[…] Νέος ο Κάλβος, και κάτω από την επίδραση του Φώσκολου αλλά και πριν, είχε γράψει δυο τραγωδίες και άλλα μικρά έργα, πεζά και ποιητικά, στα ιταλικά, αργότερα συνεργάσθηκε σε άλλες εφημερίδες με άρθρα του, και σε όλη του σχεδόν τη ζωή έγραφε γράμματα. Αλλά το έργο που θεωρείται ότι τον αντιπροσωπεύει, και εξαντλεί την προσφορά του στα γράμματά μας, είναι αυτά τα είκοσι ποιήματα που τύπωσε ανά δέκα το 1824 και το 1826 και που έκτοτε εκδίδονται όλα μαζί με τον τίτλο «Ωδαί». Πρόκειται για μια σειρά μάλλον μακροσκελή ποιήματα από στροφές των πέντε στίχων. Το μέτρο τους είναι ιδιότυπο, «καλβικό». Έχει για βάση του τον δεκαπεντασύλλαβο που ο Κάλβος τον έχει διασπάσει σε μικρότερα τμήματα και τον έχει με ποικίλους τρόπους αλλοιώσει τονικά, αλλά που, παρ΄ όλα αυτά, σε πολλές περιπτώσεις διακρίνεται αυτούσιος. Η γλώσσα του Κάλβου είναι «μικτή». Έχει κι αυτή για βάση της την καθομιλουμένη, απαλλαγμένη όμως από τα δημοτικά στοιχεία και περιβεβλημένη με πολλήν αρχαιοφάνεια. Τα θέματα του Κάλβου είναι η πατρίδα, η αρετή, η δόξα των προγόνων που ξαναγεννιέται και, σαν επιστέγασμα όλων αυτών, η επανάσταση του 1821. Ακόμη και όταν το αρχικό ενδόσιμο του ποιήματος είναι άλλο, στην πορεία του ο ποιητής βρίσκει απαράγραπτα σχεδόν τον τρόπο να εισαγάγει αυτά τα θέματα.
Γλώσσα, μέτρο και θεματογραφία, με τη χτυπητή ιδιομορφία τους, είναι τα στοιχεία που καθόρισαν με τρόπο μοιραίο τις παράξενες τύχες αυτής της παράξενης ποίησης. Όταν πρωτοεκδόθηκαν, οι ωδές του Κάλβου γνώρισαν θερμότατη υποδοχή στο εξωτερικό, κυρίως ανάμεσα στους φιλέλληνες, αλλά στην Ελλάδα συνάντησαν την αδιαφορία αν όχι και την εχθρότητα. Και πάντως γρήγορα ξεχάσθηκαν από τους πολλούς. Ώσπου τις ξαναζωντάνεψε ο Παλαμάς με τη διάλεξη του στον «Παρνασσό» το 1888. Έκτοτε η ποίηση του Κάλβου γνώρισε φανατικούς υποστηρικτές αλλά και πεισματικούς πολέμιους. Οι πρώτοι έφθασαν να τοποθετήσουν τον Κάλβο πάνω από τον Σολωμό, και οι δεύτεροι αρνήθηκαν στο έργο του κάθε καλλιτεχνική αξία.
Η διχασμένη αυτή στάση ήταν φυσική, αν και όχι δικαιολογημένη. Η αντίφαση περιέχεται μέσα στην ίδια την ποίηση του Κάλβου, και μάλιστα φορτική, κραυγαλέα. Την απαράμιλλη συγκίνηση μπροστά στο γνήσιο και βαρύτιμο ποιητικό δημιούργημα την προσπορίζουν άφθονη στον αναγνώστη τους οι ωδές του Κάλβου. Αλλά η συγκίνηση αυτή είναι ασφυκτικά περικυκλωμένη από τη θυμηδία που συνοδεύει τα πρωτόλεια, από την απέχθεια που προκαλούν οι τερατογονίες, από την αγανάκτηση για κάποιες σπαταλημένες αξίες που μια ελάχιστη χειρονομία θα μπορούσε να τις διασώσει, από τον οίκτο για ένα σπάνιο τάλαντο που τόσο συχνά αφήνεται να πηγαίνει χαμένο. Με άλλα λόγια ο Κάλβος είναι ένας ποιητής άνισος. Ωστόσο, η ανισότητά του κάθε άλλο παρά τυπική είναι. Δεν έχει διόλου να κάνει με τα ανεβοκατεβάσματα στη θερμοκρασία της έμπνευσης, δεν έχει να κάνει με την απώλεια του στόχου που απειλεί όλους τους ποιητές, δεν έχει να κάνει με την τεχνική ολιγωρία ή ανεπάρκεια. Είναι μια ανισότητα που σχετίζεται με ένα πείσμα. Ο Κάλβος είναι ένας σπουδαίος ποιητής, που όμως πάντα κ ά τ ι θέλει να πει, ξέρει τι είναι αυτό, και το λέει πάση θυσία. Γι΄ αυτό από τους ποιητές μας είναι εκείνος που περισσότερο σαστίζει τον αναγνώστη, καθώς αυτός παρακολουθεί έκπληκτος πλήθος άνοστες κοινοτοπίες να καταδιώκουν κακόβουλες ισάριθμες ποιητικά τετράδια ανεκτίμητης αξίας, καθώς βλέπει ένα κάκιστο γούστο να εναντιώνεται πεισματικά σε μια γνήσια δημιουργική πνοή, καθώς πασχίζει πίσω από τις κακοφωνίες να ξεχωρίσει έναν τόνο που επιμένει να ηχεί με μοναδική ορθότητα.
ᾨδὴ Τρίτη. Εἰς Θάνατον
στροφὴ α´.
Εἰς τοῦτον τὸν ναόν,
τῶν πρώτων Χριστιανῶν
παλαιότατον κτίριον,
πῶς ἦλθον; πῶς εὑρίσκομαι
γονατισμένος; 5
β´.
Ὅλην τὴν Οἰκουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ἥσυχα, παγωμένα,
τὰ μεγάλα πτερὰ
τῆς βαθείας νύκτας. 10
γ´.
Ἐδῶ σίγα· κοιμῶνται
τῶν ἁγίων τὰ λείψανα·
Σίγα ἐδῶ, μὴ ταράξῃς
τὴν ἱερὰν ἀνάπαυσιν
τῶν τεθνημένων. 15
δ´.
Ἀκούω τοῦ λυσσῶντος
ἀνέμου τὴν ὁρμήν·
κτυπᾷ μὲ᾿ βίαν· ἀνοίγονται
τοῦ ναοῦ τὰ παράθυρα
κατασχισμένα. 20
ε´.
Ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ὅπου τὰ μελανόπτερα
σύννεφα ἀρμενίζουν,
τὸ ψυχρόν της ἀργύριον
ρίπτει ἡ σελήνη. 25
ς´.
Καὶ ἕνα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλὸν μάρμαρον·
σβησθὲν λιβανιστήριον,
κερία σβηστὰ καὶ κόλυβα
ἔχει τὸ μνῆμα. 30
ζ´.
Ὦ παντοδυναμώτατε!
τί εἶναι; τί παθαίνω;
ὀρθαὶ εἰς τὴν κεφαλήν μου
στέκονται ᾑ τρίχες!… λείπει
ἡ ἀναπνοή μου! 35
η´.
Ἰδού, ἡ πλάκα σείεται…
ἰδοὺ ἀπὸ τὰ χαράγματα
τοῦ μνήματος ἐκβαίνει
λεπτὴ ἀναθυμίασις
κ᾿ ἐμπρός μου μένει. 40
θ´.
Ἐπυκνώθη· λαμβάνει
μορφὴν ἀνθρωπικήν.
Τί εἶσαι; εἰπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα τοῦ νοός μου
τεταραγμένου; 45
ι´.
Ἢ ζωντανὸς εἶσ᾿ ἄνθρωπος,
καὶ κατοικεῖς τοὺς τάφους;
χαμογελάεις;…. ἂν ἄφηκας
τὸν ἅδην…. ἢ ὁ παράδεισος
εἰπέ μου ἂν σ᾿ ἔχῃ. 50
ια´.
-Mη μ᾿ ἐρωτᾶς· τὸ ἀνέκφραστον
μυστήριον τοῦ θανάτου
μὴν ἐρευνᾷς· τὰ στήθη,
τὰ στήθη ῾ποὺ σ᾿ ἐβύζασαν
ἐμπρός σου βλέπεις. 55
ιβ´.
Ὦ τέκνον μου, ὦ τέκνον μου,
ἀγαπητόν μου σπλάγχνον,
ἀνόμοιος εἶναι ἡ μοίρα μας,
καὶ προσπαθεῖς ματαίως
῾νὰ μὲ ἀγκαλιάσῃς. 60
ιγ´.
Παῦσε τὰ δάκρυα. Ἡσύχασε
τὸ πάθος τῆς καρδιᾶς σου.
Ἂν ἡ χαρὰ ἡ ἀνέλπιστος,
ὅτι μὲ εἶδες, βρέχῃ
τοὺς ὀφθαλμούς σου. 65
ιδ´.
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μᾶλλον· ἀλλ᾿ ἂν ἡ πίκρα,
ὅτι τὸν ἥλιον ἄφηκα,
τώρα σὲ κυριεύῃ,
παρηγορήσου. 70
ιε´.
Τί κλαίεις; τὴν κατάστασιν
ἀγνοεῖς τῆς ψυχῆς μου·
καὶ εἰς τοῦτο τὸ μνῆμα
τὸ σῶμα μου ἀναπαύεται
ἀπὸ τοὺς κόπους. 75
ις´.
Ναί, κόπος ἀνυπόφερτος
εἶναι ἡ ζωή· ᾑ ἐλπίδες,
οἱ φόβοι, καὶ τοῦ κόσμου
ᾑ χαραὶ καὶ τὸ μέλι
σᾶς βασανίζουν. 80
ιζ´.
Ἐδῶ ἡμεῖς οἱ νεκροὶ
παντοτινὴν εἰρήνην
ἀπολαύσαμεν, ἄφοβοι,
ἄλυποι, δίχως ὄνειρα
ἔχομεν ὕπνον. 85
ιη´.
Σεῖς οἱ δειλοὶ ἀχνύζετε
ὅτάν τις ψιθυρίσῃ
τ᾿ ὄνομα τοῦ θανάτου
ἀλλ᾿ ἄφευκτος ὁ θάνατος,
ἄφευκτος εἶναι. 90
ιθ´.
Μία καὶ μόνη εἶναι
ἡ ὁδός, καὶ εἰς τὸν τάφον
φέρνει· εἰς αὐτὴν ἡ ἀνάγκη
ἀμάχητον μὲ᾿ χεῖρα
ὠθεῖ τοὺς ζώντας. 95
κ´.
Υἱέ μου πνέουσαν μ᾿ εἶδες
ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡς ἀράχνη, μ᾿ ἐδίπλωνε
καὶ μὲ᾿ φῶς καὶ μὲ᾿ θάνατον
ἀκαταπαύστως. 100
κα´.
Τὸ πνεῦμα ὁποὺ μ᾿ ἐμψύχωνε
τοῦ Θεοῦ ἦτον φύσημα,
καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἀνέβη·
γῆ τὸ κορμί μου, κ᾿ ἔπεσεν
ἐδῶ εἰς τὸν λάκκον. 105
κβ´.
Ἀλλὰ τὸ φέγγος χάνεται
τῆς σελήνης· σὲ ἀφίνω·
πάλιν θέλω σὲ εἰδεῖν
ὅτε ἡ ζωή σου λείψει,
καὶ τότε μόνον. 110
κγ´.
Μὲ᾿ τὴν εὐχήν μου ὕπαγε·
ἄλλο δὲν λέγω· θέλω
εἰς τὴν συνείδησίν σου
τὰ λοιπὰ φανερώσειν
ὕστερον… χαῖρε… 115
κδ´.
Τέκνον μου χαῖρε… -Πρόσμενε,
τὸν υἱὸν λυπημένον
μὴ παραιτήσῃς. Ἔπεσε.
Καὶ μένουν οἱ ὀφθαλμοί μου
εἰς βαθὺ σκότος. 120
κε´.
Ὦ φωνή, ὦ μητέρα,
ὦ τῶν πρώτων μου χρόνων
σταθερὰ παρηγόρησις·
ὄμματ᾿ ὁποὺ μ᾿ ἐβρέχατε
μὲ᾿ γλυκὰ δάκρυα! 125
κς´.
Καὶ σὺ στόμα ὁποὺ ἐφίλησα
τόσαις φοραίς, μὲ᾿ τόσην
θερμοτάτην ἀγάπην,
πόση ἄπειρος ἄβυσσος
μᾶς ξεχωρίζει! 130
κζ´.
Αἴ, καὶ ἄπειρος ἂς εἶναι
κ᾿ ἔτι φοβερωτέρα·
ἐκεῖ μέσα ἀτάρακτος
θέλω ἐγὼ συντριφθεῖν
γυρεύοντάς σας. 135
κη´.
Τώρα, τώρα τὰ χείλη μου
δύνανται ῾νὰ φιλήσουν
τοῦ θανάτου τὰ γόνατα·
῾νὰ στέψω τὸ κρανίον του
δύναμαι τώρα. 140
κθ´.
Ποῦ εἶναι τὰ ρόδα; φέρετε
στεφάνους ἀμαράντους·
τὴν λύραν δότε· ὑμνήσατε·
ὁ φοβερὸς ἐχθρὸς
ἔγινε φίλος. 145
λ´.
Κεῖνος ὁποὺ τὸ μέτωπον
τρυφερῶν γυναικῶν
ἀγκάλιασε, πῶς δύναται
εἰς ἀνδρικὴν καρδίαν
῾νὰ ρίψῃ φόβον; 150
λα´.
Ποῖος ἄνθρωπος εἰς κίνδυνον
εἶναι; τώρα ὁποὺ βλέπω
τὸν θάνατον μὲ᾿ θάρρος,
ἐγὼ κρατῶ τὴν ἄγκυραν
τῆς σωτηρίας. 155
λβ´.
Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω
ἰσχυρᾶν δεξιὰν
καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω
πλεξίδα τῶν τυράννων
δολιοφρόνων. 160
λγ´.
Ἐγὼ τὰ σκῆπτρα στάζοντα
αἵματος καὶ δακρύων
καταπατῶ· καὶ καίω
τῆς δεισιδαιμονίας
τὸ βαρὺ βάκτρον. 165
λδ´.
Ἐπάνω εἰς τὸν βωμὸν
τῆς ἀληθείας, τὰ σφάγια
τώρα ἐγὼ ρίπτω· μ᾿ ἄφθονα
τὸν λίβανον σωρεύω,
μ᾿ ἄφθονα χέρια. 170
λε´.
Ὡς ἀπ᾿ ἕνα βουνὸν
ὁ ἀετὸς εἰς ἄλλο
πετάει, καἰγὼ τὰ δύσκολα
κρημνὰ τῆς ἀρετῆς
οὕτω ἐπιβαίνω. 175
*Ανδρέας Κάλβος. (Προσωπογραφία κατ’ εικασία.) Εργο του Παναγιώτη Γράββαλου.
Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων. Χαρακτικό 49,0×32,3 εκ.