Μεγάλωσα με τα κείμενα του Αντώνη Σαμαράκη. Πάντα τον αισθανόμουν οικείο. Ίσως επειδή οι παιδικοί μου φίλοι έμεναν απέναντι στο πατρικό του στην Ιππολύτου και μου μετέφεραν δροσερά στιγμιότυπα του καθημερινού του βίου στην κάψα των παιδικών καλοκαιριών μας στο νησί. Ίσως γιατί εμφανιζόταν απροσδόκητα ανήσυχος, νευρώδης, παντοτινά νέος στην αυλή των θρασμαύτων που λέγεται Αθήνα για να μιλήσει στην γλώσσα των παιδιών για θέματα που αφορούν και τα παιδιά: αυτό που πατούν οι φτέρνες μας. Ίσως πάλι επειδή γεννημένος κι εκείνος σε μια ” αυλή των θαυμάτων, περικυκλωμένος από οίκους ανοχής, χαρτούδες, καφετζούδες, μάγισσες και φακίρηδες “, απολάμβανε το παιχνίδι ανάμεσα σε δαίμονες και γητευτές που το φωλιάζει στο έργο του και το τακτοποιεί όμορφα ή άλλοτε το φορτώνει με ακαταστασία.
Την Άνοιξη του 1997, όταν μια τεταρτοετής φοιτήτριά μου στο μάθημα της “Συγγραφικής” μου ανέφερε ότι θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του για να τον καλέσει στη φιλοσοφική για να μας μιλήσει για το έργο του, γράπωσα την ευκαιρία. Δεν ήρθε σε εμάς. Μας προσκάλεσε στο σπίτι του στο Κολωνάκι. Θυμάμαι πως καθισμένη δίπλα του στην άκρη ενός μακρόστενου τραπεζιού με λιονταρίσια πόδια, απολάμβανα την αίσθηση της τάξης στο χώρο του, και τη μυρωδιά του σαπουνιού στα χέρια του. Τριγύρω μας οι δέκα φοιτήτριες και φοιτητές μου και απέναντι μας ένας Παρθενώνας που άλλαζε χρώματα. Ήταν ο οικοδεσπότης. Ήμασταν οι καλεσμένοι του, ένα καινούργιο κείμενο για εκείνον.
Μας διασκέδασε αρχικά, ύστερα μας μετέφερε την αίσθηση της πολιτικής ελευθερίας που ένιωθε μέσα του να σφύζει σ’ έναν κόσμο κατοχικό. Μας μίλησε για την ευπρέπεια, την τάξη, τον ανθρωπισμό, την κοινωνική και ατομική αλήθεια, για όλες τις αξίες που ανατρέπονταν στη μεταπολεμική Ελλάδα και πώς αυτές μπήκαν στα μυθιστορήματα του ως κοινωνική κριτική μέσα σε μια ευαίσθητη ζυγαριά, ανάμεσα στο ρεαλισμό και στο παράλογο που λυγίζει προς την κοινωνική αλήθεια. Τα μάτια του περιφέρονταν στα πρόσωπα και στις κινήσεις μας. Ήθελε να μας αρέσει. Θέλαμε να του αρέσουμε. Του κάναμε πρωτότυπες ερωτήσεις για τη φύση της τέχνης του. Απομάκρυνε επιμελώς κάθε τι περιττό και συναρμολόγησε ένα μωσαϊκό κοινωνιολογικής λεπτομέρειας όταν αναφέρθηκε στους χαρακτήρες του έργου του. Η πληθωρικότητα και η διεισδυτική του ικανότητα ήταν εμφανείς. Ήξερε πως συνεχώς μας εντυπωσίαζε. Τότε μας εμφάνισε περιπετειώδη διηγήματα που συνδέονταν μεταξύ τους με συμπτώσεις και με την παρουσία της ειμαρμένης, και τα οποία τώρα είχαν ανακουφιστεί από ό,τι τρομαχτικό έφερναν στο φορτίο τους και μας άφηναν να απολαύσουμε την ηδονή τους: Τα όντα τους ήταν περιτυλιγμένα με τούλινη γοητεία ζούσαν τις δικές τους σφριγηλές ζωές, στη χώρα του ουράνιου τόξου. Ετοίμαζε μας είπε ένα παιδικό μυθιστόρημα και μια αυτοβιογραφία. Θα μας χάριζε όλα του τα βιβλία του. Ήταν ο Αντωνάκης μας, ο Αντωνάκης όπως αποκαλούσε συνεχώς τον εαυτό του. Πώς διαφύλαξε τον ανθρωπισμό του από κάθε αποθάρρυνση; Ίσως με τη στωικότητα και τη σταθερότητα λιονταρίσιων ποδιών καλυμμένων από το μπλουτζίν της νεότητας. Όταν φύγαμε, στην είσοδο της πολυκατοικίας ανακατευθήκαμε με τους μαθητές ενός σχολείου που είχαν έρθει να τον δουν. Τώρα έχουμε Άνοιξη του 1999. Ακούω πάλι το απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του στις ” Φωνές της Γραφής “:
Πιστεύω ακράδαντα, με όλη μου την ψυχή ότι από τη στιγμή που βγαίνεις κύριε και λες πέντε κουβέντες στους άλλους, γίνεσαι ένα δημόσιο πρόσωπο, υποκείμενο σε κάθε κριτική. Να μπορεί ο άλλος να σου γράψει ένα γράμμα, να σου πει μπράβο ή να σου πει βλακείες έγραψες, ή να ρθει στο σπίτι σου και να σου πει είσαι ο κύριος τάδε, μπράβο που έγραψες αυτά ή φάε και μια καρπαζιά διότι ξόδεψα ένα πεντακοσάρικο, ή ένα χιλιάρικο να πάρω το βιβλίο σου. Και γι αυτό το τηλέφωνό μου είναι πάντα στον κατάλογο, διότι πιστεύω σε αυτήν την ανάγκη και υφιστάμεθα κριτική, μα είμαστε σε διάλογο, και θα τιμήσω ταπεινά να πω ότι κατάφερα και κάτι άλλο: σε όλες τις ξένες εκδόσεις των βιβλίων μου […] υπάρχει η διεύθυνση μου κι έχω πολλές συγκινήσεις και πολλές χαρές με αυτό.* Η Λιάνα Σακελλίου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Την Άνοιξη του 1997, όταν μια τεταρτοετής φοιτήτριά μου στο μάθημα της “Συγγραφικής” μου ανέφερε ότι θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του για να τον καλέσει στη φιλοσοφική για να μας μιλήσει για το έργο του, γράπωσα την ευκαιρία. Δεν ήρθε σε εμάς. Μας προσκάλεσε στο σπίτι του στο Κολωνάκι. Θυμάμαι πως καθισμένη δίπλα του στην άκρη ενός μακρόστενου τραπεζιού με λιονταρίσια πόδια, απολάμβανα την αίσθηση της τάξης στο χώρο του, και τη μυρωδιά του σαπουνιού στα χέρια του. Τριγύρω μας οι δέκα φοιτήτριες και φοιτητές μου και απέναντι μας ένας Παρθενώνας που άλλαζε χρώματα. Ήταν ο οικοδεσπότης. Ήμασταν οι καλεσμένοι του, ένα καινούργιο κείμενο για εκείνον.
Μας διασκέδασε αρχικά, ύστερα μας μετέφερε την αίσθηση της πολιτικής ελευθερίας που ένιωθε μέσα του να σφύζει σ’ έναν κόσμο κατοχικό. Μας μίλησε για την ευπρέπεια, την τάξη, τον ανθρωπισμό, την κοινωνική και ατομική αλήθεια, για όλες τις αξίες που ανατρέπονταν στη μεταπολεμική Ελλάδα και πώς αυτές μπήκαν στα μυθιστορήματα του ως κοινωνική κριτική μέσα σε μια ευαίσθητη ζυγαριά, ανάμεσα στο ρεαλισμό και στο παράλογο που λυγίζει προς την κοινωνική αλήθεια. Τα μάτια του περιφέρονταν στα πρόσωπα και στις κινήσεις μας. Ήθελε να μας αρέσει. Θέλαμε να του αρέσουμε. Του κάναμε πρωτότυπες ερωτήσεις για τη φύση της τέχνης του. Απομάκρυνε επιμελώς κάθε τι περιττό και συναρμολόγησε ένα μωσαϊκό κοινωνιολογικής λεπτομέρειας όταν αναφέρθηκε στους χαρακτήρες του έργου του. Η πληθωρικότητα και η διεισδυτική του ικανότητα ήταν εμφανείς. Ήξερε πως συνεχώς μας εντυπωσίαζε. Τότε μας εμφάνισε περιπετειώδη διηγήματα που συνδέονταν μεταξύ τους με συμπτώσεις και με την παρουσία της ειμαρμένης, και τα οποία τώρα είχαν ανακουφιστεί από ό,τι τρομαχτικό έφερναν στο φορτίο τους και μας άφηναν να απολαύσουμε την ηδονή τους: Τα όντα τους ήταν περιτυλιγμένα με τούλινη γοητεία ζούσαν τις δικές τους σφριγηλές ζωές, στη χώρα του ουράνιου τόξου. Ετοίμαζε μας είπε ένα παιδικό μυθιστόρημα και μια αυτοβιογραφία. Θα μας χάριζε όλα του τα βιβλία του. Ήταν ο Αντωνάκης μας, ο Αντωνάκης όπως αποκαλούσε συνεχώς τον εαυτό του. Πώς διαφύλαξε τον ανθρωπισμό του από κάθε αποθάρρυνση; Ίσως με τη στωικότητα και τη σταθερότητα λιονταρίσιων ποδιών καλυμμένων από το μπλουτζίν της νεότητας. Όταν φύγαμε, στην είσοδο της πολυκατοικίας ανακατευθήκαμε με τους μαθητές ενός σχολείου που είχαν έρθει να τον δουν. Τώρα έχουμε Άνοιξη του 1999. Ακούω πάλι το απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του στις ” Φωνές της Γραφής “:
Πιστεύω ακράδαντα, με όλη μου την ψυχή ότι από τη στιγμή που βγαίνεις κύριε και λες πέντε κουβέντες στους άλλους, γίνεσαι ένα δημόσιο πρόσωπο, υποκείμενο σε κάθε κριτική. Να μπορεί ο άλλος να σου γράψει ένα γράμμα, να σου πει μπράβο ή να σου πει βλακείες έγραψες, ή να ρθει στο σπίτι σου και να σου πει είσαι ο κύριος τάδε, μπράβο που έγραψες αυτά ή φάε και μια καρπαζιά διότι ξόδεψα ένα πεντακοσάρικο, ή ένα χιλιάρικο να πάρω το βιβλίο σου. Και γι αυτό το τηλέφωνό μου είναι πάντα στον κατάλογο, διότι πιστεύω σε αυτήν την ανάγκη και υφιστάμεθα κριτική, μα είμαστε σε διάλογο, και θα τιμήσω ταπεινά να πω ότι κατάφερα και κάτι άλλο: σε όλες τις ξένες εκδόσεις των βιβλίων μου […] υπάρχει η διεύθυνση μου κι έχω πολλές συγκινήσεις και πολλές χαρές με αυτό.* Η Λιάνα Σακελλίου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΠΗΓΗ: Περιοδικό Ελί-τροχος/ τεύχος 17-18/1999