Scroll Top

Η οδυνόμενη συνείδηση – Δοκίμιο της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου για την Ζωή Καρέλλη

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ (1901-16 ΙΟΥΛΙΟΥ 1998)

Η ΟΔΥΝΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Άνοιξη του 1938. Πρωί Κυριακής 10ης Απριλίου. Θεσσαλονίκη. Έχει ήλιο. Μια γυναικεία φιγούρα οδεύει προς τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας. Πηγαίνει σε μνημόσυνο. Παρά τον ήλιο, ανεξάρτητα απ’ αυτόν και ίσως κι εξαιτίας του, πάντως η επίγνωση της φθοράς, το ανεξιχνίαστο της ανθρώπινης μοίρας υπό το μόδιον του θανάτου τής αποκαλύπτονται κραδαίνοντας την ψυχή της. Πώς να δεχτείς τον θάνατο, ποιος θα μας συμφιλιώσει με τον χρόνο, πώς ν’ αποδείξεις την κατάθεση του Θεού εντός μας, όταν το σώμα μας οικεί τον τάφο; Εκείνο το σημαδιακό πρωινό η Ζωή Καρέλλη ακούει για πρώτη φορά μέσα της τον ρυθμικό λόγο.

«Αισθανόμουν να με κατέχει η λαμπρότητα της ζωής» – θα πει για εκείνη τη μέρα – «και βαθύτερα το δέος του θανάτου: αποστροφή – έκπληξη πρωτόγονη, πρωταρχική και η παράξενη γοητεία του φόβου. Περπατούσα σχεδόν παραπαίοντας στον ακατάστατο δρόμο. Αυτή ήταν η αρχή της “Πορείας”. Δεν μπόρεσα βέβαια τότε να φανταστώ τη συνέχειά της. Ότι θα έφτανα στο “Σταυροδρόμι”. Δεν ήταν καν δυνατό να το σκεφτώ».

Εκείνη τη μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι της, γράφει και το πρώτο της ποίημα:
10 Απριλίου 1938
Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν’ αποθέσω τον εαυτό μου;

Η ζωή πιο ωραία,
ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
Κύριε, μη με παραδίνεις
στις δυνάμεις που περιέχω.
Να καταστρέψει η αρμονία
την ηδονή που αναθρώσκει,
να συνθέσω τη γαλήνη.

Τα λόγια μου σπρώχνονται
στα στόματα απ’ το σώμα μου,
όπως η ζωή που αναβλύζει απ’ τη γη
στην ορμή απ’ το θερμό φως.

Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
γεμάτος ζωής προσφορά,
πώς θα μου απαντήσει
η σιωπηλή ζωή;
Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
ποιοι είναι οι επιζώντες
και δεν ακούω ομιλία καμμιά;

Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
άσχημος όχλος.
Περιέχω τον δρόμο με τα βρώμικα χαρτιά,
με τ’ ακατάλληλα σκουπίδια,
κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
της στατικής αηδίας στάσιμης,
μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι’ αδιάφορα
χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
βρίσκομαι στην αποσύνθεση.
Πορεία, 1940

Γνωρίζω πως η δεινότητα από την έλλειψη προσωπικής κοινωνίας μαζί της δεν αναπληρώνεται, γι’ αυτό και η ανάγνωση που επιχειρώ στο ποιητικό της σώμα είναι ελλειμματική και ελλειπτική. Από την άλλη, η γοητεία που εκπέμπει σε όσους την πλησίασαν, η μνήμη τους και η δική μου – του αναχωρητισμού της – δεν εμποδίζουν να αποκαλύψω τι συντελείται ανεξιχνίαστο στην αιωνιότητα της έκφρασής της.
Αν ήθελε κανείς να καταγράψει την αντίδρασή του όταν προσεγγίζει το έργο της Καρέλλη, θα μιλούσε αρχικά για μια απώθηση. Πράγματι, η πρώτη προσπάθεια να συμπορευτείς με την περπατησιά της σου δημιουργεί μια αμηχανία, μια απροσδιόριστη προδιάθεση για ίλιγγο. Βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα κλειστό σύστημα σημείων, έναν δυσανάγνωστο κώδικα που δεν αποκρυπτογραφείται. Η κοινόχρηστη λέξη ηχεί παράδοξη και η ποιητική εικόνα δεν είναι παραπεμπτική, δίνοντας την εντύπωση πως αναδύεται μέσα από τον ορίζοντα της γλώσσας, λειτουργώντας όχι ως βακτηρία που στηρίζει το νόημα, αλλά μάλλον ως απείκασμα της ουσίας. Το ποίημα στην πρώτη αυτή προσέγγιση πανικοβάλλει, προκαλώντας εκείνο το παλιό σύνθετο συναίσθημα: φόβος και σέβας, έρως και έρις. Αν αντισταθείς στην απώθηση και σε κυριεύσει η ερωτική περιέργεια, τότε παρασύρεσαι από το θάμβος του κτιστού Λόγου, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη-ψυχή φαντάζει προσκύνημα και ο αναγνώστης οδοιπόρος ταπεινός.
Και η ίδια άλλωστε δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Είχε γαλήνια όψη, που δεν είχε χαμόγελο, αλλά συμπάθεια και καλοσύνη, είχε το ύφος εκείνης της σιωπηλής εγκαρτέρησης που προσιδιάζει στη φυσιογνωμία της μητέρας. Έκφραση απόλυτα εναρμονισμένη με την υπαρξιακή της τοποθέτηση που ξεκινά απ’ το ορθόδοξο ήθος ή, καλύτερα, την ένθεη πνευματικότητα, με σφραγισμένη επάνω της μια παιδεία και μια αγωγή που ευθύνονται για τον χαρακτηρισμό της ως Αρχόντισσας της Ελληνικής Ποίησης.
Όταν ένας υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης πήγε μ’ ένα ερωτηματολόγιο και τη ρώτησε τι πτυχία κατέχει, «”Δεν πήρα ούτε απολυτήριο του δημοτικού σχολείου”, του είπα και δεν με πίστευε. “Ήμουν παιδί ασθενικό, πού να μ’ αφήσουν να βγω απ’ το σπίτι;”»
Όμως οι δάσκαλοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι τους, όπου και σπούδασε τέσσερις ξένες γλώσσες, μουσική και τραγούδι, ενώ ένας θαυμάσιος ελληνιστής, ο Kωνσταντίνος Μερκουρίου, μετέπειτα δήμαρχος, της μετέδωσε την αγάπη του για τα κλασικά κείμενα. Έτσι λάτρεψε τους αρχαίους, σε τέτοιο σημείο που – όπως έλεγε η ίδια – «νεαρό κορίτσι, αντί τα ρομαντικά μυθιστορήματα, να επιλέγω το συντακτικό και τη γραμματική ως ανάγνωσμα».
Αργότερα, παντρεμένη και μητέρα, πηγαίνει μαζί με τον Πεντζίκη ακροάτρια στη Φιλοσοφική ν’ ακούσει τον Κακριδή και τον Αποστολάκη, ενώ πολύ αργά, σε ώριμη ηλικία, σχεδόν σαράντα χρονών, δύο χρόνια πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, τολμά και εμφανίζεται ως ποιητής – όπως συνήθιζε να αυτοαποκαλείται –, και μάλιστα με ψευδώνυμο που ελάχιστα τη βοήθησε να μην την αντιμετωπίσουν δύσπιστα ως πρόσωπο ανυπόληπτο. Για την περίοδο εκείνη της μεταμόρφωσής της θα πει ο Βαφόπουλος τον Δεκέμβρη του 1994:
«Όταν ήμουν ακόμα μαθητής του Γυμνασίου, πήγαινα συχνά στη Γεωργική Σχολή, όπου δίδασκε ο πατέρας μου. Εκεί με είχε εντυπωσιάσει μια νεαρότατη αμαζόνα που αναστάτωνε τις νεανικές μου αισθήσεις. Λεγότανε Χρυσούλα Αργυριάδου. Ήταν η νεόνυμφη σύζυγος του Διευθυντή της Γεωργικής Σχολής. Την εθαύμαζα πάνω στο κάτασπρο άλογό της. Κι ούτε μπορούσα τότε να φανταστώ ότι το άλογο εκείνο δεν είχε βγει από τους στάβλους της Γεωργικής Σχολής αλλά μέσα από τον θρύλο της Ελληνικής Μυθολογίας. Ήταν ο Πήγασος. Αυτός που αργότερα την έβγαλε από την πόρτα της Γεωργικής Σχολής, για να την οδηγήσει στην Πύλη της Μεγάλης Ποίησης. Εκεί την υποδέχτηκαν οι εννέα Μούσες, προσφωνώντας τη με τ’ όνομα: Ζωή Καρέλλη».
Το ψευδώνυμο ωστόσο ελάχιστα τη βοηθά να αποφύγει τη δυσπιστία των Θεσσαλονικέων για την αξία της, σε αντίθεση με τους Αθηναίους, ενώ η συνεργασία της με το λογοτεχνικό περιοδικό Κοχλίας την κάνει γνωστή, παρ’ όλο που το περιοδικό αυτό γίνεται η αιτία για την επικράτηση του όρου «Σχολή της Θεσσαλονίκης» – ως αντίποδα της Σχολής των Αθηνών – στην οποία και εντάσσουν την Καρέλλη, με ηγετική μορφή τον Βαφόπουλο. Προσωπικά, κι έχοντας ανέκαθεν αποστροφή στις όποιες ετικέτες, δεν υιοθετώ τον όρο, καθώς πιστεύω πως ουσιαστικά απουσιάζει ο κοινός αισθητικός κώδικας αξιών, ενώ θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για ένα κοινό κλίμα εσωτερικής τοπιογραφίας που χαρακτηρίζει την εσωστρεφή Σχολή της Θεσσαλονίκης, και ίσως ένα κοσμοπολίτικο ρεύμα που υπήρχε ανέκαθεν, αφού η Θεσσαλονίκη ήταν πιο κοντά στην Ευρώπη, ενώ η Αθήνα πλησιέστερη στην ελληνική ηθογραφία.
Η Καρέλλη όμως αποτελούσε μόνη της μια σχολή. Το νοηματικό και υποστασιακό εύρος της το καθόριζαν και το κατέπλησσαν το Ορθόδοξο Χριστιανικό Βυζάντιο, το κλασικό ελληνικό πνεύμα και οι ελληνικές παραδόσεις, συνεπικουρώντας και τα τρία στην υπεράσπιση του ζέοντος υπαρκτικού της προβλήματος που αφορούσε στην ουσία και στα όρια της προσωπικής ελευθερίας. Ο συνειδησιακός έλεγχος ωστόσο, ενώ θα αναμένονταν να κομίζει τύψεις για την ερωτική πραγμάτωση, αντίθετα, φαίνεται να τις παρακάμπτει και να καταφάσκει στη γονιμότητα του Έρωτα, θρησκεύοντας έτσι στο ακατάλυτο πάθος για τη ζωή, σε βαθμό που αυτό το ίδιο το πάθος να την απαλλάσσει από κάθε υποψία ενοχής.
Σε συνέντευξή της στο Περιοδικό Διαβάζω (τεύχος 30) λέει:
«Και γιατί εγκράτεια; Ήλθαμε στον κόσμο με ορισμένες ικανότητες, διαθέσεις, επιθυμίες οι οποίες μας δίνουν τον παλμό της ζωής».
Στην περίπτωση της Καρέλλη το ποιητικό υποκείμενο ερωτεύεται την απώλεια του έρωτα, όσο κι αν έχει πειστεί πως δεν αποτελεί παρά μια σκιαμαχία, μια δοκιμασία του σαρκίου το οποίο την επινοεί, για να αντιστέκεται στις επάλληλες κατοπτρικές του μεταμορφώσεις. Μοναδικό μέσο αντίστασης και εκκοσμίκευσης του μονοφωνικού «εγώ» είναι η παρατεταμένη παραμονή του στα μισοφωτισμένα δωμάτια της γνώσης. Η προσφυγή της άλλωστε στην ποίηση δεν έγινε, παρά γιατί πίστευε πως «κάποτε πρέπει να εκφραστεί το δέος και ο φόβος, ο τρόμος και ο θαυμασμός, το θάμπος και η επιθυμία. Η ποίηση χρειάζεται, γιατί η γνώση δε φτάνει, δε φτάνει να γίνει έρωτας της ζωής».
Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής
που θα μπορούσα να πεθάνω.
Τόσο ζω που καταλαβαίνω
πόσο πεθαίνω.
Τόση είναι η ζωή μου
που με πεθαίνει.
Τόσο μπορώ να ζήσω
που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω.
Τόσο ζητώ να ζήσω
που δεν αντέχω να ζω.
«Υπαρκτικά IV», Το πλοίο, 1955
Η αμφιρρέπουσα θέση της Καρέλλη απέναντι στο οντολογικό πρόβλημα μάχεται απ’ τη μια οτιδήποτε φθείρει τον παροξυσμό της ζωής και αμφισβητεί τη διάρκειά της, ενώ απ’ την άλλη, επιχειρώντας να ισορροπήσει τα διεστώτα, καταφεύγει στην ικεσία που ο δρόμος της, όπως μας λέει και ο Πεντζίκης, είναι ευρύς. Αναζητά τη μεσιτεία, καθιστά προσιτό το απρόσιτο και επικαλείται τους αγγέλους να βάλουν τέλος στον πόνο της γνώσης, να φέρουν στους ανθρώπους την άλλη χαρά.
Γιατί, γιατί δεν έρχονται
οι διάφανοι άγγελοι, αστραφτεροί;
Δεν κατεβαίνουν στη γη χαριτωμένοι
να σηκώσουν από πάνω μας
τη λιμασμένη αμαρτία;
[…]
«Των αγγέλων», Χαλκογραφίες και εικονίσματα, 1952
Είναι και κάποιες φορές όμως που καταφεύγει στο «Ευρύχωρο σκήνωμα του Λόγου», την Παναγία, αυτήν που, καθώς είναι «η των δύο μετέχουσα», ενώνοντας γη με ουρανό, είναι σε θέση να παρακολουθήσει την ιστορία οδύνης και ηδονής που καταγράφεται στη γη της κάθε ύπαρξης, όταν η αμαρτία τη θέλγει.
[…]
Χαίρε Μαρία,
βοήθησέ μας να πεθάνουμε.
Γλύτωσέ μας απ’ του θανάτου το φόβο.
Δυνάμωσε τη ζωή μας,
να δυνηθούμε το θάνατο.
Μην αποστρέψεις το βλέμμα σου
απ’ τ’ αδύνατο σώμα μας,
δοκιμάζεται σκληρά,
πριν απ’ το θάνατο φόβος
μας θανατώνει σκληρά.
[…]
«Η προσφυγή των αδυνάτων», Η εποχή του θανάτου, 1948
Όμως, τελικά, μια και τόσος λόγος γίνεται για την αμαρτία, τι είναι αυτό που την ορίζει και πόσο εύκολα αναιρείται αυτή η ερήμωση της ψυχής, ώστε να χορταστεί η πείνα της αιωνιότητας; Μήπως κατά βάση δεν είναι άλλη από τη γνώση που υποστέλλει την αθωότητα, αμφισβητεί το θαύμα, θολώνει το κόκκινο αίμα της θυσίας, ακούει μα δεν αφουγκράζεται, κοιτάει μα δεν βλέπει;
Η Καρέλλη τη ζει αυτή την αγωνία, τον παιδεμό της μοναχικότητάς της, χαμένη σε δρόμους γνωστικούς που την απομακρύνουν απ’ την πίστη. Η καρδιά της βέβαια ποθεί να την αναστηλώσει όπως στα πρώτα χρόνια της αθωότητας, ώστε να ζήσει την αγάπη των ανθρώπων, να ευαγγελιστεί την ελευθερία ως ουσία ζωής, καταρρίπτοντας το γεγονός του θανάτου.
Πριν την Aνάσταση
Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
[…]
«Ουκ’ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;
[…]
«Χριστός ανέστη».
[…]
Κοιτάζω στο παρελθόν.
Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.
Αρχή, χαραυγή,
«ην δε όρθρου βαθέος…»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
[…]
Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
Η οδυνόμενη συνείδηση της Καρέλλη αναμετριέται ηρωικά μ’ έναν κοινωνικό αναχωρητισμό που την ωθεί να ψηλαφεί αγέρωχη τους τοίχους της αυτοεξορίας της ζώντας στη μεταιχμιακή κατάσταση της διττής υπόστασής της, στο πλαίσιο της οποίας ταυτίζει την οδύνη με την ηδονή. Μια ηδονή που θάλλει στο σκίρτημα του αισθησιασμού, όταν δηλώνει «πόθος, πάθος ιερό με κατέχει», που πάλλεται απ’ τη γήινη ηδυπάθεια, σε σημείο τέτοιο που να μην μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη της ζωής. Όμως η ζωή είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη του σώματος και το σώμα με την αμαρτία.
[…]
Ζωή της αμαρτίας εντός μου,
ύπαρξη της αμαρτίας,
αμαρτία της ύπαρξής μου,
δεν θα υπάρχεις,
για να σε φοβούμαι
μέσα στο πολύτιμο σώμα μου
που με παραδίνει στο θάνατο.
[…]
«Tης αμαρτίας», Πορεία, 1940
Φτάνει όμως και η ώρα της οδύνης, όπου το άχθος της σάρκας την έλκει στη γη, ματαιώνοντας την πλησμονή των αισθήσεων. Η αγωνία τότε του θανάτου επικαλύπτει τα πάντα.
Μεταθανάτιο
Αγωνιστήκαμε ώσπου να πεθάνουμε.
Πόσο υποφέραμε, ώσπου να καταλάβουμε
την ώρα μας.
Έπρεπε νάρθουν οι άλλοι πια
κι’ όμως, εμείς, δεν μπορούσαμε
έτσι ν’ αφήσουμε τη ζωή μας ατέλειωτη,
τόσο τυραννισμένη και γλυκειά,
δυνατή κι’ όμορφη.
Μας φαίνονταν ότι την αγαπούσαμε
περσότερο από κάθε άλλη φορά
που με δύναμη δυνατή αγάπησαν
με όλη τη δύναμή τους οι άνθρωποι τη ζωή.
Κι’ όμως έπρεπε να φύγουμε, να χαθούμε
για νάρθουν εκείνοι που θα ζούσαν
απ’ το δικό μας θάνατο. Ήμασταν
περίλυποι, θέλαμε και μεις,
θέλαμε να χαρούμε μαζύ τους.
Γιατί μας λαχαίνει ο θάνατος;
λέγαμε, κλαίγαμε όλοι μαζύ με φόβο
κι’ ο ένας πιο πολύ τον άλλο φοβούνταν
πως θα πέθαινε δίχως τον άλλο,
φοβούνταν πως θ’ απόμενε ο άλλος
στη ζωή και δεν ήθελε το θάνατο μοναχός.
Ο αχός αυτής της αγωνίας,
– Θε μου, Εσύ ξέρεις, πόσο παιδευτήκαμε
άδικα – θ’ αργήσει τουλάχιστο να διαλυθεί
πάνω στη γη που την αφήσαμε τόσο λυπημένοι,
γιατί πεθαίναμε πρόωρα. Κατά χιλιάδες πεθαίναμε
κι’ όμως ήμασταν χωρισμένοι. Θα γνωρίσουν
την αδελφωσύνη, ίσως, λέγαμε, αυτοί
που έρχονται ύστερα από μας.
Η αγωνία μας βάσταξε
στο μεταίχμιο αυτό που άγγιξε
μυτερό της ψυχής την πιο βαθειάν άκρη.
Γευτήκαμε το θάνατο ως την ψυχή.
Μας δοκίμασε ο θάνατος. Τον πολεμήσαμε
και δεν ξέρουμε αν νικήσαμε.
Ήρθαν οι άλλοι, ύστερα από μας
που με αγάπη δεν τους γνωρίσαμε.
Η εποχή του θανάτου, 1948
Στην πολυεδρική ποίηση της Καρέλλη το χαροποιόν πένθος τοποθετεί το «εγώ» μπροστά στον θάνατο αλλά και πέρα απ’ αυτόν, με μια επισημότητα που υποφέρει την οξεία αντίθεση, που εγκωμιάζει την καθαρότητα των ρύπων με το ίδιο πάθος που αρνείται να απιστήσει στην εμπειρία της διανόησης. «Όλα με βοηθούν, όταν με τυραννούν, / για να μαρτυρήσω μέσα μου το αιώνιο».
Κι όμως, κάτω από το βάρος αυτό, όπου ζουν σε συνεχή όσμωση η Πίστη με την Οντολογία, βαθιά ζει, ανατρέφεται και, δυστυχώς, ποτέ δεν γερνά ο φόβος.
Δεν γνωρίζω αν είναι ο φόβος του ερημωθέντος ανθρώπου που ζει και περιφέρεται και συνωθείται με τόσα άδεια βλέμματα.
Πού θα πάμε ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζύ μας κανένας κι’ η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
[…]
«Μοναξιά», Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
Κι αλλού:
Μετάλαβα την μοναξιά
και με παιδεύει η αγάπη για τους ανθρώπους.
[…]
Δε βρίσκω τον ορισμό
που λύνει την απομόνωση.
«Απορία IV», Πορεία, 1940
κι ούτε γνωρίζω αν είναι ο φόβος που προκαλεί το ασυμφιλίωτο με το αυθαίρετο προχώρημα του χρόνου, του μοιραίου και μάταιου, του άθικτου και αδιαίρετου. Του χρόνου που συσσωρεύει και τεμαχίζει, του χρόνου που μπερδεύει την πρώτη με την τελευταία σελίδα του άλμπουμ των φωτογραφιών, που αφήνει πληγές ανοιχτές και απειλεί με διάλυση την ύλη κάθε σχήματος.
[…]
α, πόσο σ’ αισθάνομαι δοκιμασία
του χρόνου εγώ εν εμοί είμαι
σημασία συνθέτομαι και προσθέτομαι
μέσα στο χρόνο διαδίδομαι
κι’ εκδίδομαι στις σύνθετες μέρες.
[…]
«Ερωτικό του χρόνου», Φαντασία του χρόνου, 1949

Κι αλλού:
Διαλύομαι
στην έννοια του χρόνου,
προχωρώ αόριστα χάνομαι.
Στ’ αόρατα του χρόνου
δάχτυλα συμφύρομαι, συντρίβομαι
κι’ η ζωή μου άνεμος της στιγμής
[…]
«Ενάντια στο χρόνο», Φαντασία του χρόνου, 1949
ή
Ο χρόνος προχωρεί προς το καινούργιο πρωί κι ίσως τ’ ανεπαίσθητα βήματά του ήταν που ξύπνησαν το παιδί στη διπλανή κάμαρη. Έκλαψε διστακτικά ψελλίζοντας τ’ όνομα της μητέρας του. Εκείνη χαρούμενα ανήσυχη, αθόρυβα σηκώθηκε πρόθυμη και του γλυκομίλησε χαμηλόφωνα, για να μην ξυπνήσει τον κουρασμένο απ’ την καθημερινή δουλειά άντρα της.
Ύστερα μπορεί και να ‘ναι ο φόβος μην ξεστρατίσει η άπληστη όρασή της, ο άρρενας νους της, απ’ την περιπαθή ομιλία με ό,τι ορίζει την ποίηση, φόβος μην απολέσει τη ζωή, την «πεποικιλμένη» εντός της και γύρω της.
Φωνή: «Σε ποιον να μιλήσω; Όλοι μέσα στο σπίτι μου φοβούνται. Ο πατέρας μου που προσπαθεί να συμμαζεύεται στην καθημερινή, συνηθισμένη εργασία του, εκεί να μην τον βρει τίποτα και τον χτυπήσει. Όσο γίνεται πιο αφανής στη μέτρια απασχόλησή του. Φοβάται κι αυτός. Εγώ έχω και τούτον το φόβο μέσα μου. Τον ξεχωρίζω γλοιώδη πάνω στη στάση του σώματός μου. Η μητέρα μου ζει με το φόβο. Μου έχει πει πως γύρω της αισθάνεται παρουσίες μυστικές. Πότε τη φοβερίζουν, πότε την ορμηνεύουν. Βλέπει όνειρα και θέλει να μου τα εξηγεί. Η θεία μου φοβάται το Θεό. Φοβάται την αμαρτία. Παντού βλέπει την αμαρτία και τη φοβάται. Κι όταν έρχεται από την εκκλησία, αντί να είναι γαληνεμένη, δείχνει το φόβο της. Αχ, λίγος καθαρός αέρας…»
Περιμένοντας τη Μαρίνα, θεατρικό
Παρά ωστόσο την κασσιανική θα λέγαμε συναίσθηση αμαρτωλότητας καθώς και την απελπισία του ηττημένου που τη διακατέχει, θα τη δούμε να μη μένει αδιάφορη μπροστά στη μαρτυρική πορεία των ανθρώπων στους αιώνες, μια πορεία αιχμαλωσίας που βαδίζει μες στον χρόνο, μια λιτανεία ίσκιων μέσα σε πόλη νεκρή που ξεκινά απ’ την έρημο της Αιγύπτου, συνεχίζει στη Βαβυλώνα και περνά απ’ τους δρόμους της Θεσσαλονίκης περιφέροντας τη μοίρα της, την περηφάνια και τη συντριβή της. Η διαρκώς ανανεούμενη και η «διαρκώς τρεφόμενη με καινούργιους καημούς» δεν είναι άλλη από τη μοίρα των ανθρώπων που περνά απ’ τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Εβραίων, που ζει τα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 κι άλλοτε περιδιαβαίνει στη Θεσσαλονίκη του Εμφυλίου ή του 904 μ.Χ.
Θεσσαλονίκη 904 μ.X.
Μαζευτείτε άνθρωποι,
κάτοικοι της πολιτείας τούτης,
συναθροιστείτε όλοι μαζύ,
πνοή θανάτου περνά από πάνω της.
Άγγελοι συντριβής φαίνονται,
αιτίες καταστροφής έρχονται,
πλήγματα ακούονται φοβερά,
όνειρα φτάνουν φριχτά.
Βάρβαροι, πειρατές, εχθροί,
οι πιο κακοί πλησιάζουν
στην αγαπητή πόλη.
Μαζευτείτε χριστιανοί,
όλοι μαζύ, σε βοήν ικεσίας,
σε παράκληση απελπισίας,
χωρέστε όλοι μαζύ στης εκκλησίας
την πλούσια περιοχή, τη σπουδαία,
στου αγίου την προσευχή, την προσφυγή,
τρέξετε να προφτάσετε, πριν έρθουν οι χείριστοι.
Παρακαλέστε της πόλης μας τον προστάτη,
φωνάξτε το φόβο σας και την ελπίδα
που σ’ αυτόν έχετε και πάντα κρατάτε.
Μαζευτείτε κάτοικοι της πόλης Θεσσαλονίκης,
ζητείστε και πάλι το θαύμα, καταφύγιο,
έλεος να φανεί ο αρχηγός να σας δείξει
τον δρόμο στρατηγός ο ανίκητος,
άγγελος του καλού, άγιος.
Για βοήθεια βοείστε υπέροχη
πέρ’ από κάθε ανθρώπου
προσπάθεια και γνώμη κι’ αντίληψη.
Ν’ αφανιστούν οι εχθροί, να σκορπιστούν!
Πιστεύουμε, πιστεύουμε!
Ω πόσος ο πόνος κι’ απελπισία
για τον κίνδυνο. Αντοχή
κάνε τα «σέμνωμα της πόλης σου
καύχημα, ο υπέρλαμπρος στέφανος».
Δείξε δόξα τη δυστυχία μας.
Απόδειξη είσαι της δύναμης
που σ’ ανέδειξε πιο δυνατόν,
απ’ όλους τους κατακτητές, πάντοτε.
«Καταλάμβανον τον πανευπρεπέστατον οίκον
του πανενδόξου μάρτυρος Δημητρίου
και θρηνώδεις χορούς συνιστάμενοι επεβόων
τω μάρτυρι, προστάτην αυτοίς γενέσθαι».
Η εποχή του θανάτου, 1948
Είσοδος, έξοδος, κατοικία της Καρέλλη είναι το υπέροχο εκείνο βλέμμα της ψυχής σε κάθε επίγεια διάσταση του διαβατάρικου χρόνου μας ως ιστορίας και μέλλοντος και προπαντός ως υπερχρόνιου γεγονότος του ζωηφόρου θανάτου. Γι’ αυτό και στη μυθολογική τοπογραφία της Καρέλλη αντιπαρατίθενται και συχνά συνδυάζονται ο θάνατος και ο έρωτας με το εφήμερο της υλικής πραγματικότητας, βεβαιώνοντάς μας πως η αναδρομή στον μύθο δεν απηχεί παρά τη βαθύτερη ανάγκη της για επικοινωνία με την κοινωνία της, κάτι που το πετυχαίνει επιχειρώντας να προσεγγίσει το απόλυτο. Ας δούμε λοιπόν την περίπτωση του μύθου και τη λειτουργία του στο υποσυνείδητο της Καρέλλη, και συγκεκριμένα υποδυόμενη ταυτόχρονα δυο ρόλους: του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Έτσι, ενώ στην περίπτωση του Ορφέα αναγνωρίζουμε το πάθος της Καρέλλη να απαλλαγεί από την εμπειρία του ανολοκλήρωτου έρωτα του συνυφασμένου με τον θάνατο, την ίδια στιγμή σαν άλλη Ευρυδίκη επιλέγει να μείνει μακριά απ’ τον πρόσκαιρο και θνητό πόθο, προτιμώντας έναν έρωτα ιδεατό, άφθαρτο και αιώνιο, όπου το ερώμενο πρόσωπο γίνεται πλέον η ίδια η ζωή. Ξέρει όμως πως η ζωή δεν είναι παρά ένα μέρος της ύπαρξης, γι’ αυτό και με ευκολία αρνείται την αγάπη της εγκόσμιας ηδονής, ελκόμενη από τη μέθη για την απόλυτη γνώση, που αποκτάται ταυτόχρονα με τη γνώση της έννοιας του θανάτου. Μόνο που η γνώση αυτή δεν αφήνει αλώβητη την αγάπη.
[…]
Ω, η αγάπη μου σ’ επιθυμεί
μα είναι διαφορετική, δοκιμασμένη
απ’ το θάνατο, νικημένο το θερμό
τρυφερό πάθος που γυρεύεις να βρεις.
Τι ζητάς να με κλείσεις σ’ αγκαλιά,
δε χωρώ. Ξέρω πως θα σε χάσω
κι’ ας προβαίνω κοντά σου.
Δεν κρατώ την έκσταση της στιγμής.
Για μένα ζητώ την αγάπη σου,
πέρ’ απ’ την υλική παρουσία,
στην αόριστη, απίθανη σημασία του αιώνιου.
«Ευρυδίκη», Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
Ορφέας και Ευρυδίκη, λοιπόν, φορείς και οι δυο ενός έρωτα, ο ένας για τη ζωή και η άλλη για τον θάνατο, γίνονται τα μυθολογικά εκείνα σύμβολα στα οποία καταφάσκει η Καρέλλη γυρεύοντας ανάπαυση της διχασμένης φύσης της. Κι ο τρόπος; Δισυπόστατος και μεταιχμιακός. Έτσι, προκειμένου να αντισταθεί στο ρευστό της ανθρώπινης μοίρας, στρέφεται αρχικά στη «δίβουλη χαρά» του έρωτα, μοναδική πηγή ζωής, που επικρατεί του θανάτου – έστω και εφήμερα. Λίγο αργότερα όμως, δίνοντας τέλος στην αγωνία της για τη ματαιότητα του αισθησιασμού, καταφεύγει στην ασφάλεια του πνεύματος.
Μα μην ξεχνιόμαστε. Για την Καρέλλη μιλάμε.
Ποια ασφάλεια του πνεύματος θα την ησύχαζε, σε ποια ηρεμία θα παραδινόταν αυτή η Κυρία των μεταιχμιακών πεδίων! Εκείνη το μόνο που της εξασφάλιζε μια κάποια ηρεμία ήταν η δυνατότητά της ν’ αμφιβάλλει.
Την έννοια της αμφιβολίας άλλωστε, ως έννοιας λειτουργικής στην ποίησή της, την αποδίδει στον διχασμό των ευαίσθητων ατόμων αναφορικά με την οντότητά τους, διχασμό, μ’ άλλα λόγια, των μυστικών δυνάμεων της ύπαρξης.
Ο ένας μου βραχίονας είναι λαιμός κύκνου,
μελαχροινός ο άλλος, διάστικτος, είναι
πλουμιστό φίδι, ευλύγιστο και ύπουλο.
Προκλητικός ορθώνεται ο μισός κορμός μου
κι’ ο άλλος μισός, απίθανα ήρεμος είναι
σαν κόρφος μητέρας, αγαθός.
«Bάκχη», Aντιθέσεις, 1957

Θα ήταν παράλειψη ωστόσο αν δεν επισημαινόταν πως ολόκληρο τον επίπονο δρόμο της γραφής της η Καρέλλη τον διατρέχει με την ιδιότητα του άρρενος νου, δανειζόμενη το αρσενικό άρθρο και δηλώνοντας συχνά αντί ποιήτρια «ποιητής», όχι τόσο αποποιούμενη τη θηλυκή υπόστασή της, όσο αγωνιζόμενη να πορευτεί δίχως δάνεια φωτός και αλλότριες χειραγωγήσεις που θα την εμπόδιζαν να γνωρίσει τον κόσμο μέσω αυτής. Διαλέγει λοιπόν να αρθρώσει έναν λόγο δικό της, με τίμημα βέβαια οδυνηρό και τραγικό κάποτε, αφού με την αποκόλλησή της απ’ τον άντρα ετοιμάζει για τον εαυτό της ένα ξέσκισμα μοναδικό, όσο μοναδική άλλωστε είναι και η γνώση του εαυτού της, ανταμοιβή και τίμημα μαζί.

[…]
Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι’ είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι’ εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι’ έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από ‘κείνον τίποτα
να δεχτώ και δεν θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.
«Η άνθρωπος», Αντιθέσεις, 1957
Με αυτό το ποίημα, σταθμό στην Ελληνική Γραμματεία, ανακαλύπτει το γυναικείο ζήτημα την πεμπτουσία του, σύμφωνα με την οποία η απομάκρυνση και η προσέγγιση των δύο φύλων γίνεται με τον εξομολογητικό στίχο:
Είμαι αυτός που πηγαίνει στη συνάντηση
κι αυτός που περιμένει συνάμα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η τοποθέτηση της γυναίκας στο βάθρο της ανθρώπινης οντότητας με το ουσιαστικό «η άνθρωπος»
– εύρημα μοναδικό για την απόδοση της αξιοπρέπειάς της – τη διασώζει από ολισθήματα έπαρσης και φτηνών αξιώσεων, δίδοντάς της, όπως μας λέει στην Αποκάλυψη ο Ιωάννης: «ψήφον λευκήν και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ο ουδείς οίδεν ει μη ο λαμβάνων».
Εκτός όμως απ’ το καινόν όνομα αποζητά να ενδυθεί και πρόσωπο καινό, απεκδυόμενη το προσωπείο της. Παρακαλεί λοιπόν να της αφαιρέσουν το «κολλημένο» μειδίαμα του προσώπου που την ενοχλεί, αποτέλεσμα οδυνηρό της προσπάθειας, και επινοεί να επενδυθεί καρνάβαλο ή να πληρώσει κάποιον να γελά στη θέση της ρυθμικά. Κι αν αποφασίζει να παραιτηθεί απ’ ό,τι ενδύθηκε ως τώρα, είναι γιατί εκλιπαρεί να ζήσει πριν πεθάνει.
[…]
Ποιο φως θα μου σχηματίσει το πρόσωπο;
Ποιος μ’ είδε ποτέ για να με θυμηθεί
και να μ’ αποζητήσει, να μ’ αναγκάσει
να παρατήσω ό,τι φορέθηκα,
για να ζήσω πριν να πεθάνω.
[…]
«Aτομικό», Πορεία, 1940
Θα ‘πρεπε όμως στη σύντομη αυτή προσέγγιση να γίνει αναφορά και στον λόγο της Καρέλλη. Δίχως να υποχωρεί στον συρμό της εκ του ασφαλούς καταγγελίας και με αισθητή την έλλειψη των λυρικών εξάρσεων, αποφεύγει εικόνες πληθωρικές και υπερδηλώσεις που πιθανώς να επέβαλλαν διαλείψεις στην πρόσληψη της ανάγνωσης, επιδιώκοντας την ηθελημένη παραίτηση απ’ ό,τι αναστέλλει τη λιτότητα. Στις φλέβες των στίχων της τρέχει το αίμα της Κασσιανής, του Ρωμανού του Μελωδού, των Ψαλμών, της Φιλοκαλίας και των Νηπτικών της Ερήμου, βάφοντας τον λόγο της με το πορφυρό του Βυζαντίου και το κυανό της Ορθοδοξίας. Ο λόγος της. Στυφός; Κάποτε ναι. Υπόγειος και υποδόριος; Συχνότερα. Λόγος-ναός που την ίδια στιγμή και με άνεση πλήρη «περιέχει τον ψάλλοντα και τον ακούοντα». Λόγος-κρύσταλλο που αντανακλά το έσω φως στη νύχτα των ψυχών, απόγνωση, φυγή, παραφορά, λόγος που εμπιστεύεται – στέρεος και απόλυτος – τη μαρτυρία του σπαραγμού, του βιωμένου σωματικά, με γραφή που υπέμεινε στη διεργασία του πόνου, για να διαβεί το αναλυτικό, να προσπεράσει το επιγραμματικό και να παραδοθεί στο ασκητικό. Ωστόσο, στο έδαφος των σημαινόντων και των σημαινομένων, η γλωσσική της ιδιαιτερότητα συντελείται στο πλαίσιο κάποιων συντακτικών επιτηδεύσεων, όπου επικρατεί το υπερβατό σχήμα.
Δεν, μόνο, σας γνωρίζω, σας αισθάνομαι
ανεξάντλητα του ανθρώπου έξοχα όνειρα.
Ή, άλλοτε σπάζοντας τη συνήθη διάταξη του επιθέτου που το ακολουθεί το ουσιαστικό, αιφνιδιάζει τις ηχητικές μας προσδοκίες γράφοντας:
Δεν σ’ αρνιέμαι Κύριε της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Η Καρέλλη, αναζητώντας τον εσωτερικό ρυθμό που απέχει απ’ τα ομοιοτέλευτα, αποδίδει την απόγνωσή της με γλώσσα που παίζει με τον κίνδυνο.
Κι ο κίνδυνος στην περίπτωσή της καραδοκεί, όταν τείνει να αλλοιωθεί ο αισθητισμός από τη γνωσιολογία ή την ηθική. Εκφεύγει όμως του κινδύνου και, συγκερνώντας στο έργο της την ευαγγελική γλώσσα με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, λατρεύει τα απαρέμφατα, τις μετοχές και τα εμπρόθετα, αρνούμενη να εξορίσει πλήρως την καθαρεύουσα, και, τέλος, αποκαθιστά στην ελληνική γλώσσα το επίθετο.
Η ποίηση της Καρέλλη είναι έρευνα των ανθρώπινων ορίων.
Και οι ποιητές; Τι ήταν για την Καρέλλη οι ποιητές;
Η συνοδεία των ποιητών
Να, τούτ’ είναι η συνοδεία
απ’ τους ιερείς του λόγου,
που παν τραγουδώντας, γιατί
μόνο να τραγουδούν, να λεν
λόγια ξέρουν αυτοί κι’ από κει πέρα
τίποτ’ άλλο μην περιμένεις
απ’ το χέρι τους. Ούτε καμμιά τελετή
επιβλητική, ούτε λειτουργία
ξέρουν άλλη, παρά μόνο ν’ απαγγέλλουν,
ν’ αγγέλλουν λόγια, που λεν πως τα βλέπουν.
Για κοίταξε το βλέμμα τους·
λένε πως βλέπουν αγγέλους
οι άνθρωποι αυτοί,
πως οι άγγελοι τούς δίνουν λόγια
ν’ αγγίξουν στα διψασμένα στόματα.
Πράγματι, νηστεύουν και φαίνονται
στερημένοι. Κοίταξε τα πρόσωπά τους,
είν’ αλλόκοτα, έτσι αλλοιωμένα
που μιλούν, έτσι που θέλουν
να μας πείσουν πως μας χαρίζουν
των αγγέλων τα δώρα,
αγγελίες υπέροχες. Τα ζητούν
με προσευχές και μεγάλους καϋμούς
παρακαλούν με αγώνα,
τα δέχονται με συντριβή.
Είναι
πράγματι άλλη των ματιών τους η έκφραση
κι’ αλλοιώτικα γίνονται τα μιλήματα
που αυτοί τραγουδούν, οι ποιητές,
για να αιστανθούμ’ εμείς τις διαφορές τους.
Βέβαια να τυραννιστούν αυτοί πρέπει,
για να πιστέψουμ’ εμείς,
για να μας πείσουν. Έχουμ’ άλλες
απασχολήσεις εμείς, αυτοί
απασχολούνται με τα μάταια λόγια.
Θέλουν να τα συγκρατήσουν,
να μας τα χαρίσουν λεν,
για να τους δεχτούμε στην τελετή
της ζωής. Τούτοι των λόγων
οι άνθρωποι για να μας κερδίσουν,
λεν, πως θα μας ονομάσουν εμάς
και τη σημασία της ζωής μας.
Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951
Τελικά, τον ποιητικό λόγο ποιος τον δημιουργεί; Και τι τον εξάπτει; Ο πόνος; Η παρενέργεια του πόνου; Η υπερβολή του πόνου, ή μήπως η ανάγκη της πάλης για το βαθύτερο, για εκείνο που θα έρθει η ώρα κάποτε να πεις ό,τι κι εκείνη είπε:
«Δεν έχω τίποτα πια. Αυτό που ήταν να δώσω το έδωσα. Παρακαλώ να συγχωρεθώ. Πάρτε τη λέξη συ-γχω-ρώ. Τι σημαίνει; Μπαίνω-χωρώ κι εγώ σ’ ένα χώρο όπου μπαίνουν οι άνθρωποι που πάλεψαν για το είναι».
Και η ποίηση της Καρέλλη μέσα απ’ αυτή την πάλη βαθμιαία τείνει να κατακτήσει τη σιωπή, με την έννοια που και άλλοι μεταφυσικοί ποιητές, όπως ο Παπατσώνης και ο Θέμελης, τείνουν να συμπυκνώσουν την οξύτητα και το κάλλος σ’ εκείνη την αφαίρεση που καθιστά την Τέχνη υποκατάστατο της
ζωής, όντας συνάμα πύκνωση και συμπλήρωσή της.
Στην πρώτη έκδοση του Πλοίου η Καρέλλη το παραδέχεται:
Πώς μπορεί να υπάρξει αφαίρεση,
αν δεν προϋπάρξει άθροισμα ζωής.
Πάντως, αν εμένα προσωπικά μού συγχωρούνταν η αυθαιρεσία και η ιεροσυλία από το άθροισμα ζωής της Καρέλλη να αφαιρέσω το έργο της και να κρατήσω τον πλέον καίριο λόγο, αυτός θα σωζόταν σ’ ένα επίγραμμά της που συμπυκνώνει, δικαιολογεί και ίσως ακυρώνει ό,τι άλλο αρθρώθηκε από εκείνη. Μιλώ για ένα επίγραμμα-καταγγελία, ένα επίγραμμα-διαμαρτυρία δική της και όλου του γένους των ανθρώπων.
Eπίγραμμα
Απίστευτη, η φοβερή ακινησία του θανάτου.
Η δυνατή ορμή με κατοικεί.
Θα διαλύσω την φρικτή ακινησία
του θανάτου, δεν πιστεύω σ’ αυτή.
Πρέπει να σηκωθούνε οι νεκροί,
δε γίνεται. Να νικηθεί
η νίκη του θανάτου στη ζωή.
Η εποχή του θανάτου, 1948
Η Καρέλλη πεινούσε και διψούσε τη ζωή. Λέτε τυχαία να δανείστηκε το όνομα Zωή, για να αντικαταστήσει μ’ αυτό το δικό της (Xρυσούλα Aργυριάδου); Και η ζωή πώς φέρθηκε στην Καρέλλη; Της χαρίστηκε; Σε ποιον χαρίστηκε αυτή; Άλλωστε, το γνωρίζουμε καλά.
Μέχρι να έρθει η λύτρωση, «θα φυσάει και θα λιγοστεύει ο κόσμος» – όπως μας λέει ο Ελύτης –, «θα φυσάει και θα μεγαλώνει ο άλλος. Ο θάνατος. Ο πόντος, ο γλαυκός κι ατελεύτητος. Ο θάνατος. Ο ήλιος, ο χωρίς βασιλέματα».
Αυτό τον ίδιο ήλιο, στα μέσα του καλοκαιριού του 1998, τον αντίκρισε για τελευταία φορά στα ενενήντα εφτά της χρόνια και η Δέσποινα της Θεσσαλονίκης. Είχε άδικο το δημοσίευμα του Βήματος, όταν στις 19 Ιουλίου, με τίτλους πηχυαίους, ανακοίνωνε: «Ο θάνατος της Ζωής»;
Έτσι, μένουμε τώρα, εδώ και τόσα χρόνια, χωρίς την ένσαρκη παρουσία της, χωρίς τη φωνή που με δύναμη συγκλονιστική μας μίλησε για θέματα ξένα και παράδοξα για τον απνευμάτιστο καιρό μας που τον λυμαίνεται το πολύχρωμο παζάρι των πρόσκαιρων και φτηνών πυροτεχνημάτων.
Εκείνη λοιπόν που η πρόσκλησή της μας τιμάει σήμερα δεν βρίσκεται παρούσα στην αίθουσα αυτή, και ίσως δίχως καν να μας βεβαιώσει αν πέτυχε ό,τι νοσταλγούσε. Τη μακαριότητα. Ένα πάντως είναι σίγουρο. Πως τέθηκε τέλος στην αγωνία της, όταν, απ’ την πρώτη κιόλας εμφάνισή της στην ποίηση, αδημονούσε κι έγραφε:
[…]
Άγγελοι
πότε θα μ’ αναγγείλετε
στον Κύριον;
Αργείτε…
[…]
«Παράκληση», Πορεία, 1940
Σεβαστή μας Ζωή Καρέλλη, δυστυχώς για όλους εμάς, σας ανήγγειλαν.
Για όσο καιρό σάς δανειστήκαμε, τους ευχαριστούμε.
ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Κέδρος 2015