Ο κ. ᾿Αλμπερτ Χάιντζ από το Μπούφαλο τῶν Ηνωμένων Πολιτειῶν, μοίραζε τὴ ζωή του ἀνάμεσα στὸν ἔρωτα ποὺ τοῦ ἔτρεφε ἡ γυναίκα του καὶ σὲ κεῖνον πού έτρεφε ὁ ἴδιος γιὰ μιὰ νέα εἴκοσι ἐτῶν. Υστερ᾽ ἀπ’ αὐτό, εἶχε τὴ φαεινή ιδέα νὰ καλέσει τίς δυὸ γυναίκες γιὰ νὰ συζητήσουν καὶ νὰ πάρουν, οἱ τρεῖς τους, μιαν ἀπόφαση. Τόσο οι γυναίκες, ὅσο κι ὁ Χάιντζ, συναντήθηκαν τὴν ὥρα ποὺ ὁρίσανε στὸ ραντεβού τους. Επακολούθησε πολύωρη συζήτηση καὶ στὸ τέλος συμφώνησαν ν’ αὐτοκτονήσουν κι οἱ τρεῖς! Η κυρία Χάιντζ ἐπιστρέφει στο σπίτι της καὶ αὐτοκτονεί μέ περίστροφο. Τότε ὁ κ. Χάιντζ καί ἡ εἰκοσάχρονη νέα ποὺ τὸν ἀγαποῦσε, διαπιστώνοντας ὅτι μὲ τὸ θάνατο τῆς συζύγου, δὲν ὑπῆρχε έμποδιο πιὰ στὴν ἕνωσή τους, ἀποφάσισαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἐπίσης λόγος ν’ αὐτοκτονήσουν. Θέλησαν, λοιπόν, νὰ παντρευτοῦν. ‘Αλλ’ οι δικαστικές ἀρχὲς εἶδαν τὴν όλη υπόθεση διαφορετικὰ καὶ τοὺς συλλάβανε, Τίποτα τὸ πιὸ κοινότυπο ἀπ’ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ἱστορίας. (Βλ. τίς ἐφημερίδες τῆς Νέας Υόρκης τῆς 25ης Ιανουαρίου 1921, πρωινή έκδοση).
Άς υποθέσουμε ότι κάποιος θεατρικός συγγραφέας είχε την ατυχή Ιδέα ν’ ἀναστήσει στὴ σκηνὴ μιὰ ιστορία σὰν αὐτή που προαναφέραμε.
Είναι βέβαιο ότι, ή φαντασία του θα θελήσει να μεταπλάσει τὴν υπόθεση τῆς παράλογης αυτοκτονίας τῆς κυρίας Χάιντζ, για νὰ τὴν κάνει, λίγο – πολύ, περισσότερο πιστευτή.
Χάρη στους προκλητικούς παραλογισμούς, μικρούς ή μεγαλους, ποὺ τόσο ἀφθονοῦν, ή ζωή άποκτὰ τελικὰ τὸ πολύτιμο προνόμιο νὰ μὴν ἐξαρτάται μόνο ἀπὸ τὴν κουτὴ ἀληθοφάνεια στην οποία ή τέχνη νομίζει ότι είναι ὑποχρεωμένη νὰ ὑπακούει.
“Ένα καθημερινό γεγονός μπορεί να είναι παράλογο. Ένα ἔργο τέχνης, όχι…
Συμπέρασμα: Αποτελεί ολοκληρωτική ηλιθιότητα νὰ ἐπισυναπτουν σ’ ένα έργο τέχνης ὅτι εἶναι παράλογο καὶ ὅτι δὲν ἀνταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
“Η φυσική Ιστορία περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο που μελετὰ τὰ ζώα.
Μεταξὺ τῶν ζώων εἶναι κι ὁ ἄνθρωπος.
Και φυσικά, ὁ ζωολόγος έχει δικαίωμα νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι τετράποδο ἀλλὰ δίποδο χωρὶς οὐρά, ὅπως ὁ πίθηκος, ὁ γάιδαρος ἢ τὸ παγόνι.
Ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλά ο ζωολόγος δὲ θὰ τοῦ συμβεί ποτέ τὸ δυστύχημα να χάσει, ἂς πούμε, ένα πόδι καὶ νὰ τὸ ἀντικαταστήσει μὲ ξύλινο, ένα μάτι καὶ νὰ φορέσει γυάλινο. Ο ἄνθρωπος τῶν ζωωλόγων έχει πάντοτε δύο πόδια που κανένα τους δεν είναι ξύλινο, καὶ δυὸ μάτια, ποὺ ποτέ τους δὲν εἶναι γυάλινα.
Εἶναι ὀδύνατο νὰ ἀντιταχθούμε σ’ έναν ζωολόγο. Γιατί αν τοῦ παρουσιάσετε κάποιον μ’ ένα ξύλινα πόδι ή ένα γυάλινο μάτι, θὰ σᾶς πεῖ ὅτι δεν γνωρίζει τέτοιο είδος. Δεν είναι ο Άνθρωπος. Είναι κάποιος άνθρωπος.
Κι όμως, μπορούμε και μείς με τη σειρά μας ν’ απαντήσουμε στὸ ζωολόγο ὅτι ὁ Ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται είναι ἀνύπαρκτος. Υπάρχουν μόνο ἀνθρώποι ποὺ κανένας τούς δὲν είναι πανομοιότυπος τοῦ ἄλλοτε καὶ που, για την τύχη τους, μποροῦν καὶ νὰ ἔχουν ξύλινο πόδι η γυάλινο μάτι.
Κι ἐδῶ μπαίνει τὸ ἐρώτημα ἂν πρέπει να θεωρηθούν ζωολόγοι ἡ κριτικοὶ τὰ περίφημα ἐκεῖνα ὑποκείμενα πού, κρίνοντας ένα μυθιστόρημα ή ένα θεατρικό έργο, καταδικάζουν τον ένα ή τον άλλο τους ήρωα αρχικά, ὄχι στὸ ὄνομα τῆς τέχνης, πράγμα ποὺ θὰ ΄ταν αποδεκτό, ἀλλὰ στ’ όνομα μιας ἀνθρωπότητας πού την ξέρουν, ἐκεῖνοι πολύ καλά, καὶ ποὺ ὑπάρχει γι’ αὐτοὺς μόνο σὰν ἀφηρημένη έννοια, ἀφοῦ τὴν τοποθετούν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀτέλειωτη ποικιλία τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι σε θέση να διαπράξουν κάθε είδους παραλογισμούς. Παραλογισμούς ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ εἶναι ἀληθοφανεῖς, ἀφοῦ εἶναι τόσο ἀληθινοί.Πηγή: Ματθίας Πασκάλ, Εισαγωγή-Μετάφραση:Μανώλης Γιαλουράκης/Εκδόσεις Φοντάνα
Άς υποθέσουμε ότι κάποιος θεατρικός συγγραφέας είχε την ατυχή Ιδέα ν’ ἀναστήσει στὴ σκηνὴ μιὰ ιστορία σὰν αὐτή που προαναφέραμε.
Είναι βέβαιο ότι, ή φαντασία του θα θελήσει να μεταπλάσει τὴν υπόθεση τῆς παράλογης αυτοκτονίας τῆς κυρίας Χάιντζ, για νὰ τὴν κάνει, λίγο – πολύ, περισσότερο πιστευτή.
Χάρη στους προκλητικούς παραλογισμούς, μικρούς ή μεγαλους, ποὺ τόσο ἀφθονοῦν, ή ζωή άποκτὰ τελικὰ τὸ πολύτιμο προνόμιο νὰ μὴν ἐξαρτάται μόνο ἀπὸ τὴν κουτὴ ἀληθοφάνεια στην οποία ή τέχνη νομίζει ότι είναι ὑποχρεωμένη νὰ ὑπακούει.
“Ένα καθημερινό γεγονός μπορεί να είναι παράλογο. Ένα ἔργο τέχνης, όχι…
Συμπέρασμα: Αποτελεί ολοκληρωτική ηλιθιότητα νὰ ἐπισυναπτουν σ’ ένα έργο τέχνης ὅτι εἶναι παράλογο καὶ ὅτι δὲν ἀνταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
“Η φυσική Ιστορία περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο που μελετὰ τὰ ζώα.
Μεταξὺ τῶν ζώων εἶναι κι ὁ ἄνθρωπος.
Και φυσικά, ὁ ζωολόγος έχει δικαίωμα νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι τετράποδο ἀλλὰ δίποδο χωρὶς οὐρά, ὅπως ὁ πίθηκος, ὁ γάιδαρος ἢ τὸ παγόνι.
Ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο μιλά ο ζωολόγος δὲ θὰ τοῦ συμβεί ποτέ τὸ δυστύχημα να χάσει, ἂς πούμε, ένα πόδι καὶ νὰ τὸ ἀντικαταστήσει μὲ ξύλινο, ένα μάτι καὶ νὰ φορέσει γυάλινο. Ο ἄνθρωπος τῶν ζωωλόγων έχει πάντοτε δύο πόδια που κανένα τους δεν είναι ξύλινο, καὶ δυὸ μάτια, ποὺ ποτέ τους δὲν εἶναι γυάλινα.
Εἶναι ὀδύνατο νὰ ἀντιταχθούμε σ’ έναν ζωολόγο. Γιατί αν τοῦ παρουσιάσετε κάποιον μ’ ένα ξύλινα πόδι ή ένα γυάλινο μάτι, θὰ σᾶς πεῖ ὅτι δεν γνωρίζει τέτοιο είδος. Δεν είναι ο Άνθρωπος. Είναι κάποιος άνθρωπος.
Κι όμως, μπορούμε και μείς με τη σειρά μας ν’ απαντήσουμε στὸ ζωολόγο ὅτι ὁ Ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται είναι ἀνύπαρκτος. Υπάρχουν μόνο ἀνθρώποι ποὺ κανένας τούς δὲν είναι πανομοιότυπος τοῦ ἄλλοτε καὶ που, για την τύχη τους, μποροῦν καὶ νὰ ἔχουν ξύλινο πόδι η γυάλινο μάτι.
Κι ἐδῶ μπαίνει τὸ ἐρώτημα ἂν πρέπει να θεωρηθούν ζωολόγοι ἡ κριτικοὶ τὰ περίφημα ἐκεῖνα ὑποκείμενα πού, κρίνοντας ένα μυθιστόρημα ή ένα θεατρικό έργο, καταδικάζουν τον ένα ή τον άλλο τους ήρωα αρχικά, ὄχι στὸ ὄνομα τῆς τέχνης, πράγμα ποὺ θὰ ΄ταν αποδεκτό, ἀλλὰ στ’ όνομα μιας ἀνθρωπότητας πού την ξέρουν, ἐκεῖνοι πολύ καλά, καὶ ποὺ ὑπάρχει γι’ αὐτοὺς μόνο σὰν ἀφηρημένη έννοια, ἀφοῦ τὴν τοποθετούν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀτέλειωτη ποικιλία τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι σε θέση να διαπράξουν κάθε είδους παραλογισμούς. Παραλογισμούς ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ εἶναι ἀληθοφανεῖς, ἀφοῦ εἶναι τόσο ἀληθινοί.Πηγή: Ματθίας Πασκάλ, Εισαγωγή-Μετάφραση:Μανώλης Γιαλουράκης/Εκδόσεις Φοντάνα