Scroll Top

«Κάτι ελάχιστο απ΄ το σώμα μας θα μείνει,/ που σάρκωσε τον στίχο του σονέτου»: σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Αλέξανδρου Κορδά “Το τυφλό άλογο” (Σμίλη 2018) – Παρουσίαση από τον Παναγιώτη Νικολαΐδη

Το αίτημα για «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου»[1] έχει αναδειχθεί σε κύρια τάση της ποίησης σήμερα, καθώς έχει επηρεάσει τόσο παλαιότερους όσο και πολλούς νεότερους ποιητές, αρκετοί από τους οποίους από το πρώτο τους κιόλας βιβλίο διαλέγονται (όχι πάντα με δημιουργικό και αισθητικά δραστικό τρόπο) με την παραδοσιακή ποίηση. Μια δημιουργική, αλλά και γόνιμη περίπτωση διαλόγου με την παραδοσιακή μας ποιητική παράδοση αποτελεί η παρθενική και καλαίσθητη συλλογή του Αλέξανδρου Κορδά Το τυφλό άλογο (Σμίλη 2018) με την οποία, μάλιστα, απέσπασε το ποιητικό βραβείο «πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή» Jean Moreas 2018.

Με την πρώτη του, λοιπόν, συλλογή ο Κορδάς αποδεικνύεται χωρίς αμφιβολία γνώστης τόσο της παραδοσιακής όσο και της μοντέρνας ποιητικής μας παράδοσης. Κι αυτό γιατί στο ανά χείρας βιβλίο ο ποιητής δεν χειρίζεται μόνο δεινά την προσωδία (η παρουσία του σονέτου είναι δεσπόζουσα), αλλά ταυτόχρονα πατά γερά και στη μοντερνιστική παράδοση του ελεύθερου στίχου. Πιο συγκεκριμένα στο τολμηρό Τυφλό άλογο δεν εντοπίζουμε μόνο έμμετρα, παραδοσιακά ή ‘νεοφορμαλιστικά’ αν θέλετε ποιήματα-σονέτα όπου δεσπόζει η δημιουργική μείξη λυρικού και αφηγηματικού, αλλά και ελευθερόστιχα (μικτά με ρυθμό και ρίμα) αφηγηματικά στιχουργήματα είτε ακόμη πιο αμιγώς και εκτενή πεζολογικά, μοντέρνα και ενίοτε ημερολογιακού χαρακτήρα ποιήματα,[2] που καταδεικνύουν την πρόθεση του ποιητή να παραμένει ανοικτός τόσο στην προσωδιακή όσο και στη μοντερνιστική ποιητική. Ο ποιητής, με άλλα λόγια, επιχειρεί με πειραματική διάθεση μια δημιουργική διεύρυνση ή ανίχνευση των ειδολογικών και μορφολογικών ορίων όχι μόνο του παραδοσιακού, αλλά και του μοντέρνου ποιητικού λόγου.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, συμπεραίνουμε, ότι η επιστροφή του Κορδά στην προσωδία, ενώ πηγάζει κατευθείαν από τη βαθιά του αγάπη για την παραδοσιακή ποιητική την οποία και θεωρεί αναπόσπαστο, αλλά και υποτιμημένο κομμάτι της συνολικής ποιητικής μας παράδοσης, δεν γίνεται με κανένα τρόπο με μια παρωχημένη νοσταλγική ή μιμητική διάθεση ούτε οδηγεί στην επιβλαβή περιχαράκωση ή στην a priori απόρριψη των θεμελιακών επιτευγμάτων της μοντέρνας ποίησης. Γι΄ αυτό και οι διακειμενικές αναφορές που παρατηρούνται δεν προβάλλουν περιοριστικά και μόνο τη δημιουργική προσπάθειά του για «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου» (Παλαμάς, Καρυωτάκης κ.ά.), αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν κι από έναν άλλο δρόμο τη γόνιμη μαθητεία και τον δημιουργικό του διάλογο με τον ελεύθερο στίχο, εμπλουτίζοντας τον διακειμενικό ιστό του ποιητικού του έργου με αναφορές στον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Έλιοτ κ.ά. Η αιρετική διάθεση του ποιητή, πάντως, εκτείνεται και στην επιλεκτική του σχέση με τον μοντερνιστικό λόγο, καθώς στα πεζολογικά και πιο εκτενή ποιήματα της συλλογής φαίνεται να απορρίπτει τη μοντερνιστική σκοτεινότητα,προκρίνοντας εμφανώς την καθαρότητα του νοήματος.

Θεματικά τώρα, έχουμε μια ποίηση όπου η πόλη αποτελεί τον κατεξοχήν ποιητικό χώρο ενός κόσμου αλλοτριωμένου με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένου στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση. Με λυρική, φιλοσοφική και υπαρξιακή γλώσσα ο Κορδάς αναφέρεται στα σκοτεινά σημεία της πατρίδας, όπως στη φτώχεια, στο οικονομικό αδιέξοδο, στην αλλοτρίωση, στη στείρα προγονοπληξία, στον καιροσκοπισμό, στη γιγάντωση του άστεως και στην καλλιέργεια ενός ψευδοπολιτισμού, καταγγέλλοντας έμμεσα κοινωνικές συμπεριφορές. Σε αρκετές περιπτώσεις η συμβολική, η υπαινικτική ή και άμεση έκφραση της δυσθυμίας-ασφυξίας του ποιητικού υποκειμένου, δεν παραμένουν σε έναν περίκλειστο, προσωπικό χώρο, αλλά οδηγούν στη δραστική ποιητικά μετάπλαση της σε βαθύτερο, ανθρώπινο βίωμα. Η δεσπόζουσα, πάντως, ψυχολογική εσωστρέφεια που παρατηρείται σε κάποια ποιήματα όχι μόνο δεν αποκλείει τη θεώρηση του κοινωνικού και ιστορικού χώρου, αλλά αντίθετα δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικής όρασής του, εμβαθύνοντας, μάλιστα, στο θέμα της ρημαγμένης και αλλοτριωμένης πατρίδας και ανάγοντας την έντονη αίσθηση απώλειας της ενότητας του κόσμου σε κυρίαρχο θέμα της συλλογής.

Η αλληγορική αναφορά, πάντως, στον τρόπο λειτουργίας μιας ποίησης που πατά γερά στην προσωδία δηλώνεται από τον ποιητή εξαρχής. Στο λειτουργικό μότο-απόσπασμα από τον Ιουλιανό που προτάσσεται στη συλλογή «Όποιος λοιπόν αγαπά το βασιλιά βλέπει με ευχαρίστηση και την εικόνα του» διαφαίνεται τόσο η μαχητική στάση του νέου ποιητή στην υπεράσπιση της ποίησης με την επίτευξη της ποθητής ταύτισης μορφής περιεχομένου όσο και η αταλάντευτη πίστη του στο θείο που ορίζεται ως ποιητική προσπάθεια να δώσει σχήμα κι ερμηνεία σ’ έναν κομματιασμένο και ασυνεχή κόσμο με αποκεντρωμένο νόημα. Το ποιητικό άλογο λοιπόν, του Κορδά είναι εκ γενετής τυφλό γιατί παρά τον ρυθμικό του καλπασμό κινείται σε έναν κόσμο που έχει απωλέσει το συνεκτικό του νόημα. Η σύγχρονη, μάλιστα, απώλεια νοήματος δηλώνεται εύγλωττα στο ποίημά «Κύκλος» με σαφή αναφορά στην αλλοτριωτική και τσιμεντένια πραγματικότητα της μεγαλούπολης-Αθήνας:

[…]

Μια τέτοια πόλη είναι κι Αθήνα.
Η ανάσα εδώ βουλιάζει στο τσιμέντο.
Δυο χέρια θέλουν αν ενωθούν, τα είδαˑ
Μα πέφτουν κάτω ασώματα,
σε κύκλο δίχως κέντρο.

Συνοψίζοντας, Το τυφλό άλογο του Κορδά αποτελεί μια ευπρόσωπη εκδοτική παρουσία από έναν πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή, ο οποίος με τη γνώση της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποιητικής παράδοσης μάς αναγκάζει να περιμένουμε με αδημονία τη συνέχεια. Παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις αφενός για απώλεια ή διάχυση της προσωπικής φωνής μέσα στην παντοδύναμη μουσική προσωδία και αφετέρου για νοηματική θολούρα που προκύπτει από τη χρήση γενικών εννοιών και συμβόλων υπάρχουν, αλλά δεν ακυρώνουν το συνολικό αποτέλεσμα. Κλείνω το κείμενο παραθέτοντας το αισθητικά άρτιο ποίημα «Αράχνη».

Η ΑΡΑΧΝΗ

Απλώνει τον ιστό της στις γωνίες,
μ’ απόλυτη αρμονία υφασμένο.
Κάνει τα σχέδια χωρίς παρατυπίες
ότι θα πιάσει μύγα το ‘χει δεδομένο.


Φρόνιμε παρατηρητή των επιγείων,
η αράχνη είναι πλάσμα που γελιέται,
γιατί ελπίζει στην επάρκεια των σχεδίων,
μα με μια κίνηση ο ιστός χαλιέται.


Κι αυτή, με μάτια καμωμένα από σκοτάδι
παρατηρεί τα δευτερόλεπτα, τον χρόνο,
όπου θ’ απλώσει το καινούργιο της υφάδι,


πάνω απ’ τον άμβωνα, στον θόλο του ιερού,
για να κατέλθει πονηρά μέσα στο βράδυ,
να βεβηλώσει τ’ άγια του ναού.

 

[1] Βλ. τις ενδιαφέρουσες απόψεις του Βαγενά για την κρίση του ελεύθερου στίχου και την εισαγωγή του όρου «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου» στο Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, Πόλις, Αθήνα 2002, σσ. 73-89. Βλ. επίσης Νάσος Βαγενάς, «Η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου», Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008.

[2] Θάνος Γιαννούδης, «Μπορώ να σε μάθω να επιπλέεις. Κριτική στο Τυφλό Άλογο του Α. Κορδά», Fractal, 28 Αυγούστου 2019.