Scroll Top

Το αληθινό έργο Τέχνης είναι μια προσθήκη στη ζωή/Γιώργος Μητάς, Τα δύο δώρα – Κριτική από τον Δημήτρη Χριστόπουλο

Τον Γιώργο Μητά τον γνωρίσαμε το 2011 με τις Ιστορίες του Χαλ (Κίχλη), τρία εκτενή διηγήματα, κι έπειτα με τη νουβέλα Το σπίτι (Κίχλη 2014). Επτά χρόνια μετά επανέρχεται με τη νουβέλα «Τα δύο δώρα» (Στερέωμα 2021). Ο συγγραφέας σπεύδει στο πυκνό και κατατοπιστικό οπισθόφυλλο του βιβλίου να δώσει αρκετές εξηγήσεις στον αναγνώστη όχι μόνο για την ιστορία του αλλά και για το προεξάρχον θέμα της. «Μια ιστορία για το πόσο μπορεί να καθορίσει η ζωή του σώματός μας τις επιλογές, τη δημιουργικότητα, τον ερωτισμό μας. Μια ιστορία για την αδυναμία του πνεύματος μπροστά στο κάλλος τα ανθρώπινης μορφής. Μια ιστορία για την πληγή της ανεπίδοτης αγάπης, για το χάσμα που ανοίγει ο ερωτικός σεισμός, αλλά και για τη μετουσίωση της οδύνης στα άνθη που θα το γεμίσουν». Αυτά ως προς τη συγγραφική πρόθεση.
Ο Μητάς εδώ και μια δεκαετία ακολουθεί, χωρίς τυμπανοκρουσίες, μια συνεπή συγγραφική διαδρομή με ευδιάκριτα στοιχεία, κατακτήσεις επίπονης προσπάθειας πλούσιας και εκτενούς μελέτης αλλά και γραφής.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει κάθε φορά το ατμοσφαιρικό αλλά και ψυχογραφικό σκηνικό το οποίο αντανακλά αλλά και επιτείνει τις ψυχικές διεργασίες των ηρώων. Το υποβλητικό τοπιογραφικό σκηνικό στη συλλογή διηγημάτων Ιστορίες του Χαλ, όπου τα πρόσωπα κινούνται στα γερασμένα σπίτια, στους έρημους δρόμους, στις εγκαταλειμμένες αποβάθρες του λιμανιού του Χαλ, μέσα σ’ ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο σκηνικό, ενώ αντιστικτικά κάποιοι σημαίνοντες χώροι, όπως η Κεντρική Βιβλιοθήκη αλλά και η παμπ απαλύνουν τη μοναξιά, τον ανεκπλήρωτο έρωτα αλλά και την υπαρξιακή αγωνία. Ο κλειστοφοβικός συμβολικών προεκτάσεων χώρος του υδραίικου σπιτιού στη νουβέλα Το Σπίτι με τους αλλόκοτους χαρακτήρες του. Χειμωνιάτικο τοπίο. Παράξενες σκιές που κυνηγιούνται σε ένα μολυβένιο ουρανό, παγωνιά και κάπου ψηλά ένα απομονωμένο αρχοντικό. Και τώρα, στη νουβέλα Τα δύο δώρα η Ταϊλάνδη και η πρωτεύουσά της η Μπανγκόκ –ένα σκηνικό εξωτικής φαντασμαγορίας– δεν ορίζεται μόνο ως τόπος δράσης (place of action) αλλά πρωτίστως ως δρων τόπος (acting place). Διαβάζοντας ο προσεκτικός αναγνώστης το συνολικό έργο του Μητά, θα διαπιστώσει πόσο προσεκτικά κατασκευάζει γλωσσικά το εκάστοτε σκηνικό ο συγγραφέας. Ακόμη κι όταν αποτυπώνει υπαρκτές τοποθεσίες, ο χώρος δεν ταυτίζεται με τις χωρικές όψεις του κόσμου, αλλά διαθέτει μια οιονεί πραγματική διάσταση που δεν υπήρξε έως εκείνη τη στιγμή, αλλά που είναι δυνατή κατά το εικός.

Η εικόνα του Ναού της Αυγής που δέσποζε στην απέναντι όχθη, κεντρίζοντας σχεδόν με την κορυφή του τον σταχτή ουρανό, ζωντάνεψε μεμιάς τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας, στέλνοντας ένα θερμό κύμα στα σωθικά του (σ. 44).

Ένα δεύτερο ευδιάκριτο στοιχείο αποτελεί η λογοτεχνική αυτοαναφορικότητα· ο στοχασμός της λογοτεχνίας πάνω στον ίδιο της τον εαυτό. Η βιβλιολογική παράδοση (βιβλία που μιλούν για άλλα βιβλία, συγγραφείς, βιβλιοθήκες και βιβλιοσυλλέκτες που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο) συνιστά μια ισχυρή φλέβα στο έργο του Μητά. Ο φέρελπις λογοτέχνης Νίκος Βελισάρης (η persona του Μητά), ο έμπειρος βιβλιόφιλος Κάλφογλου και ο υπηρέτης του, Συμεών (το καλό πνεύμα του σπιτιού) στην προηγούμενη νουβέλα του· ο Αντρέας Φριντενίδης (πάλι η συγγραφική persona) και ο Ολλανδός εκδότης Ρόντενμπαχ στην καινούργια νουβέλα. Αλλά οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ. Στο Σπίτι η ιστορία ολοκληρώνεται όταν ο Νίκος Βελισάρης τελειώνει την ιστορία του Ανθρώπου με τα μικρά χέρια. Το τέλος της ανάγνωσης συμπίπτει, διόλου τυχαία, με την ολοκλήρωση του διηγήματος «Ο Άνθρωπος με τα μικρά χέρια» που ο Βελισάρης διαβάζει στον Κάλφογλου. Στα Δύο Δώρα, ο επίλογος της νουβέλας περιλαμβάνει το ραντεβού του Αντρέα με τον εκδότη του σε ένα μπαρ του Άμστερνταμ, όπου ο πρώτος παραδίδει το έργο που έγραψε, με τίτλο «Το διπλό μήνυμα – φάρσα σε δύο πράξεις και έξι εικόνες».
Το τρίτο στοιχείο που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η πετυχημένη ώσμωση του πραγματικού με το φανταστικό (καταστάσεις που κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην παραίσθηση), στοιχείο απαραίτητο για να εγκαταστήσει τον μύθο του στην επικράτεια της καλλιτεχνικής αλληγορίας. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως στην πρόσφατη νουβέλα του συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε στο Σπίτι. Ένας αληθοφανής μύθος (πολύ πιο γειωμένος εδώ) που μπορεί να διαβαστεί κάλλιστα ως παραβολή αναζήτησης της ομορφιάς που όλοι την κυνηγούν αλλά κανείς δεν μπορεί να την κατακτήσει. Ωστόσο, η αναζήτηση του Ωραίου δεν μπορεί παρά να χαρίσει ανεκτίμητα δώρα σ’ αυτούς που το υπηρετούν με συνέπεια. Στο Σπίτι οι δοκιμασίες του Βελισάρη τελεσφορούν. Στα Δύο δώρα η 27χρονη Μύρρα Ελευθερίου είναι και δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, ένα ξωτικό που δεν ανήκει σε κανέναν. Περισσότερο ως χίμαιρα την παρουσιάζει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, κάτι σαν λευκοντυμένη νεράιδα που με το μαγικό της ραβδί μεταμορφώνει τον χώρο και τα πρόσωπα, απ’ όπου περνά.

Εξαφανίστηκε μέσα σ’ ένα πλήθος μαυροφορεμένων ανθρώπων που έμοιαζε να συρρέουν στο σημείο για κάποια κηδεία ή άλλη θρησκευτική τελετή – μια λευκοντυμένη νεράιδα στην καρδιά ενός σκοτεινού δάσους (σ. 48).

Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό χειμωνιάτικο σκηνικό έφτασε στο Κέντρο η Μύρρα. Κάτω από την ένταση των καιρικών φαινομένων και την επίμονη σκοτεινιά, ελάχιστοι πρόσεξαν την άφιξή της. Αυτό όμως δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Σύντομα, μια σειρά από παράξενα φαινόμενα ξεκίνησε στο εσωτερικό του κτιρίου. Ένα απαλό, ζεστό φως έκανε μυστηριωδώς την εμφάνισή του σε μια γωνιά του ισογείου, σκορπίζοντας ολόγυρα τη θαλπωρή του, και χανόταν μέσα σε λίγα λεπτά, το ίδιο ανεξήγητα όπως είχε εμφανιστεί· […] χαρακτήρες κλειστοί, υπάλληλοι βαρύθυμοι και κουρασμένοι, που ανταπέδιδαν την καλημέρα των συναδέλφων μέσα από τα σφιγμένα τους δόντια, έψαχναν ξαφνικά ευκαιρίες επικοινωνίας μ’ ένα δειλό, παράταιρο χαμόγελο στα μάτια και στα χείλη (σ. 35).

Ο δόκιμος συγγραφέας Νίκος Βελισάρης του Σπιτιού ίσως είναι ο 35χρονος ιχθυολόγος αλλά και συγγραφέας Αντρέας Φριντενίδης που αυτή τη φορά ταξιδεύει αναζητώντας την Ομορφιά, αυτή που από μικρός έψαχνε στις σελίδες των βιβλίων, αυτή που υπήρξε τελικά η σωτηρία του. Ένα συμβολικό ταξίδι που όποιος το επιχειρήσει μόνο τυχερός μπορεί να αισθάνεται, ακόμα κι αν χρειαστεί να καταβάλει ένα υψηλό τίμημα στην πορεία, καθώς ο Αντρέας δοκιμάζεται πραγματικά από την αναζήτηση του Κάλλους και γνωρίζει την πολύ σκληρή πλευρά της.

Ο Αντρέας είχε καταφέρει να χωρέσει ολόκληρη ζωή σε δύο επικράτειες που θεωρούσε δικές του, τις χάρες των οποίων μπορούσε ν’ απολαμβάνει χωρίς σημαντικούς περισπασμούς από τον έξω κόσμο: τη λογοτεχνία και την ιχθυολογία (σ.19).

   Μια τέταρτη σταθερά αποτελεί ο πλούσιος διακειμενικός ιστός που πλέκουν οι ιστορίες του. Πλήθος αναφορών (λογοτεχνικών, μουσικών, κινηματογραφικών) -φανερών και υπόγειων- συμβάλλει σε μια διαρκή, υπαινικτική τροφοδοσία του μύθου.
Άφησα τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, το πέμπτο στοιχείο της ποιητικής του Μητά. Η κομψότητα του ύφους και η αριστοτεχνική γραφή, ύφος που αποπνέει τον αέρα της Αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας και των κυριότερων εκπροσώπων αυτής. Λέξεις -όπως «ευμοιρία», «νύγμα», «λαμπηδόνα»- χτυπάνε την πόρτα του συγγραφέα κι εκείνος τούς την ανοίγει πρόθυμα για να γίνει ο σωτήρας τους, καθώς την ίδια στιγμή είναι λειτουργικές, υπηρετώντας απολύτως το κείμενο και το ύφος του συγγραφέα. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Ανακεφαλαιωτικά. Τα δύο δώρα είναι μια σπουδή στη μοναξιά, στην ομορφιά, στον ανεκπλήρωτο έρωτα. Η χαμηλότονη αφήγηση, η απουσία μελοδραματισμού, η καλοσμίλευτη γλώσσα, η άρτια πλοκή που έχει τους δικούς της ρυθμούς (σχηματίζεται αργά όπως η παιδική ζωγραφιά), το κομψό στυλ αφήγησης προσφέρουν αληθινή απόλαυση, συγκίνηση, γοητεία και τελικά κάθαρση. Ο Μητάς και στα Δύο Δώρα όπως και στα προηγούμενα έργα του συνεχίζει τον διάλογο με την Τέχνη, όχι μιλώντας θεωρητικά γι’ αυτήν (αυτό μονάχα οι φιλόσοφοι μπορούν να το κάνουν), αλλά δίνοντας ατόφιες πραγματώσεις της Τέχνης. «Η Τέχνη προχωρεί από τη στατική στη δυναμική της μορφή μόνο όσες φορές κινηθεί σα στοιχείο ζωής ανάμεσα στους ανθρώπους» έγραφε ο Στράτης Μυριβήλης το 1958 στο δοκίμιό του Μιλώντας για την Τέχνη· θαρρώ πως αυτή η διαπίστωση ταιριάζει απόλυτα με το μυθοπλαστικό σύμπαν του Μητά.

Γιώργος Μητάς, Τα δύο δώρα (νουβέλα), εκδ. Στερέωμα, 2021, σελ. 116