Πρώτη συλλογή διηγημάτων για την Κύπρια Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ (Το Ροδακιό, 2020). Είκοσι ένα διηγήματα, εκ των οποίων τα δύο, λόγω μικρής έκτασης και ποιητικότητας στην έκφραση, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως πεζοποιήματα. (Κόμπος στο λαιμό, σελ. 26/ Χωρίς αυτήν, σελ. 49) )
Ο πρώτος συνειρμός, διαβάζοντας τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ, οδηγεί αναπόφευκτα στη θλιβερή πραγματικότητα που βιώνει ο πληθυσμός του νησιού, στη λεγόμενη πράσινη γραμμή η οποία, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, είναι ένα τεχνητό σύνορο μεταξύ των κατεχόμενων και των ελεύθερων από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχών. Γενιές νέων λογοτεχνών καλούνται να ζήσουν και να δημιουργήσουν υπό τη σκιά των δεδομένων της εισβολής, την οποία βιώνουν μέσω των τραγικών συνεπειών της. Ποίηση και πεζογραφία έχουν παραχθεί κατά κόρον στον λογοτεχνικό άξονα των γεγονότων του 1974, αφού η τραγωδία έχει πολύ βαθύ μαχαίρι στη μνήμη και στο παρόν και επιδρά διαβρωτικά στην καθημερινότητα των ανθρώπων της Κύπρου.
Κι ίσως θεματικά να μην υπάρχει πλέον κάτι καινούριο να διατυπωθεί σε αυτή τη διάταξη και αναδιάταξη της τέχνης, να μην απομένει κάτι άλλο ως νέο παρά μόνο το ταλέντο, κατά τον Τσέχωφ, το οποίο είναι και αυτό το οποίο δύναται να προσελκύσει το λογοτεχνικό ενδιαφέρον σε ένα τραγικό γεγονός το οποίο γεννά εμπνεύσεις για μισό σχεδόν αιώνα και θα συνεχίσει να το κάνει εφόσον η γραμμή, η όποια γραμμή, διχάζει τις ζωές σε προ και μετά της εισβολής. (Το κασετοφωνάκι, σελ. 11/Ο Βαγορής, σελ. 14/ Οι λεμονιές της Αντρικκούς, σελ.18/ Το ξεσπίτωμα, σελ. 19/Γλυκόπικρα, σελ. 25)
Η Μαρία Τζιαούρη –Χίλμερ, όμως, δεν παραμένει σε εντόπιες αναφορές. Η γραμμή της έμπνευσής της και οι γραμμές της γραφής της παράγουν διηγήματα που εκτείνονται στον χρόνο ( 1974-2019) και στον χώρο ( Κύπρος, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία), με τη συγγραφέα να αξιοποιεί μνήμες από μέρη στα οποία σπούδασε ή εργάστηκε και να δίνει διηγήματα φορτισμένα με την αλήθεια των ηρώων τους, κάτι που ίσως η απόλυτη μυθοπλασία να μην πετύχαινε στον συγκεκριμένο βαθμό. Η Μαρία Τζιαούρη –Χίλμερ τηρεί τον άγραφο νόμο που θέλει τον συγγραφέα να γράφει καλύτερα γι΄αυτά που γνωρίζει καλύτερα.
Τα διηγήματα της συλλογής συνομιλούν μέσω φυσικών και νοητών γραμμών διαχωρισμού. Γιατί γραμμή διαχωριστική ανάμεσα στους ανθρώπους μπορεί να είναι και η διαφορετική κατεύθυνση ζωής (Ιντερλούδιο, σελ. 42), η ιστορική αιμάσσουσα μνήμη (Στο χιόνι, σελ.32), η μετανάστευση (Η φυγή, σελ. 37), μια διένεξη (Τα φλοράλ φουστάνια, σελ. 45), ένας νεκρός γάμος και η αδυναμία να ξεφύγει εν τέλει κανείς από αυτόν (Περπάτησε ανάλαφρα, γιατί πατάς πάνω στ΄όνειρό μου, σελ. 51), η φθορά που επιφέρει ο χρόνος (Πόση ευτυχία αντέχεις; σελ.57), ένας κακός χαρακτήρας που επιδρά αρνητικά στις σχέσεις ( Κλείσε την πόρτα, σελ.54), ένα έγκλημα που στοιχειώνει ζωές (Κανένας δεν είναι για χάσιμο, σελ. 66), μια σοβαρή ασθένεια (Κόμπος στο λαιμό, σελ 26), o θάνατος ως αναπόφευκτη φυσική κατάληξη ( Ο Βασίλης, σελ. 33).
Γραφή χωρίς υπέρμετρες λυρικές εξάρσεις ή αχρείαστη γλαφυρότητα. Λόγος πότε σαν μετουσίωση προσωπικού βιώματος και πότε σαν παρατήρηση και καταγραφή περιστατικών, που αφορούν σε λιγότερο οικεία για τη συγγραφέα πρόσωπα. Πρωτοπρόσωπη αλλά και τριτοπρόσωπη γραφή, συμπύκνωση λόγου και σκέψης, αφαιρετικότητα στη διατύπωση. Έκφραση λιτή και περιεκτική, στην οποία η δράση και ο ψυχισμός των ηρώων πιο πολύ υπονοούνται παρά περιγράφονται. Ήρωες οι οποίοι, ενώ περιστοιχίζονται από άτομα ή κοινωνικά σύνολα, στην ουσία πορεύονται μόνοι στην εύγλωττη σιωπή τους, επιβεβαιώνοντας τον Ζοζέ Σαραμάγκου και τον ισχυρισμό του ότι ο κάθε άνθρωπος δεν είναι νησί αλλά μια σιωπή. Και ως λογοτεχνική συνθήκη, στη συλλογή το στοιχείο αυτό ξεδιπλώνεται τελείως φυσιολογικά. Ήρωες καθημερινοί ως επί το πλείστον και ενατενίσεις βίου μέσα από σαφή, καθαρή διατύπωση.
Λόγος, επίσης, με εσωτερικό ρυθμό, υπαινικτικός, ενίοτε αλληγορικός.
«Οι μουσικές μας τελείωσαν, Μαρία! Από τον περασμένο Ιούλιο, Μαρία!» (Το κασετοφωνάκι, σελ. 13)
«Πέρασα χτες έξω από το σπίτι με το νούμερο 22. Καθαρά όλα και τακτοποιημένα. Φυτά, γλάστρες, έπιπλα κήπου. Κοντοστάθηκα να το θαυμάσω. Το γιασεμί ήταν ξερό». ( Νούμερο 22, σελ. 22)
«Αποφάσισε να κάνει διακοπή από τη ζωή που ζούσε ως τότε. Ρούφηξε την τελευταία τζούρα του τσιγάρου με απόλαυση, μπήκε μέσα, έκλεισε το διακόπτη και έφυγε». ( Η φυγή, σελ. 39)
«Τώρα χωρίς αυτήν ζει έξω από το σώμα του». (Χωρίς αυτήν, σελ. 49)
Τα διηγήματα της συλλογής, σύντομες ως πολύ σύντομες αφηγήσεις, σαν φωτογραφικά κλικ ή κινηματογραφικάtrailer, σαν διαφημιστικά μίας ταινίας πλέον παρελθοντικής, φαίνεται να προκαλούν τον αναγνώστη να τα συνεχίσει στη φαντασία του, ακολουθώντας της ζωές των ηρώων, αφού το τέλος κάθε διηγήματος ρίχνει φως σε μια συνέχεια.
«Πήγε στο μπαρ, ζήτησε μια παγωμένη μπίρα κι άναψε τσιγάρο. Ήπιε την πρώτη γουλιά και συνέχισε να καπνίζει». (Ιντερλούδιο, σελ. 42)
«Του είπαν πως έφυγε ήσυχη, στον ύπνο της. Του έδειξαν το δωμάτιό της και τα προσωπικά της αντικείμενα. Ό,τι είχε απομείνει απ΄αυτήν». (Τα φλοράλ φουστάνια, σελ. 45)
Η κυπριακή διάλεκτος προκύπτει αβίαστα και ίσως και αναγκαία σε διαλόγους όπου οι ήρωες, άνθρωποι απλοί, χωρίς επιτήδευση, εκφράζουν βαθιά συναισθήματα, χαράς αλλά πρωτίστως πόνου και απελπισίας.
«Βαγορή! Βαγορή μου! Ζεις, Βαγορή μου; Ζεις; Εν επαντρεύτηκα, Βαγορή μου, γιατί καρτερώ σε. Να΄μαστε πάλε μαζί. Να παντρευτούμεν. Είμαι δαμαί τζιαι καρτερώ σε ώσπου να κλείσουν τα μάθκια μου. Καρτερώ σε».
Το πάντρεμα της νεοελληνικής κοινής με το κυπριακό ιδίωμα είναι στοιχείο που συναντά συχνά ο αναγνώστης στο βιβλίο. Φυσικά υπάρχει πάντα μια λεπτή ισορροπία, την οποία θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου, προκειμένου η ντοπιολαλιά να μη χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Να παραμένει σε επίπεδα αυθύπαρκτης αναγκαιότητας.
Ίσως τα διηγήματα της συλλογής να έχουν γραφεί αποσπασματικά, χωρίς την πρόθεση να αποτελέσουν μέρος ενός κοινού θεματικού ιστού. Κάτι που φαίνεται και από τις πρώτες δημοσιεύσεις κάποιων διηγημάτων, όπως πληροφοριακά παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ο εύστοχος τίτλος να αποτελεί μία γραμμή σύζευξης ιστοριών και ηρώων, οι οποίοι καλούνται σε κάποια περίοδο της ζωής τους να αντιμετωπίσουν τη φυσική ή νοητή γραμμή που διαχωρίζει, δημιουργεί αποστάσεις ή τετελεσμένες πραγματικότητες.
Με την πρώτη της αυτή συλλογή, η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ καταθέτει μεστότητα σκέψης και γνώση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Η αφήγησή της, καθώς αναπτύσσεται σε μικροπερίοδο κυρίως λόγο, μεταγγίζει το μήνυμα με σαφήνεια, παραστατικότητα και ζωντάνια, κερδίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γραφή της, γραμμή επικοινωνίας πλέον ανάμεσά μας, δημιουργεί αρκετές προσδοκίες για το μέλλον.