Το τρίτο πεζογράφικο έργο της Γιούλης Αναστασοπούλου, «Η προθεσμία του νερού», αποτελείται από δεκατέσσερα διηγήματα μικρού μεγέθους αλλά τεράστιας δύναμης. Ο πόθος ως κυρίαρχη δίοδος διερεύνησης της ανθρώπινης ύπαρξης, η προδοσία και η ματαίωση ως αναπόφευκτοι σταθμοί της ψυχολογικής ωρίμανσης, ο εθισμός ως διαδικασία καθημερινής μάχης με τον πειρασμό, την ανασφάλεια, την αδυναμία, την αποτυχία, καθώς και η ηδονή και η οδύνη ως αντίθετοι πόλοι της ανθρώπινης επαφής, αποτελούν τους κύριους άξονες της αφήγησης και των στοχασμών της συγγραφέως.
Η Γιούλη Αναστασοπούλου αντιμετωπίζει τη ζωή, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικότερα, με ποίηση, με ευαισθησία και με ρεαλισμό. Αυτή η συνθήκη διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο ύφος στο οποίο εναλλάσσονται, με ιδιαίτερη φυσικότητα και επιτυχία, στιγμές ωμής έκφρασης, σκηνές φαντασιακών περιστατικών, μορφές ποιητικής έκφανσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγγραφέας δεν αποκρύπτει τίποτα. Και εδώ έγκειται η μεγάλη αξία του βιβλίου: με γλώσσα ρέουσα και δυναμική, οι ήρωες των διηγημάτων αποκαλύπτουν τις πιο μύχιες σκέψεις τους πράττοντας ελεύθερα, ανθρώπινα, βλοσυρά και συγχρόνως, αγαπησιάρικα, βίαια και πολύ συχνά, τρυφερά. Η Γιούλη Αναστασοπούλου τα λέει «έξω από τα δόντια» και εμείς, ως αναγνώστες, συμφωνούμε μαζί της, συνοδοιπορούμε, ντρεπόμαστε, κατανοούμε, συγχωρούμε τους άλλους και κυρίως, τον εαυτό μας.
Στο συγγραφικό σύμπαν της Αναστασοπούλου, κυρίαρχο ρόλο έχει το χιούμορ. «Φοράει βρώμικα σουτιέν γιατί είναι κόρη της μάνας της. Απ’ έξω μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα». Το σατυρικό στοιχείο στη γραφή της συγγραφέως δεν προσφέρει μόνο ανάσες στον αναγνώστη, αλλά αποκαλύπτει κρυφά γνωρίσματα των ηρώων τα οποία ενδυναμώνουν την αποτελεσματικότητα της αφήγησης. Ο σαρκασμός είναι καθαρτικός μιας και έρχεται σε αντίθεση με την αίσθηση που αφήνουν οι ουλές δημιουργώντας μιας υπέροχη, πηγαία εγγύτητα ανάμεσα στο ανάγνωσμα και στον αναγνώστη.
Το σώμα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο. Είτε με αισθαντικό, ρομαντικό, είτε με ωμό, ρεαλιστικό τρόπο, το σώμα λειτουργεί ως καταλύτης στο αφηγηματικό σύμπαν της Αναστασοπούλου. Μέσα από το σώμα χαρτογραφείται η πορεία της ζωής. Από τους ένδοξους ή άδοξους εραστές, από τη μητρική ή οικογενειακή καταπίεση μέχρι την αναπόφευκτη υποταγή στους νόμους της φύσης, το βλέμμα της συγγραφέως ξεπηδάει προς τα εμπρός, στρέφεται προς το γήρας σα να θρέφεται από αυτό. «Σώσε με…» Μοιάζει να λέει στον αναγνώστη. Πάρε με μαζί στη δική σου ζωή να γλιτώσω το δέος, να αποφύγω τη δική μου ανάγκη, τη μοναξιά, τις ελλείψεις, τη ροπή προς το άγριο. Και ο αναγνώστης ενδίδει αναπόφευκτα σε ετούτη τη χείρα που απλώνεται τόσα άδολα μπροστά του, συγκινείται, ταυτίζεται.
Στην εν λόγω συλλογή διηγημάτων, υπάρχει έντονα διάθεση για επίθεση, εξέγερση, αντίσταση στα κακώς κείμενα, για επανάσταση. Το διήγημα «Ταμπόν» το οποίο αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση της ανιψιάς από τον θείο, είναι συγκλονιστικό. Εδώ φαίνεται και όλη η δύναμη της γραφής της Αναστασοπούλου: είναι ειλικρινής, βαθιά, θαρραλέα. Η γραφή διεκδικεί το καθαρό κομμάτι της ζωής, την ελευθερία, το ατόφιο συναίσθημα. «Επειδή δεν έχω αγάπη» ήταν ο πρώτος τίτλος όταν η συλλογή, ενάμιση χρόνο πριν, έφτασε στα χέρια μου. Επειδή δεν έχω αγάπη αφήνομαι στο νερό, εσύ, εγώ, όλοι μας, αφηνόμαστε στη θάλασσα ή στο πηγάδι, στο αμνιακό υγρό από όπου καταγόμαστε, στο πρώτο κουκούλι ή στο ελιξίριο του έρωτα και ξαναξεκινάμε μαζί.
«Πότε συμφώνησαν οι θαλασσοπόροι να σταματήσουν σ’ εκείνη τη γη ή την άλλη;» μας λέει ένας ήρωας. «Δεν έχει προθεσμία το νερό» μας λέει η Αναστασοπούλου. «Δεν έχει…» της απαντάμε ασυναίσθητα. Έτσι, γίνεται και με την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Βυθιζόμαστε, παρέα με τη συγγραφέα και τους ήρωες, σε μια βουτιά που μας λούζει, μας ξεδιψά, μας εξαγνίζει, μας εξατμίζει και μας ωθεί στην επιφάνεια, στη ζωή. Δακρυσμένους αλλά ελαφρύτερους, ονειροπόλους, καλύτερους.
* Γιούλη Αναστασοπούλου, «Η προθεσμία του νερού» / Εκδόσεις Ενύπνιο