Η Μαρία Κουγιουμτζή ψαύει την ανθρώπινη ψυχή βαθιά, ως τα μύχια της. Εκεί που φωλιάζουν οι πιο κρυφές επιθυμίες, οι ανομολόγητες.
Στο νέο της μυθιστόρημα Νύχτες πυρετού αφηγείται μια γυναίκα σε παραλήρημα. Συγκεκριμένα, μια γυναίκα σε κώμα εννιά χρόνια. Που και πριν το συμβάν το οποίο την καθήλωσε, η ιδιαιτερότητα της ιδιοσυγκρασίας της εκδηλωνόταν με βραδινούς πυρετούς. Τα όσα έζησε μπερδεύονται με τα όσα θα ήθελε να ζήσει. Τα πρόσωπα που συνάντησε αποκτούν άλλες διαστάσεις, και η ίδια ζει μαζί τους πράγματα και καταστάσεις που πιθανότατα υπήρξαν σκέψεις ή φευγαλέες επιθυμίες.
Η Ε. Β. είναι ένα αέρινο πλάσμα με μάτια που καίνε, πυρετικά. Αυτή η ιδιαίτερη εμφάνιση εναρμονίζεται με την πραγματική πυρετική κατάσταση τις νύχτες, με την αιώρηση της κοπέλας ανάμεσα στο πραγματικό και στη φαντασία.
Η Κουγιουμτζή για μια ακόμη φορά σπάει τα όρια ανάμεσα στο τι είναι καλό και τι κακό, στο επιτρεπτό και στο απαγορευμένο, στο ηθικό και στο αποκλίνον.
Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία από όλα, η ψίχα του βιβλίου, είναι η βαθιά αγάπη, όπως και αν εκφράζεται αυτή. Κι εδώ είναι η αγάπη προς τον Γεδεών. Κρατάει ως το τέλος της ζωής της, διατρέχει όλες τις νύχτες πυρετού. Μια αγάπη όχι ακριβώς ανανταπόδοτη, αλλά διαφορετική, ως προς τη στάση του Γεδεών.
Κι ενώ σκεφτόμουν αυτά, η φτωχή μου σάρκα ήθελε διακαώς να αγγίξει τον Γεδεών. Κι όχι μόνο ήθελε να τον αγγίξει, αλλά να τον αγγίζει συνεχώς. Πράγμα αδύνατον. Αυτού του είδους το άγγιγμα μόνο μέσω του μη αγγίγματος μπορούσε να γίνεται διαρκώς.
(σ. 132)
Εκπληκτική ψυχογράφηση, ένα μωσαϊκό συναισθημάτων, φανερών, υπόρρητων και ανομολόγητων. Πιστεύω πως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η στάση του Γεδεών. Πιο προβλέψιμη στην πολύπλοκη αυτή σχέση είναι η κοπέλα, περισσότερο εμφανές το ερωτικό στοιχείο. Στον Γεδεών, μολονότι υπάρχει η ερωτική έλξη, υπερισχύει η τρυφερότητα και η αφοσίωση. Ακόμη και τα διαστήματα που εξαφανίζεται, η έγνοια του είναι εμφανής. Παρών άλλωστε σε όλη τη διάρκεια του κώματος της, αν και απουσιάζει τη στιγμή που αυτή «φεύγει».
Το άπιαστο που αναζητούμε. Η αίσθηση της προσδοκίας που δεν έρχεται, και μας αφήνει λειψούς. Κι όταν μοιάζει να φθάνει κάποια στιγμή, κάτι απροσδόκητο, σαν θέλημα της μοίρας, το διακόπτει βίαια και το αφήνει μισό.
Η Κουγιουμτζή ξέρει να στέκεται στη στιγμή. Και να τη μεγεθύνει. Όπως ο Μαρσέλ Προυστ στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Λεπτομέρειες από τον χώρο δένουν με λεπτομέρειες του νου, έτσι που γλιστρά ο αναγνώστης και χάνεται σε μια γλυκά νάρκη.
Αργά και απαλά βυθίστηκα στη νάρκη της απραξίας, αλλά το μυαλό συνέχιζε να σκέφτεται, δεν έμενε λεπτό άεργο. Δεν του αρκούσε να σταθεροποιηθεί στο φύλλωμα ενός δένδρου, στα κινούμενα νέφη του ουρανού, που ώρες ώρες έπαιρναν ένα ρόδινο χρώμα, αλλά αποσπούσε μαζί μ’ αυτές τις εντυπώσεις εικόνες από το παρελθόν, μεταδίδοντάς μου μια ανησυχία ανάμεικτη με ευτυχία. Εμφάνιζε έναν τόπο που δεν υπήρχε πλέον. Έναν τόπο όπου έζησες με τους αγαπημένους σου, που δεν ζούσαν πια. Κι αυτή η στιγμιαία μετάγγιση αυτού που κάποτε υπήρξε μέσα σ’ αυτά που δεν υπήρχαν, αλλά συνέχιζαν να διαβαίνουν πλάι σου, επιτρέποντάς σου να γευτείς την παρουσία τους, έμοιαζε να έρχεται από έναν τόπο όπου όλα συνέχιζαν να ζουν.
Χώθηκα στο παρελθόν… (σ. 134-135)
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παιδική ηλικία και στη σχέση με τη μητέρα. Η σχέση της Ε. με τη μητέρα της καθορίζει την αγάπη της προς τον Γεδεών, και την παρουσία της μητέρας ως το τέλος, όταν ονειρεύεται την ευτυχία με τον Γεδεών και τη ζωντανή αίσθηση της μητέρας, νεκρής από χρόνια, κοντά τους.
Στη ρίζα του αχαλίνωτου ερωτισμού της Συλβί βρίσκεται η συμπεριφορά της μητέρας της. Μολονότι η Ε. δεν επικροτεί τη σεξουαλική ασυδοσία της Συλβί, τη θεωρεί αυθόρμητη, περισσότερο αληθινή μέσα στην υποκρισία γύρω της, ανθρώπινη και συναισθηματική. Και, τελικά, ίσως ανυπεράσπιστη.
Αλλά και η παιδική ηλικία του Ηρακλή, με τη βάναυση συμπεριφορά της μητέρας του, διαμορφώνει, σε μεγάλο βαθμό, τα χαρακτηριστικά του ως ρατσιστή και σαδιστή, μαζί με τη φασιστική νοοτροπία του.
Η Ε. ζει καταστάσεις και γεγονότα που παρακολουθεί έκπληκτη, αλλά ζει και μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων εξίσου παράδοξα ή/και ενδιαφέροντα συμβάντα. Αλλά είναι σαν να τα ζει όλα παράπλευρα, είναι πάντα στην περιφέρεια, όχι στο κέντρο. Με ένα μυαλό και μια κρίση που είναι σε εγρήγορση συνθέτει απόψεις και ιδέες, διαφωνεί συχνά, και φθάνει στη δική της προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα. Μοιάζει ωστόσο να προσπαθεί να ενσωματωθεί κι αυτή σε ένα σύνολο, στην ουσία τού είναι. Για να διαπιστώσει πάντα ότι βρίσκεται στη φλούδα, όχι στο κέντρο, γιατί η δική της ουσία είναι ο Γεδεών. Αφετηρία και τέρμα.
Και αίφνης κατάλαβα. Ήταν το άδειο της προ δημιουργίας και μετά τη δημιουργία. Κι εγώ ήθελα να κρυφτώ εκεί. Ήμουν αιχμάλωτη σ’ αυτό το άδειο, εκούσια, ενώ έξω από την πόρτα του με περίμενε η εμφάνιση του κόσμου. Τα σβησμένα περιγράμματα θα χαράζονταν πάλι πάνω στα πρόσωπα και τα πράγματα κι αυτή θα ήταν μια χαρούμενη κατάληξη. Θα ήταν χαρούμενη γιατί θα μου έδινε όλα όσα ήθελα. Τον Γεδεών.
Κι όμως, δίσταζα. Δεν το έπαιρνα απόφαση να βγω από την αιχμαλωσία μου. Εγώ με είχα κλειδώσει, εγώ με είχα απομονώσει μέσα σ’ αυτό το άδειο, γιατί έξω απ’ αυτό αλλά δι’ αυτού έβλεπα το διαμελισμένο σώμα της ζωής. Οι μάχες της πραγματικότητας ήταν απάνθρωπες. (σ. 224)
Η Κουγιουμτζή είναι εξαιρετική μαστόρισσα του διηγήματος. Και το γνωρίζει. Έτσι, χωρίζει το πολυσέλιδο μυθιστόρημά της σε κεφάλαια, άλλα σύντομα κι άλλα εκτενέστερα, που, εκτός του ότι διευκολύνουν την ανάγνωση, ο τίτλος τους δίνει το θεματικό κέντρο των σελίδων που ακολουθούν. Κάποιες φορές, έχουμε κεφάλαια-περάσματα, σαν ένα σχόλιο, σαν ανάσες, σαν την αίσθηση της στιγμής. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο μεγαλύτερα κεφάλαια αφορούν τις συζητήσεις πολλών ατόμων γύρω από τις ιδέες και τις στάσεις ζωής. Για την Τέχνη, τη Λογοτεχνία, το Θέατρο, αλλά και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις για την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη, για την τεχνητή νοημοσύνη και την επίδρασή της ανθρώπινη συμπεριφορά. Για τηηθική και την ελευθερία της σκέψης.
Το τέλος της Συλβί μοιάζει προγεγραμμένο. Η Ε. νιώθει τόσο βαθιά την έλλειψή της, ώστε αισθάνεται τη μορφή της να συγχέεται και να ενώνεται με τη μορφή της Συλβί. Μια ταύτιση αγάπης και τρυφερότητας, όπως και με τη μητέρα της. Αλλά σχεδόν προδιαγραμμένη είναι και η επίθεση εναντίον του Γεδεών, και της Ε. που είναι μαζί του, από τους άντρες με τα ξυρισμένα κεφάλια. Υποκινημένη από τον Ηρακλή ή οποιονδήποτε άλλον Ηρακλή. Το χτύπημα αφήνει την Ε. σε κώμα. Ο Γεδεών γλιτώνει. Και μέσα από το κώμα αρχίζει ο παραληρηματικός χείμαρρος των αφηγήσεων της Ε. Ένας κύκλος, πικρός και αδιέξοδος.
Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που διανθίζεται με τις φωνές των άλλων, όταν αφηγούνται εμπειρίες της ζωής τους. Επίσης, οι φωνές αλλάζουν στους εκτεταμένους διαλόγους, όταν το κάθε πρόσωπο αναπτύσσει τις δικές του ιδέες. Ατμόσφαιρα από ταινίες του Παζολίνι ή του Κιούμπρικ. Ταυτόχρονα, η σκοτεινή ατμόσφαιρα του Κάφκα αλλά και του Κούντερα.
Στις Νύχτες πυρετού γίνεται μια μυθοπλαστική προσέγγιση της πραγματικότητας. Ωστόσο, όπως έχει γίνει και με προηγούμενα έργα τής Κουγιουμτζή, η πραγματικότητα αποδεικνύεται να εμπεριέχει τραγικά τη μυθοπλασία.
Για την αφηγηματική γλώσσα της Κουγιουμτζή έχω γράψει και άλλες φορές. Κινείται σε ένα ευρύ φάσμα από την τρυφερότητα ως την οξύτητα, ποιητική ακόμη και όταν είναι αιχμηρή. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, εκτείνεται και στη γλώσσα της επιχειρηματολογίας, συχνά όμως στις συζητήσεις παρεισφρέουν προσωπικά σχόλια και φυγόκεντρες αφηγήσεις των προσώπων.
Ο υπότιτλος του βιβλίου (Μια ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων και του κόσμου) με απασχόλησε από την αρχή. Γιατί η συγγραφέας προσθέτει «και του κόσμου»; Φθάνοντας στο τέλος του βιβλίου είχα πλέον καταλάβει: η Κουγιουμτζή, καθώς σπάει τα όρια ανάμεσα στις συμβάσεις και στις κατηγοριοποιήσεις των ανθρώπων, γράφει ένα πολυσέλιδο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, στο οποίο χωρούν όλες οι οπτικές και οι συμπεριφορές. Όχι άκριτα και ασχολίαστα, αλλά χωρούν, όπως το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο συνυπάρχουν και στη ζωή. Στο βιβλίο της σαν να ακούγονται οι φωνές διαφόρων και διαφορετικών ανθρώπων. Κι αν το κακό φαίνεται να νικά τελικά, με το μοιραίο χτύπημα στην Ε., η ύπαρξη του Γεδεών, με τη συνέχεια στις αναζητήσεις του και την αφοσίωσή του, αφήνει μια χαραμάδα φωτός και ελπίδας.
* Μαρία Κουγιουμτζή, Νύχτες πυρετού, εκδ. Καστανιώτης, 2020