” Αρνούμαι ” να μην έχω διαβάσει ένα βιβλίο του Αντώνη Σαμαράκη. Το ” λάθος ” θα ήταν δικό μου και θα το διακήρυττα με αγωνία ως να ” Ζητείται ελπίς “. Το Σήμα κινδύνου εστάλη από τον αείμνηστο Μποστ κι εγώ έκλεισα τον κύκλο της τετραλογίας αυτής του Σαμαράκη έστω και με χρονολογική ανακολουθία.
Τον Αντώνη Σαμαράκη τον γνώρισα στο σπίτι του Μέντη Μποστατζόγλου μέσα στα χρόνια του 1965-1967. Θυμάμαι πως είχα μείνει σιωπηλός σ’ ένα τρομερό διάλογο που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους σχετικά με τα καθημερινά πολιτικά γεγονότα της εποχής που σημείωναν θραύση και παρουσίαζαν μετατροπή από την μια μέρα στην άλλη.
Η φρασεολογία του Σαμαράκη, μεστή από ιδέες και νοήματα, δημιουργούσε μπροστά μας ζωντανά, το υλικό ενός νέου μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα οι παρατηρήσεις στον έντονο διάλογό τους αποτελούσαν μια καίρια κριτική στην πολιτική κοινωνία, τότε.
Τα ιδεολογήματα και τα συνθήματα της εποχής έφερναν μια γοητεία σε εμάς τους νέους τότε που απελπισμένα γυρεύαμε από στέκι σε στέκι τι θα αγαπήσουμε και πού θα προσφέρουμε πρώτα τον ενθουσιασμό μας.
Εκείνο βέβαια που μας απασχολούσε ήταν η εσωτερική δομή της ελληνικής κοινωνίας στην πρωτεύουσα, σε τι θα μας χρησίμευε ποιους συνειρμούς θα επιλέγαμε για να ανασυνθέσουμε μετά από εξαντλητική ανάλυση το τοπίο της αλήθειας μας.
Οι Έλληνες- ήρωες του Σαμαράκη διακλαδίζοντο στις αρτηρίες της πόλεως, κρυβόντουσαν, αλλάζανε τόπους συνάντησης, υπέφεραν, επιβίωναν σε μια εξουσία που απαιτούσε απ’ αυτούς την άρνηση της ιδεολογίας τους, την ταπείνωση της ύπαρξής τους, ενώ γύρω τους φύτρωναν τα τσιμεντένια κτίσματα της αντιπαροχής.
Η Αθήνα ένιωθα πως πουλούσε τα ακριβά υπάρχοντά της, βγάζοντάς τα στη φόρα από τις κασέλες της και οι πολυκατοικίες σαν κτίρια λήθης μπάζωναν τ ‘ αυλάκια με το νωπό αίμα του 1922. Συνέθετα το ” Χρονικό ” σε ποίηση του Κ. Χ. Μύρη. Ήμουν σ’ άλλη παρέα, σ’ άλλη συντροφιά όπου ακατέργαστα εγωκεντρικός και αισιόδοξος ζητούσα τα απλά σημάδια μιας τέχνης ταπεινής, ίσως του Σεφέρη, για να βρω ήχους και αθάνατους ρυθμούς σ’ ένα επαναστατημένο τοπίο που μας καλούσε να μιλήσουμε.
Ο Αντώνης Σαμαράκης γνώριζε πορείες και καταστάσεις. Γράμματα ερχόντουσαν από πολλές μεριές στο σπίτι του. Η παρέα του τον τιμά και τον στηρίζει όπως τον στηρίζουν οι ζωντανοί ήρωες των βιβλίων του όπως λέει ο φίλος του Αντώνης Σκιαθάς.
* Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι συνθέτης.
ΠΗΓΗ: Περιοδικό Ελί-τροχος/ τεύχος 17-18/1999