ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ (1901-16 ΙΟΥΛΙΟΥ 1998)
Η ΟΔΥΝΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
«Αισθανόμουν να με κατέχει η λαμπρότητα της ζωής» – θα πει για εκείνη τη μέρα – «και βαθύτερα το δέος του θανάτου: αποστροφή – έκπληξη πρωτόγονη, πρωταρχική και η παράξενη γοητεία του φόβου. Περπατούσα σχεδόν παραπαίοντας στον ακατάστατο δρόμο. Αυτή ήταν η αρχή της “Πορείας”. Δεν μπόρεσα βέβαια τότε να φανταστώ τη συνέχειά της. Ότι θα έφτανα στο “Σταυροδρόμι”. Δεν ήταν καν δυνατό να το σκεφτώ».
Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν’ αποθέσω τον εαυτό μου;
Η ζωή πιο ωραία,
ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
Κύριε, μη με παραδίνεις
στις δυνάμεις που περιέχω.
Να καταστρέψει η αρμονία
την ηδονή που αναθρώσκει,
να συνθέσω τη γαλήνη.
Τα λόγια μου σπρώχνονται
στα στόματα απ’ το σώμα μου,
όπως η ζωή που αναβλύζει απ’ τη γη
στην ορμή απ’ το θερμό φως.
Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
γεμάτος ζωής προσφορά,
πώς θα μου απαντήσει
η σιωπηλή ζωή;
Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
ποιοι είναι οι επιζώντες
και δεν ακούω ομιλία καμμιά;
Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
άσχημος όχλος.
Περιέχω τον δρόμο με τα βρώμικα χαρτιά,
με τ’ ακατάλληλα σκουπίδια,
κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
της στατικής αηδίας στάσιμης,
μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι’ αδιάφορα
χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
βρίσκομαι στην αποσύνθεση.
Πορεία, 1940
Αν ήθελε κανείς να καταγράψει την αντίδρασή του όταν προσεγγίζει το έργο της Καρέλλη, θα μιλούσε αρχικά για μια απώθηση. Πράγματι, η πρώτη προσπάθεια να συμπορευτείς με την περπατησιά της σου δημιουργεί μια αμηχανία, μια απροσδιόριστη προδιάθεση για ίλιγγο. Βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα κλειστό σύστημα σημείων, έναν δυσανάγνωστο κώδικα που δεν αποκρυπτογραφείται. Η κοινόχρηστη λέξη ηχεί παράδοξη και η ποιητική εικόνα δεν είναι παραπεμπτική, δίνοντας την εντύπωση πως αναδύεται μέσα από τον ορίζοντα της γλώσσας, λειτουργώντας όχι ως βακτηρία που στηρίζει το νόημα, αλλά μάλλον ως απείκασμα της ουσίας. Το ποίημα στην πρώτη αυτή προσέγγιση πανικοβάλλει, προκαλώντας εκείνο το παλιό σύνθετο συναίσθημα: φόβος και σέβας, έρως και έρις. Αν αντισταθείς στην απώθηση και σε κυριεύσει η ερωτική περιέργεια, τότε παρασύρεσαι από το θάμβος του κτιστού Λόγου, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη-ψυχή φαντάζει προσκύνημα και ο αναγνώστης οδοιπόρος ταπεινός.
Και η ίδια άλλωστε δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Είχε γαλήνια όψη, που δεν είχε χαμόγελο, αλλά συμπάθεια και καλοσύνη, είχε το ύφος εκείνης της σιωπηλής εγκαρτέρησης που προσιδιάζει στη φυσιογνωμία της μητέρας. Έκφραση απόλυτα εναρμονισμένη με την υπαρξιακή της τοποθέτηση που ξεκινά απ’ το ορθόδοξο ήθος ή, καλύτερα, την ένθεη πνευματικότητα, με σφραγισμένη επάνω της μια παιδεία και μια αγωγή που ευθύνονται για τον χαρακτηρισμό της ως Αρχόντισσας της Ελληνικής Ποίησης.
Όταν ένας υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης πήγε μ’ ένα ερωτηματολόγιο και τη ρώτησε τι πτυχία κατέχει, «”Δεν πήρα ούτε απολυτήριο του δημοτικού σχολείου”, του είπα και δεν με πίστευε. “Ήμουν παιδί ασθενικό, πού να μ’ αφήσουν να βγω απ’ το σπίτι;”»
Όμως οι δάσκαλοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι τους, όπου και σπούδασε τέσσερις ξένες γλώσσες, μουσική και τραγούδι, ενώ ένας θαυμάσιος ελληνιστής, ο Kωνσταντίνος Μερκουρίου, μετέπειτα δήμαρχος, της μετέδωσε την αγάπη του για τα κλασικά κείμενα. Έτσι λάτρεψε τους αρχαίους, σε τέτοιο σημείο που – όπως έλεγε η ίδια – «νεαρό κορίτσι, αντί τα ρομαντικά μυθιστορήματα, να επιλέγω το συντακτικό και τη γραμματική ως ανάγνωσμα».
Αργότερα, παντρεμένη και μητέρα, πηγαίνει μαζί με τον Πεντζίκη ακροάτρια στη Φιλοσοφική ν’ ακούσει τον Κακριδή και τον Αποστολάκη, ενώ πολύ αργά, σε ώριμη ηλικία, σχεδόν σαράντα χρονών, δύο χρόνια πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, τολμά και εμφανίζεται ως ποιητής – όπως συνήθιζε να αυτοαποκαλείται –, και μάλιστα με ψευδώνυμο που ελάχιστα τη βοήθησε να μην την αντιμετωπίσουν δύσπιστα ως πρόσωπο ανυπόληπτο. Για την περίοδο εκείνη της μεταμόρφωσής της θα πει ο Βαφόπουλος τον Δεκέμβρη του 1994:
«Όταν ήμουν ακόμα μαθητής του Γυμνασίου, πήγαινα συχνά στη Γεωργική Σχολή, όπου δίδασκε ο πατέρας μου. Εκεί με είχε εντυπωσιάσει μια νεαρότατη αμαζόνα που αναστάτωνε τις νεανικές μου αισθήσεις. Λεγότανε Χρυσούλα Αργυριάδου. Ήταν η νεόνυμφη σύζυγος του Διευθυντή της Γεωργικής Σχολής. Την εθαύμαζα πάνω στο κάτασπρο άλογό της. Κι ούτε μπορούσα τότε να φανταστώ ότι το άλογο εκείνο δεν είχε βγει από τους στάβλους της Γεωργικής Σχολής αλλά μέσα από τον θρύλο της Ελληνικής Μυθολογίας. Ήταν ο Πήγασος. Αυτός που αργότερα την έβγαλε από την πόρτα της Γεωργικής Σχολής, για να την οδηγήσει στην Πύλη της Μεγάλης Ποίησης. Εκεί την υποδέχτηκαν οι εννέα Μούσες, προσφωνώντας τη με τ’ όνομα: Ζωή Καρέλλη».
Το ψευδώνυμο ωστόσο ελάχιστα τη βοηθά να αποφύγει τη δυσπιστία των Θεσσαλονικέων για την αξία της, σε αντίθεση με τους Αθηναίους, ενώ η συνεργασία της με το λογοτεχνικό περιοδικό Κοχλίας την κάνει γνωστή, παρ’ όλο που το περιοδικό αυτό γίνεται η αιτία για την επικράτηση του όρου «Σχολή της Θεσσαλονίκης» – ως αντίποδα της Σχολής των Αθηνών – στην οποία και εντάσσουν την Καρέλλη, με ηγετική μορφή τον Βαφόπουλο. Προσωπικά, κι έχοντας ανέκαθεν αποστροφή στις όποιες ετικέτες, δεν υιοθετώ τον όρο, καθώς πιστεύω πως ουσιαστικά απουσιάζει ο κοινός αισθητικός κώδικας αξιών, ενώ θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για ένα κοινό κλίμα εσωτερικής τοπιογραφίας που χαρακτηρίζει την εσωστρεφή Σχολή της Θεσσαλονίκης, και ίσως ένα κοσμοπολίτικο ρεύμα που υπήρχε ανέκαθεν, αφού η Θεσσαλονίκη ήταν πιο κοντά στην Ευρώπη, ενώ η Αθήνα πλησιέστερη στην ελληνική ηθογραφία.
Η Καρέλλη όμως αποτελούσε μόνη της μια σχολή. Το νοηματικό και υποστασιακό εύρος της το καθόριζαν και το κατέπλησσαν το Ορθόδοξο Χριστιανικό Βυζάντιο, το κλασικό ελληνικό πνεύμα και οι ελληνικές παραδόσεις, συνεπικουρώντας και τα τρία στην υπεράσπιση του ζέοντος υπαρκτικού της προβλήματος που αφορούσε στην ουσία και στα όρια της προσωπικής ελευθερίας. Ο συνειδησιακός έλεγχος ωστόσο, ενώ θα αναμένονταν να κομίζει τύψεις για την ερωτική πραγμάτωση, αντίθετα, φαίνεται να τις παρακάμπτει και να καταφάσκει στη γονιμότητα του Έρωτα, θρησκεύοντας έτσι στο ακατάλυτο πάθος για τη ζωή, σε βαθμό που αυτό το ίδιο το πάθος να την απαλλάσσει από κάθε υποψία ενοχής.
Σε συνέντευξή της στο Περιοδικό Διαβάζω (τεύχος 30) λέει:
που θα μπορούσα να πεθάνω.
πόσο πεθαίνω.
που με πεθαίνει.
που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω.
που δεν αντέχω να ζω.
«Υπαρκτικά IV», Το πλοίο, 1955
οι διάφανοι άγγελοι, αστραφτεροί;
Δεν κατεβαίνουν στη γη χαριτωμένοι
να σηκώσουν από πάνω μας
τη λιμασμένη αμαρτία;
[…]
«Των αγγέλων», Χαλκογραφίες και εικονίσματα, 1952
[…]
Χαίρε Μαρία,
βοήθησέ μας να πεθάνουμε.
Γλύτωσέ μας απ’ του θανάτου το φόβο.
Δυνάμωσε τη ζωή μας,
να δυνηθούμε το θάνατο.
Μην αποστρέψεις το βλέμμα σου
απ’ τ’ αδύνατο σώμα μας,
δοκιμάζεται σκληρά,
πριν απ’ το θάνατο φόβος
μας θανατώνει σκληρά.
[…]
«Η προσφυγή των αδυνάτων», Η εποχή του θανάτου, 1948
Η Καρέλλη τη ζει αυτή την αγωνία, τον παιδεμό της μοναχικότητάς της, χαμένη σε δρόμους γνωστικούς που την απομακρύνουν απ’ την πίστη. Η καρδιά της βέβαια ποθεί να την αναστηλώσει όπως στα πρώτα χρόνια της αθωότητας, ώστε να ζήσει την αγάπη των ανθρώπων, να ευαγγελιστεί την ελευθερία ως ουσία ζωής, καταρρίπτοντας το γεγονός του θανάτου.
Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
«Ουκ’ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;
[…]
«Χριστός ανέστη».
[…]
Κοιτάζω στο παρελθόν.
Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.
Αρχή, χαραυγή,
«ην δε όρθρου βαθέος…»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
[…]
Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
[…]
Ζωή της αμαρτίας εντός μου,
ύπαρξη της αμαρτίας,
αμαρτία της ύπαρξής μου,
δεν θα υπάρχεις,
για να σε φοβούμαι
μέσα στο πολύτιμο σώμα μου
που με παραδίνει στο θάνατο.
[…]
«Tης αμαρτίας», Πορεία, 1940
Αγωνιστήκαμε ώσπου να πεθάνουμε.
Πόσο υποφέραμε, ώσπου να καταλάβουμε
την ώρα μας.
Έπρεπε νάρθουν οι άλλοι πια
κι’ όμως, εμείς, δεν μπορούσαμε
έτσι ν’ αφήσουμε τη ζωή μας ατέλειωτη,
τόσο τυραννισμένη και γλυκειά,
δυνατή κι’ όμορφη.
Μας φαίνονταν ότι την αγαπούσαμε
περσότερο από κάθε άλλη φορά
που με δύναμη δυνατή αγάπησαν
με όλη τη δύναμή τους οι άνθρωποι τη ζωή.
για νάρθουν εκείνοι που θα ζούσαν
απ’ το δικό μας θάνατο. Ήμασταν
περίλυποι, θέλαμε και μεις,
θέλαμε να χαρούμε μαζύ τους.
Γιατί μας λαχαίνει ο θάνατος;
λέγαμε, κλαίγαμε όλοι μαζύ με φόβο
κι’ ο ένας πιο πολύ τον άλλο φοβούνταν
πως θα πέθαινε δίχως τον άλλο,
φοβούνταν πως θ’ απόμενε ο άλλος
στη ζωή και δεν ήθελε το θάνατο μοναχός.
Ο αχός αυτής της αγωνίας,
– Θε μου, Εσύ ξέρεις, πόσο παιδευτήκαμε
άδικα – θ’ αργήσει τουλάχιστο να διαλυθεί
πάνω στη γη που την αφήσαμε τόσο λυπημένοι,
γιατί πεθαίναμε πρόωρα. Κατά χιλιάδες πεθαίναμε
κι’ όμως ήμασταν χωρισμένοι. Θα γνωρίσουν
την αδελφωσύνη, ίσως, λέγαμε, αυτοί
που έρχονται ύστερα από μας.
Η αγωνία μας βάσταξε
στο μεταίχμιο αυτό που άγγιξε
μυτερό της ψυχής την πιο βαθειάν άκρη.
Γευτήκαμε το θάνατο ως την ψυχή.
Μας δοκίμασε ο θάνατος. Τον πολεμήσαμε
και δεν ξέρουμε αν νικήσαμε.
Ήρθαν οι άλλοι, ύστερα από μας
που με αγάπη δεν τους γνωρίσαμε.
Η εποχή του θανάτου, 1948
Δεν γνωρίζω αν είναι ο φόβος του ερημωθέντος ανθρώπου που ζει και περιφέρεται και συνωθείται με τόσα άδεια βλέμματα.
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζύ μας κανένας κι’ η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
[…]
«Μοναξιά», Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
και με παιδεύει η αγάπη για τους ανθρώπους.
[…]
Δε βρίσκω τον ορισμό
που λύνει την απομόνωση.
«Απορία IV», Πορεία, 1940
α, πόσο σ’ αισθάνομαι δοκιμασία
του χρόνου εγώ εν εμοί είμαι
σημασία συνθέτομαι και προσθέτομαι
μέσα στο χρόνο διαδίδομαι
κι’ εκδίδομαι στις σύνθετες μέρες.
[…]
«Ερωτικό του χρόνου», Φαντασία του χρόνου, 1949
Κι αλλού:
στην έννοια του χρόνου,
προχωρώ αόριστα χάνομαι.
Στ’ αόρατα του χρόνου
δάχτυλα συμφύρομαι, συντρίβομαι
κι’ η ζωή μου άνεμος της στιγμής
[…]
ή
Ο χρόνος προχωρεί προς το καινούργιο πρωί κι ίσως τ’ ανεπαίσθητα βήματά του ήταν που ξύπνησαν το παιδί στη διπλανή κάμαρη. Έκλαψε διστακτικά ψελλίζοντας τ’ όνομα της μητέρας του. Εκείνη χαρούμενα ανήσυχη, αθόρυβα σηκώθηκε πρόθυμη και του γλυκομίλησε χαμηλόφωνα, για να μην ξυπνήσει τον κουρασμένο απ’ την καθημερινή δουλειά άντρα της.
Μαζευτείτε άνθρωποι,
κάτοικοι της πολιτείας τούτης,
συναθροιστείτε όλοι μαζύ,
πνοή θανάτου περνά από πάνω της.
Άγγελοι συντριβής φαίνονται,
αιτίες καταστροφής έρχονται,
πλήγματα ακούονται φοβερά,
όνειρα φτάνουν φριχτά.
οι πιο κακοί πλησιάζουν
στην αγαπητή πόλη.
Μαζευτείτε χριστιανοί,
όλοι μαζύ, σε βοήν ικεσίας,
σε παράκληση απελπισίας,
χωρέστε όλοι μαζύ στης εκκλησίας
την πλούσια περιοχή, τη σπουδαία,
στου αγίου την προσευχή, την προσφυγή,
τρέξετε να προφτάσετε, πριν έρθουν οι χείριστοι.
φωνάξτε το φόβο σας και την ελπίδα
που σ’ αυτόν έχετε και πάντα κρατάτε.
Μαζευτείτε κάτοικοι της πόλης Θεσσαλονίκης,
ζητείστε και πάλι το θαύμα, καταφύγιο,
έλεος να φανεί ο αρχηγός να σας δείξει
τον δρόμο στρατηγός ο ανίκητος,
άγγελος του καλού, άγιος.
Για βοήθεια βοείστε υπέροχη
πέρ’ από κάθε ανθρώπου
προσπάθεια και γνώμη κι’ αντίληψη.
Ν’ αφανιστούν οι εχθροί, να σκορπιστούν!
Πιστεύουμε, πιστεύουμε!
για τον κίνδυνο. Αντοχή
κάνε τα «σέμνωμα της πόλης σου
καύχημα, ο υπέρλαμπρος στέφανος».
Δείξε δόξα τη δυστυχία μας.
Απόδειξη είσαι της δύναμης
που σ’ ανέδειξε πιο δυνατόν,
απ’ όλους τους κατακτητές, πάντοτε.
του πανενδόξου μάρτυρος Δημητρίου
και θρηνώδεις χορούς συνιστάμενοι επεβόων
τω μάρτυρι, προστάτην αυτοίς γενέσθαι».
Η εποχή του θανάτου, 1948
Ω, η αγάπη μου σ’ επιθυμεί
μα είναι διαφορετική, δοκιμασμένη
απ’ το θάνατο, νικημένο το θερμό
τρυφερό πάθος που γυρεύεις να βρεις.
Τι ζητάς να με κλείσεις σ’ αγκαλιά,
δε χωρώ. Ξέρω πως θα σε χάσω
κι’ ας προβαίνω κοντά σου.
Δεν κρατώ την έκσταση της στιγμής.
Για μένα ζητώ την αγάπη σου,
πέρ’ απ’ την υλική παρουσία,
στην αόριστη, απίθανη σημασία του αιώνιου.
«Ευρυδίκη», Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
Μα μην ξεχνιόμαστε. Για την Καρέλλη μιλάμε.
Ποια ασφάλεια του πνεύματος θα την ησύχαζε, σε ποια ηρεμία θα παραδινόταν αυτή η Κυρία των μεταιχμιακών πεδίων! Εκείνη το μόνο που της εξασφάλιζε μια κάποια ηρεμία ήταν η δυνατότητά της ν’ αμφιβάλλει.
Την έννοια της αμφιβολίας άλλωστε, ως έννοιας λειτουργικής στην ποίησή της, την αποδίδει στον διχασμό των ευαίσθητων ατόμων αναφορικά με την οντότητά τους, διχασμό, μ’ άλλα λόγια, των μυστικών δυνάμεων της ύπαρξης.
μελαχροινός ο άλλος, διάστικτος, είναι
πλουμιστό φίδι, ευλύγιστο και ύπουλο.
Προκλητικός ορθώνεται ο μισός κορμός μου
κι’ ο άλλος μισός, απίθανα ήρεμος είναι
σαν κόρφος μητέρας, αγαθός.
«Bάκχη», Aντιθέσεις, 1957
Θα ήταν παράλειψη ωστόσο αν δεν επισημαινόταν πως ολόκληρο τον επίπονο δρόμο της γραφής της η Καρέλλη τον διατρέχει με την ιδιότητα του άρρενος νου, δανειζόμενη το αρσενικό άρθρο και δηλώνοντας συχνά αντί ποιήτρια «ποιητής», όχι τόσο αποποιούμενη τη θηλυκή υπόστασή της, όσο αγωνιζόμενη να πορευτεί δίχως δάνεια φωτός και αλλότριες χειραγωγήσεις που θα την εμπόδιζαν να γνωρίσει τον κόσμο μέσω αυτής. Διαλέγει λοιπόν να αρθρώσει έναν λόγο δικό της, με τίμημα βέβαια οδυνηρό και τραγικό κάποτε, αφού με την αποκόλλησή της απ’ τον άντρα ετοιμάζει για τον εαυτό της ένα ξέσκισμα μοναδικό, όσο μοναδική άλλωστε είναι και η γνώση του εαυτού της, ανταμοιβή και τίμημα μαζί.
[…]
Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι’ είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι’ εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι’ έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από ‘κείνον τίποτα
να δεχτώ και δεν θέλω να περιμένω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.
«Η άνθρωπος», Αντιθέσεις, 1957
κι αυτός που περιμένει συνάμα.
– εύρημα μοναδικό για την απόδοση της αξιοπρέπειάς της – τη διασώζει από ολισθήματα έπαρσης και φτηνών αξιώσεων, δίδοντάς της, όπως μας λέει στην Αποκάλυψη ο Ιωάννης: «ψήφον λευκήν και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ο ουδείς οίδεν ει μη ο λαμβάνων».
Εκτός όμως απ’ το καινόν όνομα αποζητά να ενδυθεί και πρόσωπο καινό, απεκδυόμενη το προσωπείο της. Παρακαλεί λοιπόν να της αφαιρέσουν το «κολλημένο» μειδίαμα του προσώπου που την ενοχλεί, αποτέλεσμα οδυνηρό της προσπάθειας, και επινοεί να επενδυθεί καρνάβαλο ή να πληρώσει κάποιον να γελά στη θέση της ρυθμικά. Κι αν αποφασίζει να παραιτηθεί απ’ ό,τι ενδύθηκε ως τώρα, είναι γιατί εκλιπαρεί να ζήσει πριν πεθάνει.
Ποιο φως θα μου σχηματίσει το πρόσωπο;
Ποιος μ’ είδε ποτέ για να με θυμηθεί
και να μ’ αποζητήσει, να μ’ αναγκάσει
να παρατήσω ό,τι φορέθηκα,
για να ζήσω πριν να πεθάνω.
[…]
«Aτομικό», Πορεία, 1940
ανεξάντλητα του ανθρώπου έξοχα όνειρα.
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Κι ο κίνδυνος στην περίπτωσή της καραδοκεί, όταν τείνει να αλλοιωθεί ο αισθητισμός από τη γνωσιολογία ή την ηθική. Εκφεύγει όμως του κινδύνου και, συγκερνώντας στο έργο της την ευαγγελική γλώσσα με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, λατρεύει τα απαρέμφατα, τις μετοχές και τα εμπρόθετα, αρνούμενη να εξορίσει πλήρως την καθαρεύουσα, και, τέλος, αποκαθιστά στην ελληνική γλώσσα το επίθετο.
Η ποίηση της Καρέλλη είναι έρευνα των ανθρώπινων ορίων.
Και οι ποιητές; Τι ήταν για την Καρέλλη οι ποιητές;
Να, τούτ’ είναι η συνοδεία
απ’ τους ιερείς του λόγου,
που παν τραγουδώντας, γιατί
μόνο να τραγουδούν, να λεν
λόγια ξέρουν αυτοί κι’ από κει πέρα
τίποτ’ άλλο μην περιμένεις
απ’ το χέρι τους. Ούτε καμμιά τελετή
επιβλητική, ούτε λειτουργία
ξέρουν άλλη, παρά μόνο ν’ απαγγέλλουν,
ν’ αγγέλλουν λόγια, που λεν πως τα βλέπουν.
Για κοίταξε το βλέμμα τους·
λένε πως βλέπουν αγγέλους
οι άνθρωποι αυτοί,
πως οι άγγελοι τούς δίνουν λόγια
ν’ αγγίξουν στα διψασμένα στόματα.
Πράγματι, νηστεύουν και φαίνονται
στερημένοι. Κοίταξε τα πρόσωπά τους,
είν’ αλλόκοτα, έτσι αλλοιωμένα
που μιλούν, έτσι που θέλουν
να μας πείσουν πως μας χαρίζουν
των αγγέλων τα δώρα,
αγγελίες υπέροχες. Τα ζητούν
με προσευχές και μεγάλους καϋμούς
παρακαλούν με αγώνα,
τα δέχονται με συντριβή.
Είναι
πράγματι άλλη των ματιών τους η έκφραση
κι’ αλλοιώτικα γίνονται τα μιλήματα
που αυτοί τραγουδούν, οι ποιητές,
για να αιστανθούμ’ εμείς τις διαφορές τους.
για να πιστέψουμ’ εμείς,
για να μας πείσουν. Έχουμ’ άλλες
απασχολήσεις εμείς, αυτοί
απασχολούνται με τα μάταια λόγια.
Θέλουν να τα συγκρατήσουν,
να μας τα χαρίσουν λεν,
για να τους δεχτούμε στην τελετή
της ζωής. Τούτοι των λόγων
οι άνθρωποι για να μας κερδίσουν,
λεν, πως θα μας ονομάσουν εμάς
και τη σημασία της ζωής μας.
Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
«Δεν έχω τίποτα πια. Αυτό που ήταν να δώσω το έδωσα. Παρακαλώ να συγχωρεθώ. Πάρτε τη λέξη συ-γχω-ρώ. Τι σημαίνει; Μπαίνω-χωρώ κι εγώ σ’ ένα χώρο όπου μπαίνουν οι άνθρωποι που πάλεψαν για το είναι».
ζωής, όντας συνάμα πύκνωση και συμπλήρωσή της.
Στην πρώτη έκδοση του Πλοίου η Καρέλλη το παραδέχεται:
αν δεν προϋπάρξει άθροισμα ζωής.
Απίστευτη, η φοβερή ακινησία του θανάτου.
Η δυνατή ορμή με κατοικεί.
Θα διαλύσω την φρικτή ακινησία
του θανάτου, δεν πιστεύω σ’ αυτή.
Πρέπει να σηκωθούνε οι νεκροί,
δε γίνεται. Να νικηθεί
η νίκη του θανάτου στη ζωή.
Η εποχή του θανάτου, 1948
Μέχρι να έρθει η λύτρωση, «θα φυσάει και θα λιγοστεύει ο κόσμος» – όπως μας λέει ο Ελύτης –, «θα φυσάει και θα μεγαλώνει ο άλλος. Ο θάνατος. Ο πόντος, ο γλαυκός κι ατελεύτητος. Ο θάνατος. Ο ήλιος, ο χωρίς βασιλέματα».
Αυτό τον ίδιο ήλιο, στα μέσα του καλοκαιριού του 1998, τον αντίκρισε για τελευταία φορά στα ενενήντα εφτά της χρόνια και η Δέσποινα της Θεσσαλονίκης. Είχε άδικο το δημοσίευμα του Βήματος, όταν στις 19 Ιουλίου, με τίτλους πηχυαίους, ανακοίνωνε: «Ο θάνατος της Ζωής»;
Έτσι, μένουμε τώρα, εδώ και τόσα χρόνια, χωρίς την ένσαρκη παρουσία της, χωρίς τη φωνή που με δύναμη συγκλονιστική μας μίλησε για θέματα ξένα και παράδοξα για τον απνευμάτιστο καιρό μας που τον λυμαίνεται το πολύχρωμο παζάρι των πρόσκαιρων και φτηνών πυροτεχνημάτων.
Εκείνη λοιπόν που η πρόσκλησή της μας τιμάει σήμερα δεν βρίσκεται παρούσα στην αίθουσα αυτή, και ίσως δίχως καν να μας βεβαιώσει αν πέτυχε ό,τι νοσταλγούσε. Τη μακαριότητα. Ένα πάντως είναι σίγουρο. Πως τέθηκε τέλος στην αγωνία της, όταν, απ’ την πρώτη κιόλας εμφάνισή της στην ποίηση, αδημονούσε κι έγραφε:
Άγγελοι
πότε θα μ’ αναγγείλετε
στον Κύριον;
Αργείτε…
[…]
«Παράκληση», Πορεία, 1940
Σεβαστή μας Ζωή Καρέλλη, δυστυχώς για όλους εμάς, σας ανήγγειλαν.
Για όσο καιρό σάς δανειστήκαμε, τους ευχαριστούμε.
ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Κέδρος 2015