Με την έβδομη αυτή ποιητική του συλλογή ο ποιητής μας Γιώργος Χριστοδουλίδης διευρύνει τις ορίζουσες των ευφάνταστων δημιουργικών του συλλήψεων, επεκτείνοντας τις «Πληγείσες περιοχές» της προηγούμενης ομώνυμης συλλογής του. Εκδιπλώνοντας και άλλες «γυμνές ιστορίες», χωρίς ωστόσο τις ταξινομίες θεματικών ενοτήτων, φωτίζει νέες αθέατες όψεις της σημερινής δυστοπικής κοινωνίας σε μιαν ενιαία οιονεί σκηνοθετική συνάρθρωση του ανθρωποκεντρικού ποιητικού του λόγου. Ενός ενδιάθετου φιλοσοφικού στοχασμού, που μεταστοιχειώνει τις προσλαμβάνουσες των εναγώνιων υπαρξιακών του αναζητήσεων στα συμφραζόμενα καίριων επισημάνσεων μέσα από ποικιλόμορφα εκφραστικά σχήματα πηγαίων επινοητικών εμπνεύσεων: σε ευρηματικές αφηγήσεις εικονοπλαστικής και ενίοτε γλωσσοπλαστικής αποτύπωσης είτε περιγραφικά στιγμιότυπα υποβλητικών αναπαραστάσεων και υπερρεαλιστικές ή μεταφυσικές μυθοπλασίες αλληγορικών συμβολισμών με την αμεσότητα της ανεπιτήδευτης προφορικής συνομιλίας και συνακόλουθα της επικοινωνιακής μέθεξης.
Η αφηγηματική προφορικότητα και η σκηνική δραματοποίηση καθημερινών συμβάντων ή παράδοξων φαινομένων, όπως και η πρωτεϊκή μετάπλαση βιωματικών συνειρμών υπαγορεύουν την αναγκαιότητα των πολύστιχων, ως επί το πλείστον, ποιητικών συνθέσεων, που διανθίζονται από ολιγόστιχα ποιήματα αποφθεγματικής απήχησης. Προσφυές παράδειγμα η επιγραμματική πολυσημία της μονόστιχης αυτοαναφορικής προμετωπίδας «θέλω οι στίχοι μου να καρφώνονται στον άνεμο», καθώς και στίχοι από το ακροτελεύτιο «Θρύμματα»: «…αυτό που λέμε ακέραιο/ είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει».
Η πολυσχιδής προβληματική της ποίησης και της ποιητικής του Χριστοδουλίδη συναιρείται στον προϊδεαστικό αμφίσημο τίτλο της συλλογής και στο ομότιτλο πολυφασματικό ποίημα ασθματικών τόνων «Μυστικοί Άνθρωποι» σε εικαστική αντίστιξη με τη φιλοτέχνηση του εξωφύλλου. Οι σκοτεινές φιγούρες στο αχνοφώς του φόντου μιας μακρινής αμφίβολης ανατολής παραπέμπουν στο μυστηριώδες έρεβος και τον σκοταδισμό του χτεσινού έως και του τωρινού παρανοϊκού ανελεύθερου κόσμου, έρμαιο μυστικών κωδίκων και υποχθόνιων συνωμοτικών σχεδιασμών. Ιδού οι πρώτοι καταγγελτικοί στίχοι του μακρόπνοου αφοριστικού ποιήματος: «Για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα/ ένα αγέλαστο παιδί στην Ταϊλάνδη/ πλέκει το φούτερ της επιστήθιάς σου επωνυμίας/ κι άλλο ένα στο Περού/ κατεβάζει πέτρες από το βουνό/ στο πεινασμένο στόμα του ορυχείου/ για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα/[…]/κι οι πατεράδες γίνονται ξανά σκλάβοι στην Αμερική/ για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα». Σε παρόμοιους ρυθμούς σαρκαστικής διαμαρτυρίας, που εντείνονται από τον ευαίσθητο ψυχισμού του ποιητή σε κραδασμούς ανθρωπιστικής ενσυναίσθησης εγγράφεται με κυριολεκτικές και μετωνυμικές συνδηλώσεις και το μήνυμα του ποιήματος «Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης», όπου «Είναι αλήθεια ότι τα καταφέρνουν για μερικές ώρες/ όμως μαζί με τη βρωμιά/ αποφλοιώνεται σιγά σιγά κα το δέρμα τους/το παίρνει ο χρόνος, το παίρνει ο βενζινάρης/ το παίρνουν οι βιαστικοί πελάτες/ βγάζουν στην πώληση τα δερματικά τους υπόλοιπα/ παράφρονες δερματέμποροι καιροφυλακτούν/ είναι μια καλά υπολογισμένη εμπορική πράξη,/ μια ανταλλαγή/ για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν άλλο δέρμα/ πιο φτηνό αλλά καθαρό/ ο βυρσοδέψης των ανθρώπινων δερμάτων/ το εφαρμόζει με χαμηλή αμοιβή.».
Είναι όμως και πολλά άλλα τα θλιβερά της ανθρώπινης συνθήκης, όπως και τα δραματικά κακώς έχοντα της ασυνείδητης αναλγησίας και της αλλοτρίωσης στους μεταμφιεσμένους αβέβαιους καιρούς μας, τη συγκάλυψη και την υποκρισία των οποίων απομυθοποιεί η ποιητική συνείδηση, όπως εμφαίνει το «Καρναβάλι» του αντίστοιχου ποιήματος. Η ψευδεπίγραφη ακόμη επιφάνεια κάτω από τη ψιμυθίωση της παρακμής και της κατάρρευσης, καθώς και ο υποκριτικός καθωσπρεπισμός εκτίθενται υπό τους παράφωνους ήχους της «Χριστουγεννιάτικης Χορωδίας», ενώ τη φαρισαϊκή της εκδοχή ενσαρκώνει «Επισπεύδοντας» με κατανυκτική προσευχή, αλλά και παρώθηση παιδιών να πνίγουν γατάκια η θρησκεύουσα «γειτόνισσα» των αντίστοιχων ποιημάτων. Στην υποκριτική πανουργία και τις παρεμφερείς της πτυχές του δόλου και της επιδέξιας μαζικής εξαπάτησης εστιάζεται ο προβολέας της αποκάλυψης και της γελοιοποίησης του μεγαλόσχημου απατεώνα μέσα από το παραμυθιακού-παραβολικού τύπου ποίημα «Ιστορίες αποκαθήλωσης», που δεν επαληθεύεται μόνο διαχρονικώς αλλά και λόγω των πρόσφατων σκανδάλων διαφθοράς ηχεί λίαν επίκαιρο: «Ο πρωτοσύγκελος του κόμματος/ ο ποιμένας/ ο προπαγανδιστής/ μια συναρπαστική περίπτωση τυχοδιώκτη/ και επιδέξιου γητευτή των μαζών/ έχει από καιρό εξουδετερωθεί/ μετά από μια σειρά συντονισμένων διαρροών/ που τις κρατούσαν για χρόνια/ όπως τα άπλυτα ρούχα/ για να του τα φορέσουν τη σωστή στιγμή.».
Ωστόσο, τους στίχους άλλων ποιημάτων φορτίζουν τα επώδυνα προβλήματα της μοναξιάς, της συνήθειας, της ψευδαισθησιακής πρόσληψης της πραγματικότητας και της σκληρής καθημερινής επιβίωσης, η περιβαλλοντική καταστροφή, η μνήμη ως «Μεταλήθη», όχι απλώς ως ανάμνηση αλλά ως επάνοδος από την αμνησία και ζωντανή αναβίωση της α-λήθειας. Το πρώτο ποίημα της συλλογής, που επιγράφεται «Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο», με αντιστροφή των όρων του παρηχητικού λογοπαίγνιου «Τάμπο-πάντα», η φανταστική λίμνη ανακαλεί Σολωμικούς συνειρμούς και αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφική ενατένισης της ζωής στη μετά θάνατο μεταμορφωτική της συνέχεια. Τον ποιητή επίσης απασχολεί επίμονα η απουσία ουσιαστικού νοήματος βίου, όπως καταφαίνεται στα ποιήματα «Νόημα» «Αφουσιά»(από+ουσία), που συναντούμε στο «Γκέμμα» του αυτοαφανισμένου Δ. Λιαντίνη, στον οποίο και η εμβληματική αφιέρωση του ποιήματος «Ο Φροντιστής».
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι πολυδιαβασμένος ποιητής όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας. Εκτός από τις ονομαστικές αναφορές συνδιαλέγεται με τον Μπουκόβσκι αλλά και εμμέσως με τον Πόε μέσα από τα έργα του «Το κοράκι» και «Το κλεμμένο γράμμα». Αξίζουν, βεβαίως, ιδιαίτερης επισήμανσης τα ποιήματα ποιητικής του «Το Φανάρι» και «Η περιπέτεια της ποίησης», απ’ όπου αντί επιλόγου και ο στίχος: «η ποίηση μού δείχνει δρόμους αβάδιστους».
Γιώργος Χριστοδουλίδης Μυστικοί Άνθρωποι /εκδ. Κύμα, 2019