ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΕ, Εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2020
Η Στέλλα Δούμου γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μάνη. Τα νεανικά και μαθητικά της χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα, τον Βόλο, τη Σμύρνη και την Καλαμάτα. Στην ενήλικη ζωή της, έζησε για ένα διάστημα στη Γερμανία, καθώς και για μικρά διαστήματα στις Η.Π.Α. Μιλά αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ασχολείται με τη δημιουργία κοσμήματος από φυσικά ή εναλλακτικά υλικά. Γράφει ποίηση, ποιητική πρόζα και πεζά σε μικρή φόρμα. Κείμενά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. «Το άλογο που έγραφε» είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή της.
Η ποίησή της χαίρει νοημάτων και συμβόλων «…μα οι παίχτες μοιάζουν με ξύλινα άλογα που έχουν κολλήσει στην πηχτή Ιουλίδα της σκέψης τους…». Στους στίχους της καταγράφεται ο έρωτας πατρίδων, που έμελλαν να αγαπηθούν: στο ΟΣΤΡΟΒΟ, παλαιά ονομασία του χωριού Άρνισσα του Ν. Πέλλας, ζωηρές περιγραφές, ιδιόλεκτοι και αιχμές που αγγίζουν το υπερκείμενο της προφορικής διήγησης συνθέτουν έναν λυρικό πεζό λόγο. Η σκληρή αλλά και ιδιόρρυθμα λυρική γλώσσα της μαρτυρά τη ποιητική καταγωγή της από ρίζες, οι οποίες ίσως να συγγενεύουν διακειμενικά με ποιητές που σημάδεψαν λογοτεχνικά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Στην ποίησή της κατοικούν άψυχα όντα επιβεβαιώνοντας τη συμβολική διάθεση των στίχων της. Τα επιλεγμένα επίθετα που συναντά κανείς, καθώς και ο καλπασμός των ρημάτων κίνησης αποδίδουν ρεαλιστικές απεικονίσεις και περιγραφές που οδηγούν μοιραία σε συνειρμικές συνάψεις. «Φυτρώνει στον τοίχο ένα χερούλι…», «…Με διαβάζει ανυπεράσπιστη/ Μου σπάει το σαγόνι από έρωτα..».
Βαθιά είναι και η πολιτικοκοινωνική ματιά της ποιήτριας. Οι «…Δύο τρεις περίεργοι ένοικοι…», «Δεν είδαν δεν άκουσαν δεν ένιωσαν λυπούνται βέβαια/ Φεύγουν τώρα…», θα διαμαρτυρηθεί στο ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ. Σε επόμενο ποίημα τοποθετείται αυστηρά απέναντι στους «…ισορροπιστές…», καυτηριάζοντας τους οποίους, ενώ τους θυσιάζει και τους σκορπά παρωδημένους «…στα ηλίθια πεδία..».
Οι πικρές αναμνήσεις, ο θάνατος, οι απουσίες, το πένθος την απασχολούν βαθύτατα. «Σε όλα τα μυστήρια βρίσκεις λείψανα…» θα πει στο ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΟ. Η ποίηση της Δούμου κινείται και αναπαράγει συναισθήματα: «…Έχεις πεθάνει σε χρόνο παρακείμενο αυτής της βροχής/Που σπάζει σε κομμάτια ό,τι βρει μπροστά της», ενώ ταξιδεύει σε δρόμους που θυμίζουν την κίτρινη σκόνη του νότου του Τζάκ Κέρουακ, όπως στην ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ: «Σκόνη στραβώνει κεραίες και πέταλα, θολώνει νερά/λύσε τα φρένα και πιάσε τα ερτζιανά/θα κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα…».
Ο έρωτας, ανεκπλήρωτος ή όχι, αφήνει σημάδια ανεξίτηλα, βαδίζει πλάι με τη φθορά, το ανέφικτο, τον χρόνο, την απατηλότητα των ονείρων και το εφήμερο της ύπαρξης: «Άλογα αφήνιασαν στη φλέβα του πορτοκαλιού/ φωνή χυμού εκτός ελέγχου…». Ο έρωτας καταλήγει αδυσώπητος στην ποιητική κλίνη της Δούμου, «Της διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε/ Ύστερα τα έπνιγε στον Ασβέστη σαν γατιά/Και την παρατούσε με λύσσα/Για να την κάνει να κλαίει…», οργίζεται κι αναπολεί, θρηνεί και διερωτάται μα δεν ξεχνά να βάψει κόκκινο το πάθος των συναισθημάτων της: «…Μια κόκκινη τρίχα στο περιθώριο των σημειώσεων/Και σε ρωτάω: γ-ι-α-τ-ί μ-ο-υ ά-φ-η-σ-ες τ-έ-τ-ο-ι-α φ-ω-τ-ι-ά;».
Ωστόσο, στιγμές, η ποιητική διάθεση της Δούμου καταφέρνει να χαμηλώνει τους τόνους υποκρύπτοντας πάντα τη συναισθηματική ένταση η οποία την χαρακτηρίζει, Η λόγος της ησυχάζει, καθώς περιγράφει το ταξίδι των λέξεων. γλυκαίνει: …Γλαφυρά νερά με έχουν κρυφά εξημερώσει/ Με κουφέτα ματιών με κοιτάζουν».
Ο ποιητής χαίρει ιδιαίτερης μνείας στους στίχους της Στέλλας Δούμου. Τον οραματίζεται ως μοναχικό «…λύκο…» σε δάσος που αναπνέει, σκέπτεται, ζει κι εκεί «…Μιλώντας για τον εαυτό του σαν να ‘τανε πολλοί…» επωμίζεται βαρύ σταυρό. Η γυναικεία ταυτότητα, υψώνει τη φωνή της λογοτεχνικά στοιχειοθετώντας την ισότιμη θέση της στον κόσμο των λέξεων, της τέχνης, της ίδιας της ζωής θέτοντας εαυτόν στο σύνολο «…σπλάχνων οργάνων που χορδίζονται…». Από τους στίχους της ξεπηδούν με τρόπο pizzicato οι αιχμές με στόχο να καταδείξουν στερεότυπα, «Αν και είναι ο τόπος στον αυχένα χτυπημένος κι έχει κλίση…», ενώ η «…στύση…», «..ξεμυτίζει..» συμβολικά για να δηλώσει τον ανδροκρατούμενο χώρο της επιθυμίας, της ελευθεριότητας, της πραγμάτωσης. Το θηλυκό σώμα οργίζεται για τον πόνο και την αδικία που υφίσταται. Η μάνα Δούμου υψώνει φωνή: «…Κι αν δεν με διακόπτατε ολοένα για να μάθετε/ Γιατί του παιδικούς κήπους της Μονζέιρα/ Βιάζονται κορίτσια/ Ή άραγε γιατί τα ρολόγια σταματάνε κάθε τόσο και πενθούν…».
Ο χρόνος επιστρέφει πάλι και πάλι στην ποιητική της διαδρομή, υφαίνεται στα πεζά της και υπενθυμίζει το εφήμερο του βίου: «…Οι εσπερινοί λωτοί βρίσκονται δύσκολα/ Και πώς να τους ξεπατικώσεις…», συνομιλεί με το θείο και τον θάνατο: «Το θέμα είναι, αγαπητοί,/ Πως μπαινοβγαίνει ο θάνατος στις μέρες/ Με μια σημαία πασπαρτού κι ένα γυαλόχαρτο…». «Στον Εσπερινό φαίνεται πως θα λυθούν όλες οι υποψίες εξέγερσης, μόλις το ψάρι μάγος θα ακονίσει την ουρά του στο κενό …», ενώ ενίοτε διδάσκει, ως μάνα που αρνείται να αποδεσμευτεί από τα στερεότυπα: «Μην απατάσθε, τα άλογα κολυμπούν, οι πύργοι είναι που βουλιάζουν…».Η ποιήτρια αγωνιά για την ύπαρξη, σκληραίνει η ματιά της και ξαναγίνεται μάνα, διδάσκει και ενίσταται: «… Μόνο τη φτέρνα του αφήνει καθαρή/ Για να θυμάται ο άνθρωπος πως είναι και όχι ψάρι…», «Το σύμπαν προχωρεί πετώντας τα φτερά του…. Βρίσκει κανείς βροχές παλαιολιθικές/ Που ξεκουράζονται πάνω σε ανθρώπινα φύλλα…».
Οι γονικές φιγούρες και η φθαρτότητα της ύπαρξης συνορεύουν με τη νοσταλγία: […«Έλα, άρπαξε κάτι από μένα» του λέω «ας είναι η ζωή!…», ενώ αλλού γλυκαίνει ο πόνος: «Και παίρνοντας το πρόσωπό μου που είναι από χώμα/ χαράζει τη γεωμετρία της ζάχαρης και/ το γλυκαίνει και το πικρίζει…» και οι αναμνήσεις περιπλέκονται: «Τα ψάρια της Κυριακής είναι υπό έλεγχο/Και ένα τρένο με καρτούν επικοινωνεί με σήματα καπνού…». Το μάρμαρο ζωντανεύει. Αποκτά δική του βούληση. σπαράζει, ρωτά, επισφραγίζει: «…Μαμά φεύγεις; Σπάνε οι ραφές/ Το νυφικό σου σάβανο κλωστές στο στόμα μου ομφάλιες».
Καταλήγοντας την ανάγνωση της συλλογής, η ποιήτρια με αποχαιρετά αυτοσαρκαζόμενη. Συνοψίζει το ποιητικό της ταξίδι σε ένα noli me tangere, ένα μη μου άπτου της ίδιας της τής ύπαρξης. Το ταξίδι προς την ολοκλήρωση συνεχίζεται: «Η λεπτομέρεια να παραμένεις/ Μέσα στο σχήμα στο σχήμα σου παρ’ όλα αυτά/είναι ακόμα αγέννητη…». Κρατώ την επωδό της και ταξιδεύω στη χώρα των ποιητών. αθάνατοι. Το θείο περικλείεται σε έναν διακειμενικό εναγκαλισμό με τη δική της ποιητικής ουσία._
ΘΗΤΕΙΑ
Οι φυλές των παραθύρων ζαρκάδια στο Μπρούκλιν
Έχω πυρετό στα δάχτυλα
Έχω ένα Καντίνσκυ κρεμασμένο στη γλώσσα
Κι ένα ευλόγησον
των γρηγορούντων
Όταν τελειώσουν όλα αυτά
πυροβολήστε με