Scroll Top

Ιφιγένεια Σιαφάκα – Ο λογοτέχνης συνιστά προϊόν της εποχής του

Το γεγονός και μόνον ότι κάποιος αποφασίζει να εκτεθεί δημοσίως τυπώνοντας ένα βιβλίο, συνιστά καθαυτό μία πολιτική πράξη, με την ευρεία έννοια του όρου, και συνεπώς είναι δηλωτικό της πρόθεσης του συγγραφέα για κοινωνική συνδιαλλαγή. Επομένως –ανεξαρτήτως της λογοτεχνικότητας, του εύρους και του βάθους οποιουδήποτε πονήματος–ο ίδιος θεωρεί ότι έχει να καταθέσει κάτι άξιον λόγου, και γι’ αυτό επιθυμεί να επικοινωνήσει τις απόψεις του.
Καθότι ο λογοτέχνης συνιστά προϊόν της εποχής του –και η εποχή του προϊόν της ιστορίας–, ασφαλώς και εμπνέεται, ασφαλώς και επηρεάζεται από αυτό που συμβαίνει γύρω του ως χρήστης μίας γλώσσας που κατονομάζει την πραγματικότητα συνδιαλεγόμενη με αυτήν. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει άλλωστε και διαφορετικά – είμαστε οι αναφορές μας, και οι αναφορές μας είναι αυτό που συλλαμβάνουμε ή φανταζόμαστε ότι συλλαμβάνουμε διά των αισθήσεών μας. Κι εδώ το πρόσημο δεν είναι ούτε θετικό ούτε αρνητικό ως προς τη σχέση του λογοτέχνη με την κοινωνική πραγματικότητα. Ακόμη και ο απομονωμένος λογοτέχνης απαντά: με την απόσυρσή του – κι αυτό δεν είναι οξύμωρο, αφού «θέση» ή «άποψη» δεν συνιστά μόνο η κατάφαση αλλά και η άρνηση αφού η όποια λογής σιωπή είναι κάποτε ίσως περισσότερο ηχηρή και από την ίδια την κραυγή ή και από την πλέον εκλεπτυσμένη ρητορική απόφανση.
Πέραν τούτου, το πεδίο της λογοτεχνίας είναι ένας χώρος άκρας ελευθερίας, ένα πεδίο που βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής, της επιστήμης και της θρησκείας. Εδώ δεν μπορούν να ανθίσουν ούτε συνταγές ούτε φόρμουλες ούτε λύσεις ούτε, πολύ περισσότερο, οδηγίες προς ναυτιλομένους, καθώς η ρευστότητα, η αλλαγή, ο πειραματισμός, η αμφιβολία βρίσκονται ες αεί στο κέντρο της λογοτεχνικής σκηνής. Η λογοτεχνία επίσης δεν μπορεί ούτε να υπακούει σε εντολές ούτε να υποχωρεί σε εκφοβισμούς, να υποτάσσεται σε εξουσίες ή να επιθυμεί μικροεξουσίες. Υπάρχουν παραδείγματα γνωστών λογοτεχνών που σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές βρέθηκαν εξόριστοι, προκειμένου να διαφυλάξουν την ελευθερία του λόγου, ενώ κάποιοι άλλοι, μην αντέχοντας αυτή την επαίσχυντη επέμβαση, επέλεξαν την αυτοχειρία. Συνελόντι ειπείν, ο λογοτέχνης είναι ελεύθερος να επιλέξει αν, πότε και με ποιον τρόπο θα διαχειριστεί αυτό που λαμβάνει ως ερέθισμα από την κοινωνική πραγματικότητα.
Σε αυτό το σημείο ωστόσο οφείλουμε να κάνουμε μία διάκριση ανάμεσα σε δύο ειδών κείμενα:
Α. Στα γραπτά εκείνα που τυπώνονται υπακούοντας στη βιομηχανία του βιβλίου, στις προσταγές της και στις συνταγές της «επιτυχίας» – όπου επιτυχία εν προκειμένω λογίζεται ο αντίκτυπος στο ταμείο του εκδότη, και ό,τι αυτό προαπαιτεί για την προώθηση ενός βιβλίου με τις προαναφερθείσες προδιαγραφές. Είναι σαφές ότι αυτού του είδους τα τυπωμένα κείμενα αντιμετωπίζονται ως «προϊόντα» [όπως π.χ. τα χάμπουργκερ, τα κινητά τηλέφωνα, οι εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.], και συνιστούν μονοδιάστατα αναγνώσματα ή ιστορίες που ικανοποιούν το αίσθημα του αδιάφορου μέσου αναγνώστη, χωρίς να ταράσσουν τα ύδατα ή να φωτίζουν από μία διαφορετική οπτική γωνία την πραγματικότητα, κλονίζοντας τις όποιες βεβαιότητες.
Αυτό σημαίνει πως, ακόμη και αν θίγουν ένα θέμα της επικαιρότητας [π.χ. πόλεμο, γυναικοκτονίες, ανεργία, οικονομική κρίση κ.λπ.], έχουν τόσο επιδερμική σχέση με το αντικείμενο ώστε προσφέρουν, ελαφρά τη βιομηχανική καρδία, ένα χαλαρωτικό μασάζ στον ευτυχισμένο πλέον αναγνώστη, που με λίγα ευρώ απολαμβάνει και παράπλευρα ψυχικά οφέλη, αφού επιβεβαιώνεται: α. ως ικανός και ασκημένος αναγνώστης [όλα πλήρως κατανοητά, καθότι στερεοτυπικά ή κοινότοπα] και β. ως συνειδητός πολίτης αυτού του κόσμου [βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο επίπεδο πρόσληψης και κατανόησης του κόσμου με τον συγγραφέα που ομιλεί από το «βήμα»].
Είναι φυσικό λοιπόν ότι αυτά τα αναγνώσματα δεν εγγυώνται τίποτε περισσότερο πέραν της ημερομηνίας λήξεώς τους, εκτός και αν θεωρήσουμε αμελητέα εγγύηση την κίνησή τους προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση με όλες τις τακτικές κάθε τύπου εξουσίας που κατασκευάζει φοβισμένους, εφησυχασμένους και ανόητους πολίτες.
Β. Στα γραπτά που συνιστούν έργα, και γράφονται τόσο με διαφορετική λογική όσο και από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτά άλλωστε είναι κείμενα που διασχίζουν τις εποχές, καθώς διερευνούν την ανθρώπινη κατάσταση σε οντολογικό επίπεδο, προχωρούν πίσω από τα φαινόμενα, προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν, να αντιληφθούν τον κόσμο και να θέσουν ερωτήματα. Έχω την εντύπωση ότι ο Τούμας Τράνστρεμερ αποδίδει με κρυστάλλινο τρόπο αυτήν τη λειτουργία στην ακόλουθη φράση: «To μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο». Άλλωστε, τα θέματα-μοχλοί της λογοτεχνίας, επί της ουσίας, είναι μόνον δύο, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη ψυχική κίνηση: ο έρωτας και ο θάνατος, ή διαφορετικά η δημιουργία/ ομορφιά και η καταστροφή/ ασχήμια και οι «υποδιαιρέσεις» τους.
Ένας καλός λοιπόν λογοτέχνης, αν σε οποιοδήποτε έργο του έχει αναλύσει, επί παραδείγματι, τις σχέσεις εξουσίες, είναι πάντοτε και δυναμικός και επίκαιρος, διότι η δομή αυτών των σχέσεων [είτε πρόκειται για ερωτική σχέση είτε για σχέσεις κρατών κ.λπ.] παραμένει ταυτόσημη και αναγνωρίσιμη. Αλλάζουν απλώς και μόνον οι συντελεστές του παιχνιδιού. Υπό την έννοια αυτή, η λογοτεχνία αξιώσεων δεν λειτουργεί και δεν ενδιαφέρεται να λειτουργήσει «επικαιρικά», αλλά «προληπτικά», «υπερ-χωρικά» και «διαχρονικά». Με αυτούς τους όρους ασφαλώς μπορούμε να μιλήσουμε επιπλέον και για κάποια θετική επιρροή σ’ εκείνον τον αναγνώστη που επιθυμεί να σκεφτεί, είναι έτοιμος να ακούσει, έχει ερωτήματα ανοιχτά και αναζητά έναν συνομιλητή. Και η επιρροή αυτή μπορεί να εκτείνεται από την αισθητική απόλαυση και την παραμυθία έως ακόμη και τη χείρα βοηθείας για να διαβεί [ο έτοιμος] την αντίπερα όχθη.
Αυτό ωστόσο το ποσοστό ήτανε πάντοτε μικρό η πλειονότητα είχε διαφορετικά ενδιαφέροντα και προτεραιότητες. Διότι, σε αντίθετη περίπτωση, τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα είχαν αλλάξει τον κόσμο και τη ροή της ιστορίας. Περιττό να πούμε ότι σήμερα δεν λέγεται τίποτε καινούργιο και ότι απλώς οι άξιοι έχουν τον τρόπο να το κάνουνε να φαίνεται καινούργιο…
Από την άλλη, τα πράγματα βρίσκονται πλέον σε ακόμη χειρότερο δρόμο [ή παλινδρομούν σε πρώιμες φάσεις πνευματικής και ψυχικής ωρίμανσης του παρελθόντος] με την πλήρη απαξίωση της ανάγνωσης, του ενδιαφέροντος για τη σκέψη και την πνευματική συνδιαλλαγή, την έλλειψη οράματος και στόχευσης, και την ολοένα και μεγαλύτερη προσκόλληση σε ερεθίσματα που δεν απαιτούν καμία ενεργό συμμετοχή ή ουσιαστική διάδραση. Αρκούν οι εικόνες, τα βίντεο, η χυδαιότητα της υπερπληθώρας των ειδήσεων και η αυξημένη επιθετικότητα για να αισθανθεί κανείς και δυνατός και υπερπλήρης. Δηλαδή υπαρκτός. Έτσι, ο συγγραφέας, που ήδη είχε πάψει προ πολλού να είναι θεός, και βάδιζε απλώς συνδιαλεγόμενος με τους κοινούς θνητούς, ρίχτηκε επιπλέον στο μπαούλο, και μυρίζει «ναφθαλίνη»! Αυτό ασφαλώς και δεν μπορεί να είναι αρεστό. Από την άλλη η συνείδηση παραμένει ταυτόσημη με την αξιοπρέπεια, και όπως και να το κάνουμε, «είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται».