ να πω- άκρως συγκινητικά ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, ρίχνοντας μια έξοχη ποιητική ματιά στον ρόλο της καταγωγής της πρώτης ρίζας που σε δένει με το χώμα που πάτησες την ιερή εκείνη στιγμή που φύτρωσες σαν τρυφερό βλαστάρι, που ψηλώνει κι ολοένα δυναμώνει από τον ήλιο, το χώμα, τη βροχή ώσπου να γίνει εκείνο το δέντρο το ψηλό, το περήφανο, το στιβαρό, όμως κι ανεμοδαρμένο συνάμα, που έχει μάθει ν’ ατενίζει από ψηλά τη θέα της ζωής.
Η ποιητική δυναμική του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου σε αυτήν την αναμέτρησή του με την επικίνδυνη ζούγκλα της τόσο απαιτητικής όσο και δύσβατης τέχνης της Ποίησης, αιφνιδιάζει ευχάριστα, διότι δείχνει ότι βρήκε το θαυμαστό εκείνο ξέφωτο για να ψηλώσει, ότι έχει ακονιστεί και σφυρηλατηθεί επιτυχώς στο αμόνι της αυτογνωσίας, αλλά και της γλωσσικής-εκφραστικής δεξιότητας δίνοντας ποιήματα λεπταίσθητα με πολλές ενδιαφέρουσες στοχαστικές πτυχές πάνω στην άρρηκτη σχέση του ανθρώπου με την πρώτη πατρίδα, με την Ιστορία, τη σχέση του με τη διασάλευση του χρόνου, τη διαχείριση της μνήμης και οπωσδήποτε στη σχέση του ανθρώπου με την «συγκατοίκησή» του με μια μελαγχολία πυκνή και δημιουργική που αναπλάθει την υψηλή αισθητική της ύπαρξης.
Παραθέτω αυτούσιο ένα έξοχο ποίημα που αφορά στην αντιπελάργηση με τίτλο «Ο κύκλος» : Υγρά τα μάτια σου το απόγευμα όπως έσκυβες/ κοντά κοντά στο πρόσωπό μου κι απορούσες/ πώς σ’ εγκατέλειψαν οι λέξεις, πώς σ΄ αρνήθηκαν/ κι ούτε μια τοσοδά σωστή πια δεν νογούσες./ Έμοιαζες άδολο μικρό παιδάκι άβουλο/ και πιο μικρός, μωρό γινόσουν κάθε μέρα/ πίσω ξανά προς την αρχή ο κύκλος έκλεινε/. Κι ήμουν εγώ πια ο πατέρας σου, πατέρα/.
Τα 51 ποιήματα της συλλογής πέραν της αδιαμφισβήτητης άρτιας τεχνικής τους που εξυπηρετείται από την επιλογή μιας φόρμας ασφαλούς που «τακτοποιεί» τους στίχους συγκροτημένα, εκλύοντας υποδόρια λυρική διάθεση, εσωτερικό ρυθμό και εκφραστική διαύγεια, χαρακτηρίζονται από λειτουργική δομή σαν ποιήματα με σύντομες αφηγήσεις, με αρχή, μέση και τέλος, αλλά και μια μεθοδική εξέλιξη με μια συνέπεια που καθοδηγεί το ξεδίπλωμά τους των έτσι ώστε να καλύψουν ένα ολοκληρωμένο φάσμα ιστορικού, προγονικού και προσωπικού βίου του γράφοντος σε σχέση πάντα με την ιδιαίτερη πατρίδα του και την πνευματική και συναισθηματική επιρροή της στην πορεία της ζωής του, ένα υλικό που ορθώς κατανέμεται σε δύο βασικά κεφάλαια, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκομίσει το μεγαλύτερο όφελος κατανόησης από την οργάνωση του περιεχομένου και την παράθεση του βιώματος.
Οι κορμοί των δέντρων μοιάζουν να ντύνονται με αναμνήσεις ισχυρές, με σκέψεις που ποτέ δεν κοιμούνται, κι οι λέξεις παράτολμες σαν αθόρυβες πέτρες κατρακυλούν στις ασύμμετρες κλίμακες της ανθρώπινης διαδρομής, στον προσωπικό χωροχρόνο, σε διαδρομές όπου αφθονούν οι πληγές από απώλειες, οι εκδορές και οι ουλές, σε γκρεμούς και χαλάσματα όπου «οι ρίζες οι αρχαίες ενός δέντρου τρανού κι ωραίου της χώρας του πόνου» μεταμορφώνονται σε υπόγεια πλοκάμια που απλώνονται για ν’ ακολουθούν πιστά και να τυλίγουν ενίοτε τον ποιητή στη μεταφυσική διάσταση της ζωής που δεν είναι άλλη από την πνευματικότητά της.
Να πιω νερό, να ριζώσω./ Κουράστηκα να περπατώ μόνος κι ανέστιος./ Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με/ μα τρέμω ν’ απομείνω πάντα «ο ξένος».
Ο στοχασμός και η βαρύτητα του κυλούν σε επεισόδια παρελθόντος χρόνου, η βαρύτητα του στοχασμού διαμοιράζεται σε επιφανειακές διαστάσεις της ζωής, τα υποδόρια ερωτηματικά υπερίπτανται σε σχέση με τη μοίρα και το πεπρωμένο, οι ιδέες αναπαράγονται με φωτεινή έντονη απεικόνιση και μια οδύνη που εξωτερικεύεται χαμηλόφωνα συγκινεί αδιαμεσολάβητα, γιατί δεν έχει ανάγκη από μεσολαβητές, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο την εσωτερική ζωή των ποιημάτων ν’ αναπνέει ελεύθερα.
«Το σοφό νερό» που καθάριο κυλά διαβρώνοντας και διαπερνώντας την τραχύτητα της Ιστορίας, τις άφθονες περιπέτειες της πατρίδας, της ζωής και της τέχνης ταξιδεύει την ποιητική ενσυναίσθηση –το πολύτιμο αυτό εργαλείο του ποιητή- σε υπόγειες διαδρομές μαρτυρώντας την υποδόρια αγωνία του ποιητή για την μετατροπή του χρόνου του σε αιωνιότητα με την προσωρινή ποιητική απόδραση από την ανελέητη γραμμικότητα.
Κι όπως αιώνιο ρέει στη γη από τα σπλάχνα της/ νερό σοφό που γέννησε τον κόσμο/ ποιες ιστορίες τάχα να ‘λεγε θωπεύοντας/ τ’ ολόγυμνο κορμί της σαν την είδα/ γοργόνα του μεσημεριού στ’ άσπρα της βότσαλα/ στο μισοΰπνι, μ’ ανοιχτά μωρού δυο μάτια/.
Με κυρίαρχες τις νότες μιας μουσικής προσωπικής που στεφανώνει την ανθρώπινη μοίρα, ο ποιητής μπορεί να νιώθει μοναχός κι ασήμαντος όσο μια σταγόνα -που όπως όλοι ξέρουν χάνεται στον ωκεανό- αλλά που όπως λίγοι ξέρουν, μπορεί να γίνει κι «ο ωκεανός, κι η θάλασσα, που χάνονται μέσα στη σταγόνα».
* Δημήτρης Παπακωνστανίνου, Μνήμες της ρίζας, Εκδ. Κουκκίδα 2020